Skip to main content

Η τελευταία ευκαιρία για τις επιχειρήσεις πληροφορικής της Β. Ελλάδος

Οι δυνατότητες εξαιτίας του ψηφιακού ελλείμματος, σε συνδυασμό με τα προγράμματα του ΕΣΠΑ, μπορούν να αποδειχθούν διέξοδος για τις ΜμΕ.

Ως γνωστόν κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Η σημαντική ψηφιακή υστέρηση των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που υπονομεύει την ανταγωνιστικότητά τους, αποτελεί χρυσή ευκαιρία για τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες της πληροφορικής, που καλούνται να συμβάλλουν στην κάλυψη του κενού. Ιδιαίτερα για τη Βόρεια Ελλάδα, όπου λειτουργούν πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις πληροφορικής, οι δυνατότητες που υπάρχουν στην αγορά εξαιτίας του ψηφιακού ελλείμματος, σε συνδυασμό με τα προγράμματα του ΕΣΠΑ, είναι δυνατόν να αποδειχθούν διέξοδος και για τις δύο πλευρές. Τους μικρομεσαίους κάθε κλάδου, οι οποίοι παραμένουν ψηφιακά αναλφάβητοι και επομένως υστερούν στον ανταγωνισμό, αλλά και για τους πληροφορικάριους, πολλοί εκ των οποίων στα χρόνια της κρίσης βολοδέρνουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, καθώς λόγω μεγέθους και ελλιπών προσβάσεων παραμένουν μακριά από τα προγράμματα πληροφορικής του δημοσίου. Αρκεί να κινηθούν δυναμικά, καθώς το πρόβλημα υπάρχει και η αναζήτηση λύσης είναι περίπου υποχρεωτική.

Τα στοιχεία πρόσφατης μελέτης της Εθνικής Τράπεζας είναι αποκαλυπτικά. Σήμερα μία στις τρεις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας μας δε χρησιμοποιεί κανένα ψηφιακό εργαλείο –στην ουσία δεν αξιοποιεί δημιουργικά το ίντερνετ-, κάτι που στα χρόνια της κρίσης επηρεάζει αρνητικά τα οικονομικά της μεγέθη, πωλήσεις και κερδοφορία. Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία της έρευνας, που ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2016, η Ελλάδα υπολείπεται σοβαρά στο βαθμό υιοθέτησης και αποτελεσματικής χρήσης της ψηφιακής τεχνολογίας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς τα τελευταία πέντε χρόνια η απόκλιση παραμένει σταθερή, περίπου 36% χαμηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ. Σχετικά μικρότερη ψηφιακή απόκλιση παρατηρείται σε επίπεδο μεμονωμένων χρηστών, κι αυτό λόγω των νέων, οι οποίοι συμβάλουν στο να κλείσει το ψηφιακό κενό. Αντίθετα, η μεγαλύτερη απόκλιση αφορά τις επιχειρήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και η υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών παρουσιάζουν έντονα σημάδια υστέρησης. Και να σκεφτεί κανείς πως έχει μεσολαβήσει από τα μέσα του 2015 η επιβολή των capital controls, που οδήγησαν πολλές επιχειρήσεις, αλλά και τους καταναλωτές, στην εκτεταμένη υιοθέτηση μεθόδων ηλεκτρονικών συναλλαγών, είτε μέσω πλαστικού χρήματος, είτε μέσω e-banking.

Όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων της μελέτης για τις επιχειρήσεις που αποτελούν τον αδύναμο κρίκο στην ψηφιακή σύγκλιση της οικονομίας, η αναβάθμιση στον συγκεκριμένο τομέα προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, τόσο σε όρους πωλήσεων, όσο και σε όρους κερδοφορίας. Συγκεκριμένα, οι μικρομεσαίες που τα τελευταία πέντε χρόνια επένδυσαν στην ψηφιακή τεχνολογία, είχαν τα ακόλουθα θετικά αποτελέσματα:

Πρώτον, μετρίασαν την πτωτική πορεία του κύκλου εργασιών στο διάστημα 2008 – 2014 κατά περίπου 18%, σημειώνοντας μέση πτώση της τάξεως του 32%, έναντι πτώσης 50% για τις «παραδοσιακές» ΜμΕ.

Δεύτερον, σημείωσαν μικρότερες απώλειες κερδοφορίας, με αποτέλεσμα να ανατρέψουν το συγκριτικό πλεονέκτημα που είχαν το 2008 οι παραδοσιακές επιχειρήσεις. Ειδικότερα το μέσο περιθώριο λειτουργικού κέρδους μειώθηκε κατά 4% για τις «ψηφιακές» ΜμΕ, ενώ οι απώλειες για τις υπόλοιπες έφτασε στο 13%.

Από τη διερεύνηση του ψηφιακού αποτυπώματος των ελληνικών ΜμΕ η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας διαπιστώνει ότι μία στις τρεις επιχειρήσεις δε χρησιμοποιεί κανένα ψηφιακό εργαλείο. Ούτε πληροφοριακά συστήματα για τη βελτίωση των εσωτερικών λειτουργιών και της παραγωγικής διαδικασίας, ούτε εργαλεία διαδικτύου για την αναβάθμιση της επικοινωνίας με προμηθευτές και πελάτες, όπως –για παράδειγμα- το ηλεκτρονικό εμπόριο (e-commerce). Παράλληλα από την έρευνα προκύπτει η συνολική ψηφιακή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας φαίνεται ότι βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο, καθώς μόλις το 4% των επιχειρήσεων διαθέτει ολοκληρωμένο ψηφιακό σύστημα δηλαδή αποδοτικό συνδυασμό του συνόλου των ψηφιακών εργαλείων. Ένα άλλο 25% των επιχειρήσεων –περίπου το 33% αυτών που έχουν κάποιο ψηφιακό εργαλείο- δηλώνει ότι απλά έχει ιστοσελίδα ή παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα.

Η έρευνα της ΕΤΕ αποκαλύπτει σημαντικό  ψηφιακό κενό ανάμεσα στις μεσαίες και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα το 92% των επιχειρήσεων μεσαίου μεγέθους (με πωλήσεις από 500 χιλ. έως 10 εκατ. ευρώ) έχει κάποιο ψηφιακό εργαλείο, το οποίο οι περισσότερες απέκτησαν και χρησιμοποιούν την τελευταία πενταετία. Αντίθετα στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, με πωλήσεις κάτω των 100 χιλ. ευρώ. το ποσοστό αυτό υποχωρεί στο 61%, με τις μισές να πειορίζονται απλώς στο να έχουν μία ιστοσελίδα ή παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα.

Πέρα από το μέγεθος της επιχείρησης σημαντικές διαφορές εντοπίζει η έρευνα της ΕΤΕ στην ψηφιακή δυναμική των κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Οι ερευνητές λαμβάνουν υπόψιν τους τις ιδιαιτερότητες κάθε κλάδου –για παράδειγμα: οι βιομηχανίες κάνουν μεγαλύτερη χρήση πληροφοριακών συστημάτων οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, ενώ τα ξενοδοχεία κάνουν υψηλή χρήση εργαλείων e-commerce- και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν αναπτυχθεί όλοι οι κλάδοι με βάση τη διαρθρωτική τους δυναμική, κάτι που αποδίδεται στο χαμηλό μέσο ψηφιακό επίπεδο της χώρας. Η εικόνα κωδικοποιείται ως ακολούθως:

- Όσον αφορά τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων εσωτερικής οργάνωσης της επιχείρησης (ERP) αξιοσημείωτη δυναμική παρουσιάζουν οι μεταφορές και σχετική υστέρηση η βιομηχανία.
- Όσον αφορά την παροχή δυνατότητας ηλεκτρονικών αγορών (e-commerce), δυναμικοί εμφανίζονται οι κλάδοι του εμπορίου –κυρίως του χονδρεμπορίου-, ενώ σχετική υστέρηση παρουσιάζουν τα ξενοδοχεία.

Με βάση τις προγραμματισμένες επενδύσεις των επιχειρήσεων η έρευνα της ΕΤΕ εκτιμά ότι την επόμενη τριετία το ποσοστό των «ψηφιακών» ΜμΕ θα αυξηθεί σε τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις το 2018, έναντι ποσοστού δύο στις τρεις που είναι σήμερα. Εάν αυτή η προοπτική υλοποιηθεί οι ελληνικές επιχειρήσεις θα προσεγγίζουν το 2018 το σημερινό ψηφιακό επίπεδο της μέσης ευρωπαϊκής επιχείρησης, κάτι που σημαίνει ότι θα εξακολουθήσουν να υστερούν, αφού στην ίδια τριετία το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο θα αναβαθμιστεί. Ειδικότερα, βασικό πληροφοριακό σύστημα για την καλύτερη οργάνωση της εσωτερικής λειτουργίας της επιχείρησης εκτιμάται ότι το 2018 θα χρησιμοποιεί το 22% των ελληνικών ΜμΕ –σε σχέση με 9% στην Ελλάδα και 36% στην ΕΕ το 2015. Παράλληλα, το 16% των ελληνικών ΜμΕ εκτιμάται ότι θα παρέχει τη δυνατότητα e-commerce στους πελάτες του το 2018, σε σχέση με 10% στην Ελλάδα και 17% στην ΕΕ το 2015. Εντυπωσιακότερη όλων αναμένεται η βελτίωση στον κλάδο των ξενοδοχείων, όπου εκτιμάται ότι το 2018 το 60% θα έχει e – commerce, σε σχέση με 20% στην Ελλάδα και 61% στην ΕΕ το 2015.        

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πολύ απλά ότι το νέο ΕΣΠΑ ίσως να αποτελεί την τελευταία ευκαιρία της ελληνικής οικονομίας να καταχωρηθεί στις ψηφιακά ανεπτυγμένες, αφήνοντας πίσω τα πέτρινα χρόνια του ψηφιακού αναλφαβητισμού, που τελικά μεταφράζονται σε χαμηλότερες οικονομικές επιδόσεις, δηλαδή μικρότερους τζίρους και κέρδη. Επίσης, η εικόνα που υπάρχει δείχνει ότι για τον κλάδο της πληροφορικής –ειδικά για τις κατά τόπους μικρομεσαίες επιχειρήσεις- υπάρχει ακόμη ζωτικό έδαφος στην εσωτερική αγορά, το οποίο οφείλουν να καλλιεργήσουν, ώστε να ξεφύγουν από την μετριότητα και να αναπτυχθούν.