Skip to main content

Η Ξάνθη πληρώνει μέσω Βουλγαρίας την ηθικολογία των καλλιτεχνών

Οι δύο λόγοι για τους οποίους συζητήθηκε τόσο εκτενώς η αποκάλυψη ότι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου για συναυλία του στην Ξάνθη πληρώθηκε μέσω Βουλγαρίας

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είναι ένας πολύ γνωστός Έλληνας τραγουδιστής, ο οποίος βρίσκεται στην καυτή επικαιρότητα επί δεκαετίες. Τα τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες είναι δεκάδες, οι δίσκοι που έχει πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες και οι ακροατές των συναυλιών του εκατομμύρια. Επιπροσθέτως, είναι γνωστός για τις προοδευτικές, τις αριστερές του πεποιθήσεις, τις οποίες εκφράζει τόσο μέσα από τα τραγούδια του, όσο και μέσα από τις δηλώσεις του. Ταυτόχρονα ζει κι εργάζεται σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς και Ενωμένης Ευρώπης και άρα έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει όλα τα «κόλπα» του καπιταλισμού για να πουλήσει περισσότερο και να πληρώσει λιγότερους φόρους. Με αυτά τα δεδομένα είναι άξιο απορίας γιατί συζητήθηκε τόσο εκτενώς η αποκάλυψη ότι για μια συναυλία του στην Ξάνθη πληρώθηκε μέσω Βουλγαρίας. Μάλλον για δύο λόγους:

Πρώτον, διότι εργοδότης του ήταν ένας δημόσιος φορέας και δεύτερον, διότι ως καλλιτέχνης –πολύ περισσότερο ως καλλιτέχνης αριστερών πεποιθήσεων- υποτίθεται ότι διαθέτει ηθικό πλεονέκτημα έναντι της αγοράς. Έναντι των επιχειρηματιών, των επαγγελματιών και των εργαζομένων, οι οποίοι στην Ελλάδα είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσπαθούν να αποφύγουν τη φορολογία. Γι’ αυτό πλήρωσε το μάρμαρο με την αρνητική δημοσιότητα της περασμένης εβδομάδας ο συμπαθής Παπακωνσταντίνου. Βέβαια, όσοι γνωρίζουν εκ των έσω τον κόσμο της τέχνης και της καλλιτεχνίας ορκίζονται ότι οι επιχειρηματικοί κανόνες είναι ίδιοι, όπως παντού, μάλλον προς το σκληρότερο. Τα φέρνεις, τα παίρνεις. Ομοίως, ανάλογες είναι οι σχέσεις εργαζομένων και εργοδοτών, αλλά και η διάθεση φοροαποφυγής. Κοινό μυστικό είναι, άλλωστε, ότι στο πεδίο του ελληνικού τραγουδιού, όπου κυριαρχούν οι τραγουδιστές της γιγαντοαφίσας και των εξωφύλλων, οι οποίοι εμφανίζονται τα βράδια σε κέντρα και συναυλίες, το πάρτι της φοροδιαφυγής είναι ατελείωτο. Μια μόνο ματιά στα περιουσιακά στοιχεία των πρώτων ονομάτων του τραγουδιού –εμπορικών και ποιοτικών, παλαιότερων και νεότερων- και η σύγκριση με τις φορολογικές τους δηλώσεις αποδεικνύει την ύπαρξη αδήλωτων εισοδημάτων, που διακινούνται σε φακέλους, μέσω εταιριών, μέσω off shore εταιριών, μέσω μάνατζερς και άλλων μεσαζόντων.

Οι πρακτικές αυτές είναι γενικευμένες και στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η δημιουργία μιας εταιρείας στη Βουλγαρία. Όπου οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Σε κάθε περίπτωση δεν συγκρίνονται με τους φόρους του ελληνικού κράτους, που είναι από τους υψηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.  

Συμπέρασμα: ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου δεν «πληρώνει» μια πρακτική που εφαρμόζουν πολλοί Έλληνες και για την οποία ο ίδιος ίσως –λέμε ίσως- να μη γνώριζε τίποτα. Αν «πληρώνει» κάτι με την αρνητική δημοσιότητα είναι η ηθικολογία την οποία του χρεώνουν –στο βαθμό που του χρεώνουν – στα τραγούδια και στις δηλώσεις του. Και δεν είναι ο μόνος. Ο γνωστός και επιτυχημένος ηθοποιός Λάκης Λαζόπουλος, σχολιαστής των πάντων και επικριτής των πάντων, εκτός των πολιτικών του φίλων, καταγγέλλει κάποιους για την οικονομική καταστροφή της Ελλάδας, αλλά ψελλίζει δικαιολογίες όταν άλλοι αποκαλύπτουν τις καταθέσεις του στο εξωτερικό, τις οποίες πιθανότατα κατέχει νομίμως. Δυσκολεύεται, όμως, διότι χωρίς την επίκληση –άμεση ή έμμεση- του ηθικού πλεονεκτήματος τα λόγια του ακούγονται κούφια και το ξέρει. Ο ίδιος και όλοι όσοι κουνούν το δάχτυλό τους στην κοινωνία –ακόμη και εν ονόματι της τέχνης- οφείλουν να γνωρίζουν την παροιμία για τη γυναίκα του καίσαρα, που οφείλει και να φαίνεται και να είναι τίμια. Αλλιώς η υπόθεση μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ. Για να δικαιωθεί και ο Σαββόπουλος που στις δημιουργικές του εποχές έγραψε ότι «στα ρεζιλίκια μας τοκίζοντας ποτέ κανείς δε χάνει».