Skip to main content

Οι προοπτικές για να γίνει ενεργειακός «κόμβος» η Ελλάδα

Μεγάλη το κοίτασμα στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα όμως το «ακουμπά», μόνον εάν προκηρύξει την ΑΟΖ της εφαπτόμενη με την αντίστοιχη της Αιγύπτου.

Ενδιαφέροντα ήταν τα συμπεράσματα του Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα μεταξύ Ελλάδας - Κύρπου - Ισραήλ, με αντικείμενο τις δυνατότητες συνεργασίας των τριών χωρών σε θέματα ενέργειας.

Να σημειώσω εκ των προτέρων, ότι κανένα σενάριο δεν μπορεί να καταλήξει σε αίσιο τέλος, εάν η τιμή του πετρελαίου δεν σταθεροποιηθεί πάνω από τα 65 δολάρια, με ανάλογη και την τιμή του αερίου, και με την βεβαιότητα ότι θα είναι μικρός ο κίνδυνος υποχώρησής της. Αυτό συμβαίνει, όταν τα κοιτάσματα βρίσκονται στην θάλασσα και μάλιστα σε μεγάλο βάθος, όπως με τα Οικόπεδα των τριών χωρών (συν της Αιγύπτου, που πρέπει να συμπεριληφθεί κι αυτή σε μια συνεργασία).

Όπως επίσης, δεν είναι μόνον τρεις οι εναλλακτικές οδοί, τις οποίες εξετάζει το Ισραήλ για την εξαγωγή του φυσικού αερίου, οι δύο με ενδιάμεσο σταθμό την Ελλάδα, όπως ανέφερε ο υπουργός Υποδομών, Ενέργειας και Υδάτινων Αποθεμάτων του Ισραήλ Yuval Steinitz μιλώντας εχθές το πρωί στο ενεργειακό συνέδριο.

Συγκεκριμένα, ο Ισραηλινός υπουργός ανέφερε ότι οι τρεις εναλλακτικές επιλογές που εξετάζει η χώρα του, περιλαμβάνουν την διοχέτευση του αερίου με αγωγό μέσω Τουρκίας και Ελλάδας προς την Ιταλία, η δεύτερη την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού Ισραήλ - Κύπρου - Ελλάδας με τελικό προορισμό τα Βαλκάνια και την Ιταλία, και η τρίτη την εξαγωγή του προς Αίγυπτο για τη μετατροπή του σε υγροποιημένη μορφή και την επανεξαγωγή του.

Κατ’ αρχάς, λησμόνησε να αναφέρει, πως στην ισραηλινή Κνεσέτ συζητήθηκε, και μάλιστα με ευνοϊκά σχόλια, η αποφυγή εμπλοκής με αγωγούς προς την Ευρώπη, που αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, αφού ήδη έχουν συζητήσει να διοχετεύσουν το αέριο προς την Ιορδανία και την εσωτερική κατανάλωση. Άλλωστε, έχει ληφθεί απόφαση, μέρος μόνον της ποσότητας των κοιτασμάτων του να είναι προς εξαγωγή.

Ο κ. Steinitz, ουσιαστικώς τάχθηκε υπέρ της υλοποίησης δυο οδεύσεων για την εξαγωγή του φυσικού αερίου. Η μία οδός είναι αυτή που εξαρχής υποστηρίζω πως έχει ελάχιστες πιθανότητες υλοποίησής της -παρά την μέγιστη αισιοδοξία του κ. Μανιάτη-, αφενός λόγω του κόστους κατασκευής του αγωγού, αφετέρου λόγω της μη επαρκούς ασφάλειας. Πρόκειται για έναν υποθαλάσσιο αγωγό (East MED), την κατασκευή του οποίου προωθούν η Ελλάδα και η Ε.Ε. Ο Ισραηλινός υπουργός είπε ότι μπορεί σε αυτήν τη φάση το εγχείρημα να φαίνεται πολύ ακριβό, αλλά εφόσον υπάρξουν νέες ανακαλύψεις κοιτασμάτων μπορεί να αποδειχθεί οικονομικό.

Είναι αλήθεια, πως σύμφωνα με εκτιμήσεις, επί τη βάσει νέων σεισμικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή -αλλά και με την εύρεση τεράστιου κοιτάσματος από την Αίγυπτο- και καθώς το μεγαλύτερο μέρος των κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί, τα πιθανά αποθέματα προσδιορίζονται σε 10 τρισ. κυβικά μέτρα.

Μεγάλες ποσότητες, στις οποίες η Ελλάδα όμως «ακουμπά», μόνον εάν προκηρύξει την ΑΟΖ της εφαπτόμενη με την αντίστοιχη της Αιγύπτου, κάτι που δεν φαίνεται πιθανό.

Να σημειωθεί επίσης, ότι υπάρχει και συμμετοχή μιας ελληνικής εταιρίας, της Energean, στον τομέα της έρευνας και εκμετάλλευσης του Ισραήλ.

Η δεύτερη οδός που έχει το Ισραήλ, είναι μέσω Τουρκίας προς Ευρώπη, φθηνότερη λύση, αλλά η Τουρκία του Ερντογάν δεν προσφέρεται για ειλικρινή συνεργασία. Εκείνο που πρέπει όμως να ειπωθεί, είναι πως υποστηρίζεται -κι εγώ ήμουν μεταξύ των υποστηρικτών- ότι η οδός προς την Τουρκία, προϋποθέτει την σύμφωνη γνώμη της Κύπρου. Όμως, φαίνεται πως αυτό δεν είναι απαραίτητο, επειδή, όπως υποστηρίζουν ξένοι ειδικοί, ο αγωγός δε θα καταπατά κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, άρα δεν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της. Γι’ αυτό και συνεχίζονται οι συζητήσεις μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας. Αυτήν την περίπτωση δεν μπορώ να την κρίνω, λόγω μη ειδίκευσης, αλλά φαίνεται πως έχει υποστηρικτές στη διεθνή κοινότητα.

Πριν φτάσουμε όμως στους αγωγούς αερίου, ας ξεκινήσει η ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ - Κύπρου - Ελλάδας, για την οποία συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις. Ας μη μείνουμε μόνον σ’ αυτές.