Skip to main content

Η Βόρεια Ελλάδα στην αιχμή του αγροδιατροφικού τομέα της παραγωγής

Επανέρχονται θέματα που δεν υπήρχαν στην ατζέντα μιας κοινωνίας η οποία προσπάθησε για πολύ καιρό να αποτινάξει από πάνω της τη σκόνη από το χωράφι.

Η ανακοίνωση της υφυπουργού Βιομηχανίας Θεοδώρας Τζάκρη για τη δημιουργία Αγροτικού Επιχειρηματικού Πάρκου στην Πέλλα, σε συνεργασία με την ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ, είναι ένα ακόμη σημάδι ότι καθημερινά όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται τη σημασία του αγροδιατροφικού τομέα για την ελληνική οικονομία. Έστω κι αν για πολλούς το θέμα παραμένει στη θεωρία. Έστω κι αν η ανακοίνωση της κ. Τζάκρη έχει από χωροταξική άποψη έντονα μικροπολιτικό χαρακτήρα, εφόσον αφορά την ιδιαίτερη εκλογική της περιφέρεια. Έστω κι αν στην περιοχή της Πέλλας αντικειμενικά υπάρχει σημαντική αγροδιατροφική δραστηριότητα.

Όλες αυτές οι αναφορές επαναφέρουν στο προσκήνιο θέματα που δεν υπήρχαν στην ατζέντα μιας κοινωνίας που προσπάθησε για πολλά χρόνια να αποτινάξει από επάνω της τη σκόνη από το χωράφι και τη μυρωδιά από το στάβλο.

Όπως φάνηκε με απόλυτο τρόπο στη φετινή Agrotica η αγροτική παραγωγή συνδέεται, πλέον, με πολλούς άλλους τομείς της οικονομίας. Πρώτα πρώτα με τη μεταποίηση. Ειδικά στη Β. Ελλάδα –και ακόμη ειδικότερα στην Κεντρική Μακεδονία- ο τομέας του agrofood είναι κυρίαρχος στη βιομηχανία. Αυτό σημαίνει ότι η καινοτομία από τη γεύση μέχρι τη συσκευασία και η ποιότητα από την πρώτη ύλη μέχρι την παραγωγική διαδικασία είναι σημαντικοί παράγοντες του επιχειρείν. Στο ίδιο πλαίσιο, η σύγχρονη αγροτική παραγωγή, προκειμένου να βελτιώσει τις ποσοτικές και ποιοτικές της επιδόσεις πέρα από τα γεωργικά μηχανήματα, τα λιπάσματα και τις κλασικές καλλιεργητικές μεθόδους αξιοποιεί την πληροφορική και τα σύγχρονα οικολογικά εδαφοβελτιωτικά προϊόντα, ενώ στρατιές γεωπόνων και άλλων ειδικών βοηθούν με τις γνώσεις τους. Ταυτόχρονα, για να πετύχουν καλύτερες τιμές και άρα καλύτερα κοστολόγια για τα προϊόντα τους παραγωγοί και βιομηχανίες χρηματοδοτούνται από τις τράπεζες κι έτσι έχουν σίγουρη και επαρκή ρευστότητα. Με αυτούς τους τρόπους τα τελικά προϊόντα, είτε βρίσκονται στα ράφια των ελληνικών σούπερ μάρκετ, είτε εξάγονται αποκτούν υπεραξία και το κέρδος που αφήνουν συντελεί στην αειφορία του παραγωγικού κύκλου.  

Με άλλα λόγια: η αγροτική οικονομία είναι από μόνη της ένα ολοκληρωμένο σύστημα, ικανό να παράγει πλούτο και να προσφέρει θέσεις απασχόλησης, βοηθώντας την ελληνική οικονομία να βγει από το τούνελ και την ελληνική κοινωνία να επιβιώσει.

Δυστυχώς, όμως, ακόμη και στα χρόνια της βαθιάς κρίσης –για συνθήκες πολέμου μιλάνε κάποιοι- οι εξελίξεις στην Ελλάδα είναι αργές. Σε πολλές περιπτώσεις βασανιστικές. Το κράτος, από το οποίο ξεκινούν και στο οποίο καταλήγουν εν τέλει σχεδόν τα πάντα, παραμένει αργό, νωχελικό, γραφειοκρατικό και υπερσυγκεντρωτικό. Ακόμη και σε ένα θέμα όπως η αγροτική οικονομία, που έχει ως κύριους χώρους αναφοράς την Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Κρήτη και την Πελοπόννησο, οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται στην Αθήνα. Και στις Βρυξέλλες, αλλά αυτό είναι λογικό. Το άλλο –με το υπουργείο Γεωργίας στο Σύνταγμα, όπως λέγαμε παλαιότερα- είναι παράλογο.

Η ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας της χώρας θα συμβάλλει στην ουσιαστική οικονομική, παραγωγική και κοινωνική αναβάθμιση της Β. Ελλάδος. Γι’ αυτό οι φορείς της περιοχής οφείλουν να πιέσουν. Από το απλούστερο, που είναι η αποκέντρωση και ως εκ τούτου η επιτάχυνση κάποιων αποφάσεων, μέχρι το πιο σύνθετο, όπως είναι η εκπαιδευτική διαδικασία. Δηλαδή η δημιουργία γεωργικών σχολών –σήμερα υπάρχουν δύο (Θεσσαλονίκη, Λάρισα) και μία γαλακτοκομική (Ιωάννινα). Χαρακτηριστικό της ανάγκης που υπάρχει για επιμόρφωση στον αγροτικό χώρο είναι η επιτυχία των σεμιναρίων που πραγματοποιεί ανά την Ελλάδα η «Εξέλιξη», μια εταιρία που ανήκει στον όμιλο της Τράπεζας Πειραιώς και πραγματοποιεί σεμινάρια  για όσους ενδιαφέρονται, από την παραγωγή μέχρι την εμπορία και το μάρκετινγκ.