Skip to main content

Η Θεσσαλονίκη αναζητά το νέο της αφήγημα στη σφαίρα του πραγματικού

Η οικονομική κατάσταση της χώρας δυσκολεύει την πρόοδο του ιδιωτικού τομέα, αλλά τουλάχιστον για τη Θεσσαλονίκη κάποια βασικά μέτωπα κλείνουν

Τα τελευταία χρόνια παρά την οικονομική κρίση και την ύφεση –ή μήπως χάρη σε αυτές που επέβαλαν ξένη επιτροπεία στη χώρα- η Θεσσαλονίκη «έκλεισε’ μια σειρά από αναπτυξιακούς λογαριασμούς, που είχαν ανοίξει στη δεκαετία του 1980. Στην ουσία η πόλη τακτοποίησε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκκρεμότητες 30 χρόνων, που είναι σίγουρο πως αν είχαν υλοποιηθεί στην ώρα τους θα πρόσφεραν περισσότερα. Κάλλιο αργά, παρά ποτέ θα πει κάποιος αναφερόμενος στις υποθέσεις του μετρό, του λιμανιού, του αεροδρομίου, ακόμη και κάποιων εμβληματικών ακινήτων, όπως για παράδειγμα η αγορά Μοδιάνο, στις οποίες έχει δρομολογηθεί το επόμενο καθοριστικό τους βήμα, είτε πρόκειται για αξιοποίηση, είτε για εμπλοκή ιδιωτών, οι οποίοι εκτιμάται ότι θα δώσουν νέα ώθηση, συμβάλλοντας στη γενικότερη ανάπτυξη της περιοχής και τη δημιουργία κοινωνικού πλούτου.

Εάν σε αυτό το σκηνικό προσθέσει κανείς τις σήραγγες των Τεμπών, που δόθηκαν στην κυκλοφορία, αλλά και τις διαφαινόμενες εξελίξεις στον ελληνικό σιδηρόδρομο, η ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης καλύπτει τα αναπτυξιακά κενά που είχαν εντοπιστεί εδώ και δεκαετίες. Φυσικά τα χρόνια είναι δίσεκτα. Η νέα οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας δυσκολεύει την πρόοδο του ιδιωτικού τομέα, αλλά τουλάχιστον για τη Θεσσαλονίκη κάποια βασικά μέτωπα κλείνουν. Κάποιες συζητήσεις για τις προοπτικές που κούρασαν, τουλάχιστον δεν θα επαναληφθούν στο ίδιο μοτίβο. Πρόκειται για πρόοδο.

Σε αυτή τη φάση η μόνη δυνατότητα της πόλης που συζητήθηκε τα προηγούμενα χρόνια και παραμένει στάσιμη είναι η Έκθεση, που ούτε έχει μετακομίσει σε σύγχρονο εκθεσιακό κέντρο, ούτε έχει συνάψει κάποια μεγάλη διεθνή στρατηγική σημασία. Εδώ και χρόνια, όμως, ακόμη και οι πιο ρομαντικοί και ονειροπόλοι ανάμεσα μας έχουν αναγνωρίσει ότι η ΔΕΘ έχει, πλέον, έναν περιορισμένο ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, σε σχέση με το ηρωικό της παρελθόν. Και για να αλλάξει αυτό χρειάζεται να γίνουν πάρα πολλά και δύσκολα. Τα πράγματα θα ήταν αλλιώς αν η Θεσσαλονίκη είχε κερδίσει την Παγκόσμια Έκθεση ΕΧΡΟ του 2008, που διεκδίκησε, αλλά έχασε.  

Αυτός ο απολογισμός έχει σημασία σήμερα, καθώς βρισκόμαστε περίπου ένα μήνα πριν τα εγκαίνια της 82ης Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης. Της Γενικής Έκθεσης του Σεπτεμβρίου, που υπάρχει στα καλαντάρι της ΔΕΘ – Helexpo πρωτίστως ως πολιτικό γεγονός. Από το βήμα των εγκαινίων  της κάθε χρόνο ο πρωθυπουργός κάνει ανακοινώσεις και για τη Θεσσαλονίκη, όπως και οι υπουργοί το πρώτο διήμερο. Αλλά και οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί κάνουν μέσα στην εβδομάδα δηλώσεις, ενώ ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, που συνήθως είναι ο επόμενος πρωθυπουργός αναφέρεται κι αυτός στη Θεσσαλονίκη. Όλοι αυτοί (υποτίθεται ότι) συνεργάζονται με τους εκπροσώπους των παραγωγικών φορέων της Θεσσαλονίκης, ώστε να διαμορφώσουν την ατζέντα. Άρα τις επόμενες εβδομάδες –κυρίως το δεκαήμερο πριν από τη ΔΕΘ- οι πρόεδροι Επιμελητηρίων και Συνδέσμων στη Θεσσαλονίκη, όπως –φανταζόμαστε!- ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης και ο Περιφερειάρχης θα παρουσιάσουν στην πολιτική ηγεσία του τόπου όχι μόνο τα προβλήματα που υπάρχουν, αλλά και τις ιδέες και τις προτάσεις τους για την περιοχή. Θα δημιουργήσουν, δηλαδή, ένα νέο αφήγημα, μια καινούρια ατζέντα για τη Θεσσαλονίκη,  κάτι για το οποίο δεν έχει γίνει ιδιαίτερη προετοιμασία. Ίσως και καμία προετοιμασία, αφού η πιεστική οικονομική και κοινωνική καθημερινότητα δεν αφήνει πολλά περιθώρια ούτε στο χρόνο, ούτε στη διάθεση.

Άλλωστε η πολύχρονη κόπωση για να κλείσει επιτέλους η «ατζέντα της δεκαετίας του 1980» δίνει και κάποια προσχήματα. Η αναφορά γνωστού και έμπειρου παράγοντα της Θεσσαλονίκης είναι σαφής και αποκαλυπτική: «Όταν υπάρχουν σχέδια ζωτικής σημασίας για τη Θεσσαλονίκη που υλοποιούνται –αν και όσο υλοποιούνται- με καθυστέρηση δεκαετιών, παρά το ότι η χώρα πέρασε πολλά χρόνια οικονομικής μεγέθυνσης, φαντάζεται κανείς καλύτερη τύχη σε προτάσεις για σοβαρές και μεγάλες παρεμβάσεις στα χρόνια της ύφεσης;».

Προφανώς ο συγκεκριμένος πρόεδρος έχει δίκιο. Όπως είναι βέβαιο ότι το «παιχνίδι» των ιδεών και των προτάσεων για τη Θεσσαλονίκη ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και τις τοπικές δυνάμεις δεν πρόκειται να σταματήσει, ανεξαρτήτως της ουσίας που έχει. Το όποιο κενό δημιουργηθεί θα καλυφθεί με δύο τρόπους. Κατ’ αρχήν από τα όποια υπόλοιπα υπάρχουν, αφού στην Ελλάδα οι εκκρεμότητες είναι κανόνας. Για παράδειγμα η εξέλιξη της Ζώνης Καινοτομίας Θεσσαλονίκης, που δείχνει σημάδια ωρίμανσης, σίγουρα θα συζητηθεί. Από εκεί και πέρα –με βάση και το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον της συγκυρίας- μάλλον θα ακουστούν ιδέες μεγαλόσχημες και συγχρόνως ασαφείς, αφού στο δια ταύτα για μεγάλες παρεμβάσεις χρειάζεται θάρρος και θεσμικές ανατροπές και πολλά χρήματα. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο υπάρχουν σήμερα σε επάρκεια. Οι μεν πολιτικοί σκέφτονται όχι μόνο επιθετικά, αλλά και αμυντικά –όχι μόνο ποιοι θα ωφεληθούν, αλλά και ποιοι θα θιχτούν ή θα διακινδυνεύσουν από κάτι. Οι δε χρηματοδοτήσεις έχουν συγκεκριμένες πηγές:

Το δημόσιο ταμείο, που είναι μείον. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια, από τα οποία ποιος να πρωτοπάρει. Τους ενδιάμεσους χρηματοδοτικούς φορείς, από τις αναπτυξιακές τράπεζες της Ευρώπης, μέχρι τα ιδρύματα των ευεργετών, που απαιτούν πολύ σοβαρή προετοιμασία και εγγυημένα αποτελέσματα για να συμμετάσχουν. Τους ιδιώτες, οι οποίοι σπανίως αναλαμβάνουν οι ίδιοι επενδύσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος, αλλά περιορίζονται σε αβανταδόρικους ρόλους εμπνευστή, οργανωτή, σχεδιαστή, διαχειριστή κ.λπ. και για να προχωρήσουν πρέπει με επιχείρημα της αισιοδοξία κι ένα σχέδιο επί χάρτου να πείσουν κάποιον ή κάποιους από τις προηγούμενες κατηγορίες να βάλει το χέρι στην τσέπη.

Με αυτά τα δεδομένα οι πιο έξυπνοι από τους εμπλεκόμενους θα περιοριστούν –τουλάχιστον προς ώρας- στα καθημερινά και πρακτικά ζητήματα. Θα σκεφτούν, θα μιλήσουν και θα προτείνουν χειροπιαστά πράγματα, που οι πολίτες –εν προκειμένω η κοινωνία της Θεσσαλονίκης- θα δει και θα επωφεληθεί άμεσα. Ας μη μας διαφεύγει ότι σε κοινωνικό επίπεδο διερχόμαστε συντηρητική φάση και στο μυαλό του καθενός οι μεγαλοσχήμονες και τα εκθαμβωτικά σχέδια τους, που προδιαγράφουν αποκλειστικά το άδηλο μέλλον και αγνοούν την πραγματικότητα, αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα, αν όχι με καχυποψία.