Skip to main content

Η τουριστική ευκαιρία για τα παραθαλάσσια της Θεσσαλονίκης

Οι συγκεκριμένες περιοχές παίρνουν ρεβάνς από τα δημοφιλέστερα θέρετρα της Β. Ελλάδος, η προσέγγισή τους απαιτεί περισσότερα χρήματα και χρόνο.

του Γιώργου Δώρα

Το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου, που συνέπεσε με την πιο διάσημη –ας είναι καλά η έμπνευση και το ταλέντο του Νίκου Παπάζογλου- πανσέληνο του χρόνου, οι παραθαλάσσιες περιοχές που βρίσκονται κοντά στη Θεσσαλονίκη «βούλιαξαν» από κόσμο.

Οι περιοχές της Περαίας και της Επανομής στο δήμο Θερμαϊκού, της Ασπροβάλτας και του Σταυρού προς Ανατολάς, οι παραλίες της Πιερίας (Βαρικό κ.λπ.), αλλά και οι κοντινές θάλασσες της Χαλκιδικής –μέχρι τα Μουδανιά- υποδέχθηκαν χιλιάδες Θεσσαλονικείς, που θέλησαν να αποχαιρετίσουν το καλοκαίρι, αλλά και να τιμήσουν ένα εντυπωσιακό και πολυτραγουδισμένο φυσικό φαινόμενο, που παραδοσιακά «σφραγίζει» κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Η μεγάλη κίνηση το περασμένο Σαββατοκύριακο ήταν στην ουσία η κατάληξη ενός άκρως πετυχημένου από άποψη επισκεψιμότητας καλοκαιριού γι’ αυτές τις περιοχές, που απέχουν λίγες δεκάδες χιλιόμετρα από το κέντρο της μεγαλούπολης.

Κατά κάποιο τρόπο εν μέσω  της κρίσης οι συγκεκριμένες περιοχές παίρνουν μια άτυπη ρεβάνς από τα δημοφιλέστερα θέρετρα της Βορείου Ελλάδος, που είναι πιο μακριά και επομένως η προσέγγισή τους απαιτεί περισσότερα χρήματα και χρόνο, αφού η αυθημερόν μετάβαση και επιστροφή δεν είναι εύκολη. Προφανώς η οικονομική συγκυρία –η απώλεια εισοδημάτων λόγω της οικονομικής κρίσης και των capital controls- έπαιξε καθοριστικό ρόλο γι’ αυτή την εικόνα. Επειδή, όμως, οι δύσκολες ημέρες για την ελληνική οικονομία θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια, οι συγκεκριμένες περιοχές έχουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν την κρίση ως ευκαιρία και να αναστηθούν τουριστικά και εμπορικά κατ’ αρχήν λόγω των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι δεν μπορούν, πλέον, εύκολα να απομακρυνθούν από τη βάση τους.

Ό,τι συμβαίνει, δηλαδή, στην υπόλοιπη μεσογειακή Ευρώπη, όπου οι πλησιέστερες στα αστικά κέντρα περιοχές –ενίοτε και περιοχές που βρίσκονται εντός των πολεοδομικών ορίων- έχουν πλεονέκτημα. Αρκεί δύο βασικοί παράγοντες να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και μακριά από τις κακές συνήθειες του παρελθόντος: Πρώτον, ο ιδιωτικός τομέας του τουρισμού, που σχετίζεται με τη φιλοξενία, τη διαμονή, την ψυχαγωγία και τη διασκέδαση των επισκεπτών. Ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, επιχειρήσεις εστίασης –από ταβέρνες και μπαρ μέχρι μπητς μπαρ και καντίνες- οφείλουν να διαμορφώσουν προϊόντα και υπηρεσίες με καλή ποιότητα και δίκαιες τιμές.

Κυρίως, όμως, να επιδείξουν επαγγελματισμό και υπομονή, αφού επί δεκαετίες –δίκαια ή άδικα- αυτές οι κοντινές στη μεγαλούπολη περιοχές δεν εντάσσονταν στις επιλογές των Θεσσαλονικέων, ούτε καν για τις αποδράσεις του Σαββατοκύριακου. Δεύτερον, η τοπική αυτοδιοίκηση, δηλαδή οι δήμοι, που οφείλουν να διαμορφώσουν αναλόγως τους προϋπολογισμούς τους του 2016 και των επόμενων χρόνων. Η επιμέλεια του περιβάλλοντος και των ακτών, η άνετη πρόσβαση, η ευταξία, ο έλεγχος των επαγγελματιών και η καθαριότητα είναι παράγοντες που έλκουν ή απωθούν τους επισκέπτες.

Ακόμη κι όταν δεν το δηλώνουν όλα αυτά τους επηρεάζουν καθοριστικά. Μια τρίτη παράμετρος –ευθύνη τόσο του ιδιωτικού τομέα, όσο και της αυτοδιοίκησης- είναι η προβολή των περιοχών που βρίσκονται κοντά στη Θεσσαλονίκη, στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης και της υπόλοιπης ηπειρωτικής Κεντρικής Μακεδονίας. Η υπενθύμιση της εγγύτητας αυτών των προορισμών και των όσων προσφέρουν είναι απολύτως απαραίτητη για να συγκινηθεί ένας κόσμος, που έχει εθιστεί τις τελευταίες δεκαετίες να θεωρεί τουριστικούς προορισμούς άξιους λόγου και σχετικά κοντά στη Θεσσαλονίκη μόνο την Κασσάνδρα και τη Σιθωνία στη Χαλκιδική, τη Θάσο, άντε και τις Σποράδες.