Skip to main content

Η Θεσσαλονίκη στρέφει το βλέμμα της στην αγροτική οικονομία

Ο αγροτοδιατροφικός τομέας, που αν και πάντα βρισκόταν στην πρωτοπορία της επιχειρηματικότητας, δεν συγκέντρωνε την απαραίτητη προσοχή.

Μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι στη Θεσσαλονίκη το τελευταίο διάστημα η συζήτηση πέριξ της αγροτικής οικονομίας λαμβάνει έναν χαρακτήρα θεσμικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περασμένη Παρασκευή, πραγματοποιήθηκε στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή το 4ο Συνέδριο Αγροτεχνολογίας, που διοργάνωσε το Ελληνο – Αμερικανικό Επιμελητήριο, ενώ σε λίγες ημέρες, στις 8 Δεκεμβρίου, θα πραγματοποιηθεί στο ξενοδοχείο «The Met» της Θεσσαλονίκης το «2ο Agricultural Business Summit» του Economist. Με ομιλητές –μεταξύ άλλων- τον υπουργό και τον αναπληρωτή υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, αλλά και κορυφαίους εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου της ευρύτερης περιοχής του βορειοελλαδικού τόξου.

Αν συγκρίνει κανείς με το τι συνέβαινε στη Θεσσαλονίκη μέχρι πριν από μερικά χρόνια αντιλαμβάνεται την κατακόρυφη άνοδο του ενδιαφέροντος για τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Αλλά και με ότι συνδέεται με την αγροτική παραγωγή. Κυρίως με τη μεταποίηση των προϊόντων της γης. Δηλαδή με τον αγροτοδιατροφικό τομέα, που αν και πάντα βρισκόταν στην πρωτοπορία της επιχειρηματικότητας και της εξωστρέφειας –ιδιαίτερα στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας- δεν συγκέντρωνε την απαραίτητη προσοχή. Ή μάλλον τα φώτα της δημοσιότητας έπεφταν πάνω στα τελικά προϊόντα που προορίζονταν για την εγχώρια αγορά. Ούτε στην πρωτογενή παραγωγή, που τροφοδοτούσε με πρώτη ύλη την βιομηχανία τροφίμων και ποτών, ούτε στα καινοτομικά και ποιοτικά προϊόντα που εξάγονταν.  

Από τότε που ξεκίνησε η κρίση οι πάντες συνειδητοποίησαν –τουλάχιστον στη θεωρία- την ανάγκη να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Πολιτικοί, οικονομολόγοι, δημοσιολογούντες, εκπρόσωποι παραγωγικών φορέων δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι η αλλαγή οφείλει να αξιοποιήσει τις δυνατότητες του αγροτικού τομέα. Της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, λιγότερο της αλιείας. Με αυτό το δεδομένο η Κεντρική Μακεδονία έχει πλεονέκτημα. Έχει μια αρκετά ανεπτυγμένη αγροτική οικονομία και δεκάδες σημαντικές βιομηχανίας επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων. Δύο τομείς στους οποίους υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης. Εκεί βρίσκεται η παγίδα. Διότι το να γίνει κάποιος κατ’ επάγγελμα αγρότης ή εξωστρεφής επιχειρηματίας στον αγροτοδιατροφικό κλάδο δεν είναι τελικά ούτε απλό, ούτε εύκολο. Κυρίως, διότι η κουλτούρα και η εκπαίδευση δεν προσανατολίζονται σε αυτές τις κατευθύνσεις. Επί δεκαετίες η τάση είναι να φεύγουν τα παιδιά απ’ τα χωράφια και τις στάνες για να βρουν μια ξεκούραστη δουλειά στην πόλη. Όσο για τις επιχειρήσεις του κλάδου μάλλον λίγες καλλιέργησαν συνειδητά τη σοβαρή εξωστρέφεια, κάτι που σημαίνει καινοτομία και υψηλά ποιοτικά στάνταρ.

Αν εξαιρέσει κανείς την Αμερικανική Γεωργική Σχολή κανένα άλλο σχολείο στην ευρύτερη περιοχή –μάλλον και στη χώρα- δεν προσφέρει εμπειρίες, γνώσεις και δεξιότητες γύρω από την αγροτική παραγωγή. Οι γεωπονικές σχολές τις τελευταίες δεκαετίες «παρήγαγαν» περισσότερους πτυχιούχους γραφειοκράτες των ελεγκτικών μηχανισμών και των επιδοτήσεων, παρά μάχιμους επιστήμονες του χωραφιού.  

Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ο αγροτικός τομέας συρρικνώθηκε εντυπωσιακά. Αλλά –όπως υποστηρίζουν αυτοί που ζουν καθημερινά την ύπαιθρο- και η επιστροφή των νέων στα χωράφια τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της μεγάλης ανεργίας και των επαγγελματικών αδιεξόδων είναι εν πολλοίς μύθος. Υπάρχουν οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν έναν κανόνα, που επιμένει πως η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που τα τελευταία χρόνια επέστρεψαν στα χωριά και θέλησαν να καλλιεργήσουν τη γη ή να εκθρέψουν ζώα πίστεψαν ότι με τις επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα έλυναν το πρόβλημά τους. Και όταν αυτή η εντύπωση διαψεύστηκε εγκατέλειψαν την προσπάθεια.

Η μεγάλη κρίση και η παρατεταμένη ύφεση, που σε πείσμα των αναλυτών του καφενέ αρνούνται να εγκαταλείψουν το νότο της βαλκανικής χερσονήσου, οδηγεί εκ των πραγμάτων στην αναθεώρηση πολλών απόψεων. Ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας και ότι πρόσθετο συνεπάγεται μοιραία αναδεικνύονται στο προσκήνιο. Η εποχή της περιφρόνησης για την γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή παρέρχεται, ενώ τα σύγχρονα επιστημονικά, τεχνολογικά και χρηματοοικονομικά εργαλεία οδηγούν το επάγγελμα του αγρότη σε άλλη εποχή. Οι ευκαιρίες υπάρχουν, αρκεί να τις αντιμετωπίσει κανείς με σοβαρότητα και διορατικότητα. Καλό θα ήταν –βέβαια- τον τόνο της σοβαρότητας του θέματος να δώσει η πολιτεία, αλλά με αγροτοσυνδικαλιστές παλαιού τύπου σε καίριες πολιτικές θέσεις του αρμόδιου υπουργείου τέτοιες ελπίδες δεν υπάρχουν…