Skip to main content

H μεγάλη αναπηρία της Θεσσαλονίκης και της Βορείου Ελλάδος

Thessaloniki Summit: O καθηγητής γεωπολιτικής στη Σορβόνη Γιώργος Πρεβελάκης έθεσε το πρόβλημα με κομψό και ταυτόχρονα ωμό τρόπο.

Πολύ συχνά η ματιά που μας έρχεται από μακριά είναι σωστή για δύο βασικούς λόγους. Κατ’ αρχήν η απόσταση βοηθάει στη θέαση της συνολικής εικόνας. Επιπροσθέτως εξασφαλίζει συναισθηματική ουδετερότητα, άρα ψυχραιμία, ρεαλισμό και αντικειμενικότητα, όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατό. Όταν, μάλιστα, όλα αυτά συνοδεύονται από επιστημοσύνη, δηλαδή τεχνοκρατική και ακαδημαϊκή επάρκεια, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέροντα. Όχι απαραιτήτως αρεστά, ούτε όμως και δυσάρεστα με το ζόρι. Εξαρτάται από την οπτική γωνία που βλέπει κανείς τα πράγματα.

Στη χθεσινή του παρουσίαση στο Thessaloniki Summit o καθηγητής γεωπολιτικής στη Σορβόνη του Παρισιού Γιώργος Πρεβελάκης ήταν αποκαλυπτικός. Χωρίς να του το ζητήσει κανείς, έχοντας μόνο οδηγό τις γνώσεις, την εμπειρία και τη συνείδησή του έθεσε με κομψό και ταυτόχρονα ωμό τρόπο τη μεγάλη αναπηρία της Θεσσαλονίκης και της Βορείου Ελλάδος. Την απουσία των ελίτ –οικονομικών, επιχειρηματικών, πολιτικών, πνευματικών-, οι οποίες θα πάρουν την περιοχή στις «πλάτες» τους και θα την οδηγήσουν μπροστά, επ’ ωφελεία της κοινωνίας. Ο κ. Πρεβελάκης μιλώντας για τις αναπτυξιακές προοπτικές της περιοχής –λόγω επιστημονικής ειδικότητος αξιοποίησε τους κανόνες της στρατηγικής και ενέταξε τις εξελίξεις σε διεθνές πλαίσιο- ήταν σαφής: η Βόρεια Ελλάδα έχει σαφή ανταγωνιστή το κέντρο της χώρας και η περιοχή θα αναπτυχθεί επί της ουσίας μόνο όταν αφυπνιστούν οι ντόπιες δυνάμεις, καθώς από την κεντρική διοίκηση δεν έχει να περιμένει και πολλά. Κι επειδή ο καθηγητής είναι σοβαρός άνθρωπος δε συνδέει καθόλου αυτά που πιστεύει με τη συγκυρία και τα παραδείγματα τύπου Καταλονίας, αλλά τα τοποθετεί στο πλαίσιο της λειτουργίας του ελληνικού κράτους, για το οποίο όλοι γνωρίζουμε και βιώνουμε ότι είναι ασφυκτικά συγκεντρωτικό. Για την ακρίβεια απεχθάνεται την αποκέντρωση. Ακόμη και πέρα από τις προθέσεις των πολιτικών –αν και η πολιτική βούληση είναι κρίσιμο μέγεθος στη συγκεκριμένη εξίσωση- ο μηχανισμός είναι δομημένος με κέντρο και επίκεντρο την πρωτεύουσα. Κάτι που συνέβαινε στις δεκαετίες από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης –δηλαδή στο μεσοπόλεμο-, διατηρήθηκε στις δεκαετίες μετά την απελευθέρωση και εξακολουθεί επί της ουσίας μέχρι σήμερα, φυσικά με διαφορετικό –ενδεχομένως ηπιότερο- τρόπο. Άλλωστε η ζωή προχωράει και η τεχνολογία έχει εκτινάξει τις εξελίξεις πολύ μακρύτερα ακόμη και από την πιο οργιώδη φαντασία.

Τα τελευταία 20 – 25 χρόνια σε αρκετές περιπτώσεις υπουργοί διαφορετικών κυβερνήσεων και διαφορετικών πρωθυπουργών έχουν εξομολογηθεί σε δημοσιογράφους, ότι οι εκπρόσωποι των φορέων της Θεσσαλονίκης χρησιμοποιούν διπλή γλώσσα. Είναι πιο επιθετικοί, όταν εξηγούν στο τοπικό ακροατήριο τι ζητούν από την Αθήνα και είναι πιο διαλλακτικοί στις επισκέψεις τους στα υπουργικά γραφεία. Μια στάση κατανοητή ως ένα βαθμό, αφού οφείλουν αφενός να προβάλλουν μαχητικότητα και αφετέρου να διαπραγματευτούν για να λύσουν προβλήματα και να προωθήσουν εκκρεμή ζητήματα.

Πέρα απ’ όλα αυτά ο καθηγητής Πρεβελάκης είπε με τον τρόπο του κάτι απλό. Ακόμη και στα θέματα της τοπικής ανάπτυξης πρέπει να βρεθούν τοπικά κεφάλαια. Όχι μόνο για τις ιδιωτικές επενδύσεις, αλλά και για κινήσεις με οικονομικό αντικείμενο ευρύτερης σημασίας και γενικότερου ενδιαφέροντος. Δε γίνεται μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα, αν πραγματικά θέλουμε να γίνει η δουλειά. Εννοείται ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά σε σχέση με την Αθήνα και η διαρκής επίκληση του τι έγινε εκεί δεν ωφελεί. Εν προκειμένω η λογική της ισότητας και των ίσων ευκαιριών για όλες τις περιοχές της χώρας δεν ισχύει και τα σχετικά επιχειρήματα είναι προσχηματικά για να θολώσουν τα νερά. Είτε το αντιλαμβάνεται κανείς, είτε όχι η γεωγραφία καθορίζει οικονομικές εξελίξεις, θετικές και αρνητικές. Άρα –σύμφωνα με την ανάλυση του κ. Πρεβελάκη- πρέπει να ανοίξουν τα «πορτοφόλια» της περιοχής. Όχι κατ’ ανάγκην τα ιδιωτικά λεφτά, που δύσκολα τα προσφέρει κανείς για δουλειές ευρύτερου συμφέροντος, αλλά σίγουρα ο τρόπος σκέψης και δράσης. Να δημιουργηθούν τοπικές αναπτυξιακές δομές –εδώ έχουν θέση τα ιδιωτικά λεφτά, διότι θα αποδώσουν- που θα αναζητήσουν λύσεις πέραν της πρωτευούσης. Η περιφερειακή δομή, λογική και πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευνοεί, αρκεί οι κινήσεις να είναι… αρχοντικές. Διότι αιτήματα του τύπου «δώσε μου τα λεφτά σου ή χάρισε μου τη γη σου για να γίνω μάγκας εγώ» είναι χρεοκοπημένα πριν καν διατυπωθούν. Κι αν κάποιες φορές ο κανόνας αυτός έχει διαψευστεί, δεν είναι παρά οι εξαιρέσεις. Δυστυχώς, όμως, η ζωή, η οικονομία, η κοινωνία προχωρούν κατά βάσιν με τους κανόνες, ακόμη κι αν επικαλούνται και υπογραμμίζουν τις εξαιρέσεις, αφού πάντα το διαφορετικό εντυπωσιάζει, συνήθως προσωρινά.

Η Θεσσαλονίκη και η Βόρεια Ελλάδα έχουν μεγάλες προοπτικές, αλλά –όπως έδειξε και η έρευνα του ΣΒΒΕ και της ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ για την αποβιομηχάνιση που παρουσιάστηκε στην πρώτη ημέρα του Thessaloniki Summit- βιώνει δραματικές καταστάσεις, κάτι που ξεκίνησε όχι τα χρόνια της ύφεσης, αλλά πολύ πριν το 2010. Το «κλειδί» της λύσης –ή τουλάχιστον ένα από τα «κλειδιά»- βρίσκεται στα χέρια των ελίτ, που οφείλουν να διατυπώσουν το δικό τους σχέδιο, με τα χαρακτηριστικά που «κουμπώνουν» στην περιοχή και να το υποστηρίξουν σθεναρά και επίμονα. Αυτό οφείλουν, είναι ας πούμε το δέον. Εάν μπορούν είναι άλλη ιστορία. Βλέπετε η τεχνολογία και οι ευκολίες της εποχής επιτρέπουν σε διακεκριμένους Θεσσαλονικείς –αυτό που λέμε ελίτ- να ζουν ή να πηγαινοέρχονται μία, δύο ή και τρεις φορές την εβδομάδα στην Αθήνα –ακόμη και στο εξωτερικό. Αυτό συντελεί στο να διαφοροποιήσουν τη ματιά τους στα πράγματα, να αλλάξουν τις προτεραιότητές τους και τελικά να προσαρμόσουν τη σκέψη τους περισσότερο σε αυτό που βλέπουν εφικτό, στο πλαίσιο μικροσυμφερόντων, παρά σε κάτι που ενδεχομένως να απαιτεί υπερβάσεις.