Skip to main content

ΥΠΟΙΚ: Τα μεταφερόμενα διαθέσιμα των φορέων βελτιώνουν τη ρευστότητα

Νωρίτερα, ο τομεάρχης Οικονομικών της ΝΔ, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι προβαίνει σε «υποχρεωτικό "σκούπισμα" των ταμειακών διαθεσίμων».

Τα μεταφερόμενα διαθέσιμα κεφάλαια των φορέων παραμένουν στη διάθεση τους εφόσον προκύψουν έκτακτες ανάγκες, απαντά το υπουργείο Οικονομικών στον τομεάρχη Οικονομικών της ΝΔ, Χρήστο Σταϊκούρα, ο οποίος κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι προβαίνει σε «υποχρεωτικό "σκούπισμα" των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων της γενικής κυβέρνησης», καθώς και σε «εσωτερική στάση πληρωμών».

«Σε σχέση με την κεντρική διαχείριση των διαθεσίμων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εν λόγω πρακτική ξεκίνησε επί των ημερών του κυρίου Σταϊκούρα εν έτει 2014, όταν και δημιουργήθηκε το νομικό πλαίσιο που διέπει την σύναψη repos μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) με τους ν.4254/2014  και ν.4250/2014. Μάλιστα, η πρακτική αυτή έλαβε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι το συνολικό ύψος του βραχυπρόθεσμου δανεισμού μέσω repos ανήλθε σε 8,6 δισ. στο τέλος του 2014, ενώ ήταν μηδενικό στο τέλος του 2013. Ως εκ τούτου, το μεγαλύτερο μέρος της υπό κεντρική διαχείριση ρευστότητας της Γενικής Κυβέρνησης ήταν ήδη υπό κεντρική διαχείριση επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης.

Η δε υποχρεωτική μεταφορά των διαθεσίμων που θεσμοθετήθηκε με την από 20/04/2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου απλώς διεύρυνε και συστηματοποίησε έναν μηχανισμό ο οποίος ήδη υφίστατο και λειτουργούσε. Ιδίως σε ότι αφορά στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η προαναφερθείσα Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου δεν περιέχει καμία σχετική εξαίρεση, αντιθέτως δε αναφέρει ρητά ότι η υποχρέωση μεταφοράς των διαθεσίμων ισχύει και για τους εν λόγω Οργανισμούς, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης ή διαδικασίας.

Η μοναδική εξαίρεση, η οποία θεσμοθετήθηκε με το Άρθρο 37 του ν.4325/2015, αναφέρεται σε ορισμένα ρητώς κατονομαζόμενα αντισταθμιστικά τέλη που εισπράττονται από τους Ο.Τ.Α., όχι όμως και στα πλεονάζοντα διαθέσιμά τους εν γένει. Τέλος, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η κεντρική διαχείριση διαθεσίμων είναι πράγματι κατ’ αρχάς επιθυμητή στον βαθμό που δεν στερεί ρευστότητα από την πραγματική οικονομία.

Στην προκειμένη περίπτωση, η σύνδεση μεταξύ της διαχείρισης διαθεσίμων και των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων είναι απολύτως λανθασμένη, καθώς η υποχρέωση μεταφοράς αναφέρεται μόνο στα πλεονάζοντα διαθέσιμα των φορέων, εξαιρούνται δε ρητά τα κεφάλαια που απαιτούνται για την κάλυψη βραχυπρόθεσμων ταμειακών αναγκών.

Επιπλέον, τα εν λόγω μεταφερόμενα κεφάλαια παραμένουν στην διάθεση των φορέων σε περίπτωση που ανακύψουν έκτακτες ανάγκες. Επομένως, ο σκοπός συνίσταται στην αποτελεσματική αξιοποίηση των αδρανών διαθεσίμων, η οποία οδηγεί, μέσω της δυνατότητας ορθολογικότερου ταμειακού προγραμματισμού, μάλλον στη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στην πραγματική οικονομία παρά στην επιδείνωσή τους.