Skip to main content

Τρεις συν μία προϋποθέσεις για να αυξηθεί ο τουρισμός στη Θεσσαλονίκη

Η «πύρρειος νίκη» της Θεσσαλονίκης: Οι επισκέπτες είναι ικανοποιημένοι από την εμπειρία τους στην πόλη, αλλά παραμένουν ανησυχητικά λίγοι...

του Γιώργου Δώρα

Ικανοποιημένοι είναι οι τουρίστες που επισκέπτονται τη Θεσσαλονίκη από την ατμόσφαιρα και το περιβάλλον της πόλης. Τουλάχιστον πολύ πιο ικανοποιημένοι απ’ όσο ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Η έρευνα της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης δείχνει ότι οι επισκέπτες της πόλης απολαμβάνουν την Παραλία, το λευκό Πύργο, τα μπαρ, τα καφέ, τα εστιατόρια και τα εμπορικά καταστήματα. Αρκετοί επισημαίνουν και τη σημασία των μνημείων και των ιστορικών χώρων. Σχεδόν κανείς δεν αναφέρεται –ίσως διότι δεν ρωτήθηκε- για τις κοντινές περιοχές που είναι απόλυτα και εύκολα προσεγγίσιμες, όπως ο Όλυμπος, η Πέλλα, η Βεργίνα, η Χαλκιδική, ακόμη και η Αμφίπολη.

Καλά είναι αυτά τα στοιχεία για τη Θεσσαλονίκη, την εικόνα και τις προοπτικές της. Μόνο που δεν φτάνουν. Πρόκειται για «πύρρειο νίκη». Οι επισκέπτες της πόλης είναι ευχαριστημένοι και πρόθυμα θα μεταφέρουν τις καλές τους εντυπώσεις στους φίλους και τους γνωστούς τους στην πατρίδα, αλλά είναι λίγοι. Το γνωρίζουν καλά αυτό οι άνθρωποι του ιστορικού κέντρου, από το οποίο περνάει σχεδόν υποχρεωτικά όποιος φτάνει για πρώτη φορά στην πόλη. Το ξέρουν ακόμη καλύτερα οι επαγγελματίες που εμπορεύονται τα αναμνηστικά και τα σουβενίρ, καθώς καταγράφουν καθημερινά την επισκεψιμότητα των ξένων στην πόλη.

Χωρίς αμφιβολία τα τελευταία χρόνια ο δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης έδωσε έναν αέρα εξωστρέφειας στη Θεσσαλονίκη, που από τη διακυβέρνηση Παπαγεωργόπουλου και πίσω είχε καταντήσει φοβική πόλη. Μόνο που κι αυτό το ελληνικό θαύμα κράτησε «τρεις μέρες». Όπως όλα τα θαύματα που στερούνται βάσεως, προγραμματισμού και σκληρής εργασίας. Διότι η άνοδος των επισκεπτών στη Θεσσαλονίκη οφείλεται στον Γ. Μπουτάρη, στην κινητικότητα της Ένωσης Ξενοδόχων και σε πρωτοβουλίες του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου. Διότι η προσέγγιση του τουρισμού στη Θεσσαλονίκη παραμένει ενοχλητικά αποσπασματική. Ούτε ο ΕΟΤ, ούτε ο «περίφημος» Οργανισμός για την Τουριστική Προώθησης και το Μάρκετινγκ της Θεσσαλονίκης παράγουν αποτελέσματα. Ακριβέστερα: δεν κάνουν, καν, κινήσεις για να δικαιολογήσουν το ενδιαφέρον τους για τη Θεσσαλονίκη ο μεν, την ύπαρξή του ο δε. Σκληρές διαπιστώσεις, αλλά απολύτως συμβατές με την πραγματικότητα.

Η Θεσσαλονίκη σε πολλά επίπεδα κινείται με οδηγούς την ιστορία και τη γεωγραφία. Κανονική πόλη από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε πριν από 23 αιώνες, βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο, ικανό να δικαιολογήσει δύο βαλκανικούς πολέμους. Κάπως έτσι την ονειρεύονται, την καταλαβαίνουν –και την επισκέπτονται- οι Βαλκάνιοι, οι Τούρκοι και οι Εβραίοι. Διότι μακρύτερα η Θεσσαλονίκη είναι άγνωστη.

Καλώς ή κακώς η ζωή προχωράει και οι καταστάσεις μεταλλάσσονται. Η ανθρώπινη παρέμβαση είναι σήμερα πιο παρεμβατική από ποτέ. Από το αστικό περιβάλλον μέχρι τη φήμη ενός τόπου υπεύθυνοι είναι κάποιοι άνθρωποι, που οργανώνουν και διαφημίζουν. Δε γίνεται αλλιώς. Για να αυξήσει τον τουρισμό και τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που συνεπάγεται κάτι τέτοιο η Θεσσαλονίκη χρειάζεται έναν μάνατζερ, τον οποίο κανένας δεν αναζητά. Χρειάζεται, επίσης, τη συνεργασία των φορέων της, που κανείς δεν επιδιώκει. Χρειάζεται, ακόμη, τη βελτίωση της νοοτροπίας των πολιτών της, με την οποία κανείς δεν ασχολείται. Χρειάζεται φυσικά και μια τουριστική ταυτότητα, που δεν έχει και μάλλον δεν θα αποκτήσει στο άμεσο μέλλον, αφού δεν συντρέχουν όλα τα προηγούμενα.

Συμπέρασμα: οι τουρίστες που θα φτάνουν στη Θεσσαλονίκη θα εξακολουθήσουν να είναι ικανοποιημένοι από αυτά που βλέπουν και αισθάνονται. Στη συνείδησή τους η εμπειρία της πόλης θα είναι θετική. Μόνο που θα παραμένουν αριθμητικά λίγοι, ενώ οι προοπτικές για πολύ περισσότερους θα εξακολουθήσουν να είναι ρεαλιστικές, αλλά –ταυτόχρονα- αναξιοποίητες.