Skip to main content

Είδος προς εξαφάνιση το τοπικό εμπόριο στη Θεσσαλονίκη

Το πιθανότερο σενάριο είναι σε λίγα χρόνια η Θεσσαλονίκη να παραμένει πόλη ενός εμπορίου, το οποίο δεν θα έχει κανένα τοπικό χρώμα

Η Θεσσαλονίκη έχει παράδοση αιώνων ως πόλη του εμπορίου και των υπηρεσιών, αλλά ως φαίνεται είναι μοιραίο κι αυτή να σβήσει, όπως ο κοσμοπολιτισμός της πρωτεύουσας του ελληνικού Βορρά που περιορίστηκε αισθητά με την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό το 1912 και εξαφανίστηκε τελείως μετά τη γενοκτονία των Εβραίων της πόλης από τους Ναζί την περίοδο της Κατοχής. Ήδη τα σημάδια είναι ανησυχητικά για το εμπόριο της πόλης, το οποίο στηρίζεται από την ιστορία και τη γεωγραφία, αφού οι Βαλκάνιοι γείτονες καταναλωτές ψωνίζουν ακόμη στο κέντρο και τα εμπορικά συγκροτήματα των πέριξ.

Ο εμπορικός κόσμος, όμως, δε δείχνει ούτε διάθεση, ούτε δυνατότητα να διατηρηθεί στην πρωτοπορία των οικονομικών εξελίξεων στην περιοχή. Με αυτά τα δεδομένα το πιθανότερο σενάριο είναι σε λίγα χρόνια -και με δεδομένο ότι η οικονομία της χώρας θα ανακάμψει- η Θεσσαλονίκη να παραμένει πόλη ενός εμπορίου, το οποίο δεν θα έχει κανένα τοπικό χρώμα. Μόνο ίσως η αρχιτεκτονική, η «βαριά» γλώσσα στους δρόμους, οι καφέδες στα πεζοδρόμια και οι εργαζόμενοι, θα δίνουν μια αύρα Θεσσαλονίκης στην αγορά.   

Σημειώστε τα ακόλουθα:

- Πρώτον, στους βασικούς εμπορικούς θύλακες της Θεσσαλονίκης –ιστορικό κέντρο, Mediterranean Cosmos, One Salonica, Mega Outlet, Florida I (IKEA), Florida II (Apollonia Politia)- κυριαρχούν σήμερα σε ποσοστό άνω του 80% είτε ξένες, πολυεθνικές αλυσίδες, είτε μεγάλα πολυκαταστήματα. Το τοπικό εμπόριο έχει συρρικνωθεί πολύ σε παράπλευρους δρόμους και δρομάκια χωρίς αντίσταση. Η πορεία του είναι διαρκώς μειούμενη, καθώς οι έμποροι της Θεσσαλονίκη δείχνουν εδώ και αρκετά χρόνια αδυναμία να προσαρμοστούν στις νέες καταστάσεις και να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις. Ίσως κάτι τέτοιο να μην είναι καν εφικτό, αφού τόσο οι εμπορικές δραστηριότητες, όσο και οι καταναλωτικές συνήθειες υπακούουν, πλέον, στους διεθνείς κανόνες του κόσμου της παγκοσμιοποίησης.

- Δεύτερον, σε κάθε νέα εξέλιξη που αφορά τους κανόνες της αγοράς η αντίδραση είναι καθολική. Όταν εδώ και περίπου 3000 χρόνια ο Ηράκλειτος έχει πει πως «τα πάντα ρει», κάποιοι ανάμεσά μας δε θέλουν τίποτε να αλλάξει. Όχι μόνο σε ότι αφορά τους ίδιους –στο κάτω κάτω ο καθένας επιχειρηματίας ρυθμίζει τα του οίκου του-, αλλά και σε ότι αφορά ολόκληρη την αγορά. Κάποτε ενοχλούσε το συνεχές ωράριο, διότι –πώς να το κάνουμε!- η μεσημεριανή σιέστα είναι ιερή! Αύριο - μεθαύριο θα είναι κάτι άλλο.

Στο ενδιάμεσο του χθες και του αύριο, δηλαδή στο σήμερα, το σημείο τριβής είναι πρωτίστως η κυριακάτικη λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων. Για τη δυνατότητα να ανοίγουν τα καταστήματα 30 – 32 Κυριακές το χρόνο που καθιερώθηκε πρόσφατα, ώστε να εξυπηρετούνται οι στόχοι του τουρισμού, υπάρχει σε εξέλιξη κανονικός «πόλεμος» σε πολλά επίπεδα. Κατ’ αρχήν στους δρόμους, όπου κάθε Κυριακή κατεβαίνουν με πλήρεις εξαρτίσεις εμποροϋπάλληλοι, μέλη του ΚΚΕ και αντεξουσιαστές για να εμποδίσουν όσες επιχειρήσεις θέλουν να ανοίξουν. Οι έμποροι, δια του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ως παράγοντες με αστική συμπεριφορά δεν σχηματίζουν μεν ανθρώπινες αλυσίδες, αλλά έχουν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να κηρυχθεί η συγκεκριμένη διάταξη αντισυνταγματική. Οι Κυριακές βλέπετε είναι ιερές! Αν δικαιωθούν θα θριαμβεύσουν. Αν δεν δικαιωθούν θα συνεχίσουν να γκρινιάζουν, να καταγγέλλουν και να αναζητούν πόρτες και παράθυρα στο Σύνταγμα, στο Ευρωπαϊκό δίκαιο, στην παράδοση της χώρας, στα θρησκευτικά αισθήματα, στις κλιματολογικές συνθήκες!

Λες και το εμπόριο είναι κυρίως κανονιστική υπόθεση και όχι ζήτημα της αγοράς. Της προσφοράς και της ζήτησης, δηλαδή του ανταγωνισμού. «Φέρτε μας τουρίστες και μάλιστα πλούσιους, που αποδεδειγμένα θα ξοδεύουν κι εμείς θα ανοίξουμε τα καταστήματά μας τις Κυριακές και τις αργίες» λένε, αποδεικνύοντας μια νοοτροπία «σιγουριάς του δημοσίου». Λες και η επιχειρηματικότητα -όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι- θα πάψει να αποτελεί κάτι προσωπικό, κουραστικό και ριψοκίνδυνο και θα περιοριστεί στα όρια της διεκπεραίωσης. Με κάποιους δεδομένους καταναλωτές να ψωνίζουν ότι και όπως θέλουν τα μαγαζιά και κάποιους επίσης δεδομένους εμπόρους να εισπράττουν εν ονόματι και μόνο της εμπορικής τους ιδιότητας.

- Τρίτον, πώς να εξηγήσει κανείς τις αντιδράσεις των μικρών για την τοποθέτηση των POS; Αν σκεφτεί ότι όσοι δεν θέλουν τα μηχανάκια το κάνουν μόνο για τη δυνατότητα φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και φοροκλοπής, άρα και για τη δυνατότητα άσκησης αθέμιτου ανταγωνισμού, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί άδικος. Αλλά τι άλλο μπορεί να ισχύει; Η προμήθεια για τη χρήση του POS είναι μικρή, στη συντριπτική πλειοψηφία των προϊόντων μπορεί να ενσωματωθεί στην τιμή κι επειδή είναι λίγο πολύ ίδια για όλους δεν θα επηρεάσει τον ανταγωνισμό. Όσο για τα χρέη προς τις τράπεζες, το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, που έχουν ως αποτέλεσμα τη δέσμευση λογαριασμών, είναι βέβαιο ότι αποτελούν κομμάτι της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εννοείται πως υπό φυσιολογικές συνθήκες όποιος έχει οφειλές –ανεξαρτήτως των λόγων που χρωστάει, αλλά και το σε ποιους χρωστάει- βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου, ο οποίος είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του. Μόνο που στην Ελλάδα –όχι μόνο στα χρόνια της κρίσης, αλλά και στα παλαιότερα χρόνια της ανάπτυξης- το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα γέρνει πάντα στη μεριά αυτού που χρωστάει και δεν πληρώνει, επειδή θεωρείται a priori αδύναμος, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις περιμένει τη ρύθμιση, της ρύθμισης, ω ρύθμιση!

Με αυτά τα δεδομένα, αλλά και την σωρευμένη κόπωση από τα πολλά χρόνια της ύφεσης και την καταναλωτικής μιζέριας, το εμπόριο της Θεσσαλονίκης, αυτό που ασκείται από μεμονωμένους, παραδοσιακούς επιχειρηματίες υποχωρεί συνεχώς. Φυσικά πάντα θα υπάρχουν οι survivors, αυτοί που θα καταφέρνουν να επιβιώνουν και ορισμένοι θα αναπτύσσονται. Θα είναι, όμως, διαρκώς λιγότεροι και στο τέλος θα καταλήξουν οι εξαιρέσεις που θα επιβεβαιώνουν τον αντίθετο κανόνα.