Skip to main content

Η κυριακάτικη αργία και η Θεσσαλονίκη ως προορισμός city break

Η Θεσσαλονίκη λόγω μεγέθους, χωροταξίας, ιστορίας, γεωγραφικής θέσης μπορεί να «πουλήσει» τον εαυτό της ως «προορισμό του Σαββατοκύριακου».

Το θέμα της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων όλες τις Κυριακές του χρόνου –υποθέτουμε με εξαίρεση το Πάσχα- που επαναφέρει στο προσκήνιο η τρόικα αναμένεται να δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση στη Θεσσαλονίκη. Ήδη ο Εμπορικός Σύλλογος εξέφρασε άμεσα τις αντιρρήσεις του. Πολύ περισσότερο που η πρόταση αναφέρεται σε καθολικό άνοιγμα της αγοράς και όχι –όπως επιχειρήθηκε κάποια στιγμή τα προηγούμενα χρόνια- με την εξαίρεση των πολυκαταστημάτων και των μαγαζιών που ανήκουν σε αλυσίδες. Ήταν μία κίνηση στήριξης των καταστημάτων μέχρι 250 τετρ. μέτρα που κατέχουν μεμονωμένοι τοπικοί έμποροι, κατά το πρότυπο της Μεγάλης Βρετανίας.

Τα βασικά επιχειρήματα όσων αντιδρούν στο άνοιγμα της αγοράς τις Κυριακές είναι τρία: Πρώτον, η οικονομική καχεξία των Ελλήνων καταναλωτών, από τους οποίους δεν λείπει ο χρόνος, αλλά το χρήμα και η διάθεση για ψώνια. Δεύτερον, τα αυξημένα έξοδα της κυριακάτικης λειτουργίας, κυρίως λόγω της προσαύξησης της αμοιβής των εργαζομένων.Τρίτον, η ανάγκη για ξεκούραση, καθώς τα μικρά καταστήματα τα δουλεύουν συνήθως οι ίδιοι οι έμποροι και τα μέλη των οικογενειών τους.

Πρόκειται για επιχειρήματα που έχουν βάση. Ταυτόχρονα, όμως, πρόκειται για επιχειρήματα που δε βοηθούν και πολύ στη λύση του βασικού προβλήματος της αγοράς της Θεσσαλονίκης, που δεν είναι άλλο από την αντιστροφή στην πτώση της κατανάλωσης. Σε περίοδο παρατεταμένης ύφεσης και μόνιμης μείωσης των εισοδημάτων η συζήτηση για όλα τα θέματα της οικονομίας –επομένως και για την αγορά- γίνεται σε διαφορετική βάση. Η επίλυση των προβλημάτων χρειάζεται νέα ματιά, διαφορετική οπτική γωνία. Απαιτεί υπέρβαση από έναν πόλεμο χαρακωμάτων με βέβαιη αρνητική κατάληξη. Κάτι που για πολλούς είναι από ακατανόητο έως πολύ δύσκολο. Η παράδοση και η ρουτίνα διαθέτουν γοητεία και δύναμη, αφού δημιουργούν αίσθημα σιγουριάς. Μόνο που η ιστορία του πλανήτη διδάσκει ότι στη φύση επιβιώνουν είδη και δραστηριότητες που καταφέρνουν να προσαρμοστούν στην αναπότρεπτη αλλαγή των συνθηκών.

Για τη Θεσσαλονίκη η ανάπτυξη της αγοράς συνδέεται απολύτως με τους επισκέπτες της πόλης. Όχι μόνο διότι οι Έλληνες σήμερα έχουν περιορίσει την κατανάλωση ακόμη και σε είδη βασικής ανάγκης, αλλά και διότι η Θεσσαλονίκη λόγω μεγέθους, χωροταξίας, ιστορίας, γεωγραφικής θέσης, αλλά και επιχειρηματικής παράδοσης μπορεί να «πουλήσει» τον εαυτό της ως «προορισμό του Σαββατοκύριακου (city break)». Πρόκειται, δηλαδή, για χώρο κατάλληλο για μικρές αποδράσεις -από ολιγόωρες έως ολιγοήμερες- κάτι που κατανοούν και αξιοποιούν οι γείτονες από τα Βαλκάνια. Μόνο που για την αλλαγή επιπέδου δεν αρκούν μόνο η ιστορία και η γεωγραφία, που λειτουργούν «σαν αυτόματος πιλότος». Απαιτούνται στρατηγική, πλάνο, προγραμματισμός, εφαρμογή και… επιμονή. Με δύο λόγια μια επαγγελματική και συντονισμένη προσέγγιση για την αύξηση της επισκεψιμότητας της Θεσσαλονίκης. Στο πακέτο που θα διαμορφωθεί γι’ αυτό το σκοπό υποχρεωτικά θα περιλαμβάνεται η αγορά, καθώς για τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη το κέντρο αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα.

Εάν τα πράγματα τεθούν σε αυτή την τουριστική βάση – με τις κατάλληλες κινήσεις η Θεσσαλονίκη μπορεί να εκμεταλλευτεί και το καλοκαιρινό κύμα προς Χαλκιδική και Πιερία- τότε πολλά προβλήματα λύνονται ή μάλλον παύουν να υφίστανται. Σε μια τουριστική περιοχή δεν νοούνται κλειστά καταστήματα τις Κυριακές και τις αργίες. Εκείνο που απαιτείται είναι μια διαφορετική οργάνωση των επιχειρήσεων, κάτι που θα προκύψει εκ των πραγμάτων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία η προοπτική τουριστικής ανάπτυξης για τη Θεσσαλονίκη είναι ρεαλιστική. Αυτό δείχνουν τα δεδομένα. Το πρόβλημα είναι ότι η Θεσσαλονίκη δεν είναι επιχείρηση. Δεν διαθέτει συγκεκριμένη διοικητική δομή, ούτε επικεφαλής, ούτε εκτελεστικά στελέχη. Ούτε καν σοβαρές αποφάσεις δεν μπορούν να ληφθούν εξαιτίας της χαοτικής πολυφωνίας μεταξύ κράτους και κοινωνίας, μεταξύ αυτοδιοίκησης και παραγωγικών φορέων, μεταξύ υπηρεσιών και συλλογικοτήτων. Ούτε επενδύσεις μπορούν να γίνουν, όπως –για παράδειγμα- το κυριακάτικο άνοιγμα της αγοράς, που οφείλει να προηγηθεί της κίνησης των επισκεπτών και όχι το αντίστροφο, όπως ζητά ο εμπορικός κόσμος. Η λογική «φέρτε μας πελάτες κι εμείς θα ανοίξουμε τα μαγαζιά μας» απλώς είναι… παράλογη, με βάση τους κανόνες της ελεύθερης οικονομίας, αφού οδηγεί σε δημοϋπαλληλοποίηση του εμπορίου.

Συμπέρασμα: με δεδομένη την έλλειψη σοβαρής τουριστικής παράδοσης στη Θεσσαλονίκη τίποτε στο πεδίο αυτό δεν μπορεί να θεωρείται αυτονόητο. Ως εκ τούτου και τα θέματα λειτουργίας της αγοράς –ενδεχομένως και άλλα- θα εξακολουθήσουν να αντιμετωπίζονται αμυντικά, δια της απλής… μπακαλικής. Και σ’ έναν κόσμο όπου τα οικονομικά συστήματα, ανεξαρτήτως μεγέθους, διεκδικούν το μερίδιο τους, στη Θεσσαλονίκη οι έμποροι πιθανότατα θα εξακολουθήσουν να γκρινιάζουν νοσταλγώντας πεισματικά τα προ 20ετίας ή 30ετίας κεκτημένα των γονιών και των παππούδων τους.