Skip to main content

Η Θεσσαλονίκη (δεν) έφθασε στο Παρίσι μέσω... Λονδίνου!

Η επιτυχία θέλει πλάνο και ενέργειες που βασίζονται σε δεδομένα, δεν φτάνουν μόνο οι θετικές απόψεις των καλοπροαίρετων Χόροβιτς.

Ο δημοσιογράφος της βρετανικής εφημερίδας «The Telegraph» Άντονι Χόροβιτς επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη, η πόλη του άρεσε και σύστησε στους αναγνώστες του να την επισκεφθούν. Μέχρι εδώ όλα καλά, φυσιολογικά και κατανοητά. Η Θεσσαλονίκη είναι όντως μια όμορφη και φιλόξενη πόλη, την οποία γνωρίζουν λιγότεροι άνθρωποι απ’ όσους θα έπρεπε και θα τις άξιζε με βάση την εικόνα και την ιστορία της. Ο δημοσιογράφος της Βρετανικής εφημερίδας τα είδε όλα ατά. Τα μελέτησε και τα ανέδειξε. Αλλά αυτή η σύγκριση –ή ο παραλληλισμός αν θέλετε- με το Παρίσι τι ακριβώς εξυπηρετεί; Από πού συνάγεται ότι η Ελλάδα ανταγωνίζεται τουριστικά το Παρίσι και, μάλιστα, μέσω της Θεσσαλονίκης; Η συγκεκριμένη αναφορά –ο τίτλος του άρθρου είναι περίπου «Θεσσαλονίκη: Η ελληνική απάντηση στο Παρίσι, που ποτέ δεν σκεφθήκατε να επισκεφθείτε»- είναι ατυχής και άστοχη. Και για τη Θεσσαλονίκη. Και για το Παρίσι. Και για τους αναγνώστες, οι οποίοι τυχόν θα πάρουν στα σοβαρά τον τίτλο, ενός άρθρου που ακριβώς επειδή ξεχειλίζει συμπάθεια θα έπρεπε να πλασαριστεί αλλιώς.

Επί της ουσίας η Θεσσαλονίκη δεν έχει τα προσόντα να ανταγωνιστεί το Παρίσι. Κι εδώ που τα λέμε, ούτε κάποια ανάγκη να ανταγωνιστεί την πρωτεύουσα της Γαλλίας. Πρόκειται για διαφορετικούς τουριστικούς προορισμούς. Το κοσμοπολίτικο Παρίσι των 12 εκατομμυρίων, των μουσείων και των μεγάλων λεωφόρων του κέντρου, μια πρωτεύουσα πρώην αυτοκρατορίας. Και η Θεσσαλονίκη του ενός εκατομμυρίου, μια πόλη που επί χιλιάδες χρόνια βρίσκεται σταθερά στη σκιά μιας βασιλεύουσας, μιας πρωτεύουσας, μιας άλλης πρώτης πόλης. Κάτι που δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό, αρκεί αφενός να γνωρίζουμε τι μας γίνεται και αφετέρου να μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα, που υπάρχουν. Μια «δεύτερη πόλη» -οπουδήποτε στον κόσμο- είναι μια μικρή πρωτεύουσα, χωρίς την αυστηρή παρουσία του κράτους που επιδεικνύει την ισχύ του (κτίρια, υπουργεία, αρμοδιότητες κ.λπ.) στην πρωτεύουσα. Ειδικά η Θεσσαλονίκη –μιας και βρισκόμαστε στην Ελλάδα- εμπεριέχει τη διαπολιτισμικότητα στην κουλτούρα και στον πολιτισμό της, όχι με τον μοντέρνο τρόπο της Αθήνας, αλλά στο ίδιο το αίμα της, λόγω ιστορίας και γεωγραφίας.

Αν όλα αυτά έχουν περάσει στην κοινωνική συνείδηση της Θεσσαλονίκης είναι άλλο ζήτημα. Διότι στο πλαίσιο της ελληνικής ιδιοτυπίας που «σκεπάζει» -οι λέξεις και οι έννοιες στην Ελλάδα μεταφράζονται σχεδόν πάντα διαφορετικά απ’ οπουδήποτε αλλού στον κόσμο- η Θεσσαλονίκη πάσχει από σύνδρομο μικρομεγαλισμού. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συζήτηση που γίνεται κάθε χρόνο για τον χριστουγεννιάτικο στολισμό του κέντρου, που έχει σκοπό να δώσει μια εορταστική ατμόσφαιρα και να βοηθήσει την αγορά. Η κριτική που συχνά ακούγεται –πέρα από το αν αρέσει ή δεν αρέσει- υπακούει σε άτοπες συγκρίσεις με το Παρίσι, το Λονδίνο ή τη Βιέννη – για να μείνουμε στην Ευρώπη. Κανείς από αυτούς που συγκρίνουν δεν θέλει (ή μήπως δεν μπορεί;) να καταλάβει τη διαφορά των πάσης φύσεως μεγεθών. Ή η συνήθης συζήτηση για τις απευθείας πτήσεις από το αεροδρόμιο «Μακεδονία», που πάντα (υποτίθεται ότι) είναι λίγες, επομένως η πόλη είναι απομονωμένη. Μόνο που η Θεσσαλονίκη δεν είναι στο πεδίο των αερομεταφορών ούτε Μόναχο, ούτε Ζυρίχη, ούτε Βελιγράδι, ούτε –φυσικά- Αθήνα.

Η προσφορά του κ. Χόροβιτς στη Θεσσαλονίκη –πέρα από το ότι η πόλη κέρδισε έναν φανατικό φίλο- εξαρτάται από την απήχηση της δουλειάς του. Από το αν θα τον ακούσουν –και θα τον ακολουθήσουν- οι αναγνώστες του. Έτσι συμβαίνει, άλλωστε, με τα τουριστικά ρεπορτάζ παντού στον κόσμο. Η αναπαραγωγή στο εσωτερικό δεν προσφέρει και πολλά. Αν και εξηγείται σε ένα αυτάρεσκο σύστημα, όπως είναι το ελληνικό, που επιπλέον στηρίζεται σε μια υπερβολικά εσωστρεφή ενημέρωση. Διότι το πρώτο που χρειάζεται για να βελτιώσεις μια κατάσταση –και η Θεσσαλονίκη οφείλει να κατακτήσει καλύτερες επιδόσεις στο πεδίο της εξωστρέφειας- είναι να γνωρίζεις και να έχεις επαφή με την πραγματικότητα. Η επιτυχία θέλει πλάνο και ενέργειες που βασίζονται σε δεδομένα, δε φτάνουν μόνο οι θετικές απόψεις των καλοπροαίρετων Χόροβιτς.