Skip to main content

Joan Hoey: Δεν υπάρχει success story για την Ελλάδα

Η χώρα στην επόμενη πενταετία δεν θα πιάσει πάνω από το 1,9% στην αύξηση του ΑΕΠ. Θα υπάρξουν και άλλα προγράμματα bailout, αργεί η μείωση του χρέους.

Υπερβολικά είναι όσα λέγονται από κυβερνητικής πλευράς για έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ είναι πολύ αδύναμοι και η προσπάθεια διάσωσης της οικονομίας της χώρας από τους δανειστές της δεν θα τελειώσει με το 3ο Μνημόνιο, το oποίο είναι μάλλον απίθανο να ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 2018, όπως υποστήριξε η κ. Joan Hoey, Περιφερειακή Διευθύντρια Ευρώπης του The Economist Intelligence Unit.

«Δεν μπορούμε να μιλάμε στην Ελλάδα για success. Η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να επιβιώσει χωρίς συνεχή bailouts, δηλαδή χωρίς εξωτερική οικονομική βοήθεια και μετά την ολοκλήρωση του Τρίτου Μνηνομίου», προέβλεψε από το βήμα του 6ου Διεθνούς Συμποσίου Θεσσαλονίκης η ομιλήτρια προσθέτοντας ότι δεν θα επιτευχθεί ο αναπτυξιακός στόχος για αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,8% στο Β΄ εξάμηνο του 2017.

«Θεωρώ ότι για την επόμενη πενταετία, δηλαδή στο διάστημα 2018- 2022, η Ελλάδα θα έχει ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης που δεν θα ξεπερνούν το 1,9% αύξησης στο ΑΕΠ κι΄ αυτό γιατι η χώρα έχει πολλές και μεγάλες δομικές αδυναμίες και πολλά προβλήματα στο τραπεζικό της σύστημα», υποστήριξε η κ. Hoey.

Για αυτό το λόγο, εξήγησε η ομιλήτρια και, παρά τα όσα επιδιώκει ο κ. Τσακαλώτος για καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, καθαρή έξοδος δεν θα υπάρξει γιατί η χώρα, το πιθανότερο είναι, να παραμείνει συνδεδεμένη σε μία πιστωτική γραμμή υποστήριξης που θα συνδιάζεται με προγράμματα αυστηρής παρακολούθησης της οικονομίας.

Και θα παραμείνει η Ελλάδα συνδεδεμένη με μία τέτοια γραμμή πίστωσης, γιατί η χρηματοδότηση της χώρας από την διεθνή αγορά θα είναι πολύ ακριβότερη, με πολύ υψηλότερα επιτόκια.

Η κ. Hoey μίλησε για «τεράστιο ελληνικό χρέος» που φτάνει στο 180% του ΑΕΠ, το οποίο όμως δεν βλέπει να μειώνεται άμεσα. Περιγράφοντας ένα μάλλον γκρίζο οικονομικό παρόν για την Ελλάδα, η Joan Hoey είπε ότι θα είναι πολύ δύσκολο για την χώρα μας να καταστεί ανταγωνιστική μέσα στην Ευρωζώνη, ενώ μία υποτίμηση του νομίσματος, κάτι που φυσικά προϋποθέτει έξοδο από το ευρώ, θα έδινε στην ελληνική οικονομία χώρο για να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί.

Απαντώντας στο εύλογο ερώτημα, γιατί η ελληνική περίπτωση είναι τόσο διαφορετική από την επιτυχημένη κυπριακή, εκτίμησε ότι τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής δεν απέδωσαν γιατί αρχικά τα μέτρα ήταν εξαιρετικά σκληρά με πολύ αρνητικές επιπτώσεις.