Skip to main content

Η ταραγμένη δεκαετία, τα πλαίσια στήριξης και η βαλκανική προοπτική

Η δεκαετία του '90 είναι η εποχή κατά την οποία γίνεται προσπάθεια να αναπτυχθεί η συνεργασία στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπεγράφη το 1992, οι ρυθμοί ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντατικοποιήθηκαν, κάτι που ευνόησε χώρες όπως η Ελλάδα που χρειάζονταν μεγαλύτερη βοήθεια για να φτάσουν στον κοινοτικό μέσο όρο. Είναι η εποχή των «πλαισίων στήριξης», κατά την οποία –όπως επισημαίνεται στην έκδοση για τα πρώτα 100 χρόνια του ΣΒΒΕ- η δράση του Συνδέσμου θυµίζει ολοένα και λιγότερο τη συνήθη δραστηριότητα ενός επαγγελµατικού οργανισµού. Ο Σύνδεσµος αναλαµβάνει ενεργητικό και δραστήριο ρόλο στη διαµόρφωση της βιοµηχανικής και της ευρύτερης αναπτυξιακής πολικής. Αυτό το επιτυγχάνει δηµιουργώντας φορείς και δράσεις, µέσα από τα εθνικά και περιφερειακά προγράµµατα του δεύτερου «κοινοτικού πλαισίου στήριξης» -ή ορθότερα «υποστηρικτικού πλαισίου», γνωστού ως «πακέτου Delors».

Επίσης είναι η εποχή κατά την οποία γίνεται προσπάθεια να αναπτυχθεί η συνεργασία στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη Νοτιοανατολική Ευρώπη, προκειμένου η χώρα μας –και ειδικότερα η Β. Ελλάδα- να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, έναντι των γειτόνων, οι οποίοι έκαναν τα πρώτα τους βήματα στον πλανήτη της ελεύθερης οικονομίας. Το τι απ’ όλα αυτά απέδωσε ή «επέζησε» μέχρι σήμερα είναι άλλη ιστορία. Το βέβαιον είναι ότι η προσπάθεια έγινε, στην ουσία με την απουσία της επίσης ελληνικής πολιτείας, η οποία είχε άλλες προτεραιότητες και κυρίως –μετά το 1997- τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα.   

Η λογική του «πλαισίου στήριξης» ήταν η εξής: Στο εγγύς µέλλον η ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά θα λειτουργούσε χωρίς φραγµούς και περιορισµούς. Τότε, θα δηµιουργούνταν νέες ευκαιρίες για τις αναπτυξιακές δυνατότητες των λιγότερο ανεπτυγµένων κρατών – µελών και των λιγότερο αναπτυγµένων περιφερειών. Τα όποια ευνοϊκά αποτελέσµατα όµως θα επιβράδυνε ή και θα εξάλειφε ο ανταγωνισµός των εν λόγω χωρών και περιφερειών µε χώρες και περιφέρειες ανώτερης ανταγωνιστικότητας. Άρα, πριν λειτουργήσει η εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά, θα έπρεπε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των λιγότερο ανεπτυγµένων χωρών και περιφερειών. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας θα επέτρεπε –σύµφωνα µε το ίδιο σκεπτικό- την ταχύτερη σύγκλιση των κρατών και περιφερειών αυτής της κατηγορίας µε τις περισσότερο ανεπτυγµένες. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας προϋπόθετε ότι έπρεπε να ενισχυθούν οι υποδοµές, το ανθρώπινο κεφάλαιο, και εν τέλει η συνολική παραγωγικότητα. Το «πλαίσιο στήριξης» ήταν, ουσιαστικά, ένα σύνθετο και πολύπτυχο πρόγραµµα για την αύξηση της παραγωγικότητας. Στο πρόγραµµα αυτό η συµµετοχή του ιδιωτικού τοµέα έµελλε να είναι πολύ ανώτερη από τα ανάλογα –και µικρότερα- κοινοτικά προγράµµατα του παρελθόντος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν αποφασισµένη να χορηγήσει µεγαλύτερα ποσά από τα κοινοτικά ταµεία, µε τη βεβαιότητα ότι θα αντιµετώπιζε έτσι τη διαφορά στην παραγωγικότητα ανάµεσα σε περιφέρειες µε άνισο βαθµό ανάπτυξης. Ως αντιστάθµισµα προσδοκούσε πολύ µεγαλύτερη συµµετοχή του ιδιωτικού τοµέα. Η συµµετοχή του ιδιωτικού τοµέα ήταν µόνον 9,25% στο σύνολο των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων και Α΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης ανήλθε σε 29,18% στο Β΄ Κ.Π.Σ., ενώ η εθνική συµµετοχή, δηλαδή η συµµετοχή των επί µέρους κρατών, αναλογικώς µειώθηκε.

Υπήρχαν, λοιπόν, δύο νέα δεδοµένα: ο στόχος της έµµεσης αύξησης της παραγωγικότητας µέσω των αλλαγών του οικονοµικού περιβάλλοντος και η µεγαλύτερη συµµετοχή του ιδιωτικού τοµέα. Η διοίκηση του ΣΒΒΕ είχε ήδη συνειδητοποιήσει από την αρχή ότι η έλλειψη συγκεκριµένης βιοµηχανικής πολιτικής στην Ελλάδα δεν θα επέτρεπε την επίτευξη του παραπάνω στόχου ούτε την αξιοποίηση των µέσων που προσέφερε. Γι’ αυτό και αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλία, ξεκινώντας από την υποβολή προτάσεων για τη δηµιουργία εργαλείων για την ανάπτυξη της βορειοελλαδικής οικονοµίας και ειδικά της βιοµηχανίας.  

Οι προτάσεις συνέθεταν ένα ενιαίο σχέδιο: Συνδέονταν µεταξύ τους, περιλάµβαναν προϋπολογισµό και χρονοδιάγραµµα, και ήταν άµεσα υλοποιήσιµες από συγκεκριµένες χρηµατοδοτικές πηγές. Την εκπόνηση του στρατηγικού σχεδίου, που απαίτησε οκτώ µήνες (1993-1994), ακολούθησε σειρά συναντήσεων µε τον τότε Υπουργό Μακεδονίας-Θράκης, Κωνσταντίνο Τριαρίδη και τους περιφερειάρχες των τριών περιφερειών της περιοχής, προκειµένου το στρατηγικό σχέδιο να συνδεθεί µε το περιφερειακό πρόγραµµά της. Αντίστοιχες επαφές έγιναν σε κυβερνητικό επίπεδο, προκειµένου να επιτευχθεί ένας άλλος στόχος του στρατηγικού σχεδίου, που ήταν η αναµόρφωση του αναπτυξιακού νόµου 1892/90. Για το σκοπό αυτό έπρεπε να γίνει κοινή συνείδηση ότι στην κατανοµή των πόρων του δεύτερου κοινοτικού πλαισίου θα έπρεπε να επικρατήσει το κριτήριο της περιφερειακής και της βαλκανικής διάστασης. Η προσπάθεια αυτή στέφθηκε με επιτυχία, αφού ανέδειξε για πρώτη φορά ειδικά µέτρα για τη Βόρειο Ελλάδα, αλλά και ανάληψη έργων επιχειρησιακής υποδοµής από ιδιωτικούς φορείς, µε χρηµατοδότηση από την Κοινότητα.

Επιχειρησιακά προγράµµατα

Σε σύγκριση µε άλλες χώρες, η ελληνική βιοµηχανία είχε µειωµένη συµµετοχή στο Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Ενώ στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία η βιοµηχανία απορρόφησε περίπου 20% των συνολικών κονδυλίων, στην Ελλάδα -µαζί µε τη ΔΕΗ και το φυσικό αέριο- δεν ξεπέρασε το 10% του συνόλου. Εννοείται ότι η ιδιωτική βιοµηχανία έλαβε µέρος µόνον αυτού του χαµηλού ποσοστού. Ο ΣΒΒΕ διεκδίκησε ποσοστό 30% από κάθε εθνικό πρόγραµµα για τη Βόρειο Ελλάδα, προκειµένου αυτή να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες των Βαλκανίων. Στις προτάσεις του Συνδέσµου συµπεριλήφθηκε η ενίσχυση των ελληνικών επενδύσεων στις βαλκανικές αγορές. Στα θετικά σηµεία του επιχειρησιακού προγράµµατος βιοµηχανίας µπορεί να αναφερθεί το γεγονός ότι πολυετή επιχειρησιακά σχέδια, ειδικές επενδύσεις σε εργαστήρια ποιότητας, σε καινοτόµα προϊόντα, καθώς και στη χρήση τεχνολογίας φιλικής στο περιβάλλον, χρηµατοδοτήθηκαν από το πρόγραµµα στην περίοδο 1994-1999. Τα ποσοστά επιχορήγησης ανήλθαν σε 15% για τα πολυετή επιχειρηµατικά σχέδια και σε 40% για τις υπόλοιπες δράσεις.

Βαλκανική Οικονοµική Συνεργασία

Η οικονοµική συνεργασία ανάµεσα στις βαλκανικές και τις παρευξείνιες χώρες και η προώθηση των ελληνικών εξαγωγών αποτέλεσαν αντικείµενο έντονου προβληµατισµού του ΣΒΒΕ στις νέες συνθήκες που διαµορφώθηκαν στη δεκαετία του 1990. Ήδη από το 1993 λειτούργησε στη Θεσσαλονίκη ένα άτυπο συντονιστικό όργανο για την προώθηση της διαβαλκανικής συνεργασίας. Σκοπός του ήταν η ενηµέρωση για τις πρωτοβουλίες που αναλάµβαναν οι ενδιαφερόµενοι φορείς, η συνένωση των δυνάµεων και η αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων. Η εξειδίκευση αυτών των θεµάτων έγινε στο πλαίσιο συνεδρίου µε θέµα: «Βόρεια Ελλάδα και Βαλκάνια. Η ώρα της επιχειρηµατικής εξόρµησης», το οποίο πραγµατοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1994, µε διοργανωτές τον ΣΒΒΕ, το Ελληνο-Αµερικανικό Εµπορικό Επιµελητήριο και την Τράπεζα Μακεδονίας Θράκης. Επίσης, το Φόρουµ «Ελλάδα & Βαλκάνια: Επιχειρηµατική συνεργασία», που πραγµατοποιήθηκε στις 13-14 Φεβρουαρίου 1995, µε τους ίδιους διοργανωτές. Τα δύο αυτά συνέδρια είχαν ως κύριο στόχο την επιχειρηµατική αφύπνιση και συνεργασία µε αιχµή την ανάπτυξη στα Βαλκάνια και τη θεσµοθέτηση βήµατος µε διεθνή ακτινοβολία για την υποβολή προτάσεων, δεσµεύσεων και προβληµατισµού για την ανάπτυξη της περιοχής. Επιχειρηµατίες, πολιτικοί, διπλωµάτες καθώς και περισσότεροι από 600 σύνεδροι συµµετείχαν στις δύο πρώτες διοργανώσεις, διάδοχος των οποίων είναι το σημερινό Thessaloniki Forum.
 
Τροποποίηση καταστατικού

Το 1995 ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την τροποποίηση του καταστατικού του Συνδέσµου, που ολοκληρώθηκαν τον Ιανουάριο του 1996. Το νέο καταστατικό καθιέρωσε το καθεστώς των «συνδεδεµένων µελών», χωρίς δικαίωµα ψήφου, προερχόµενων από τους τοµείς των τραπεζικών υπηρεσιών, της ανώτατης εκπαίδευσης, των κατασκευών δηµοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων, των διαφηµιστικών εταιρειών και των υπηρεσιών φιλοξενίας και συνεδρίων.
Iστορική στιγµή για τον Σύνδεσµο αποτέλεσε η παρουσία του Jacques Santer926 στη Γενική Συνέλευση της 9ης Μαΐου 1997, που ας σηµειωθεί ήταν η 47η επέτειος της διακήρυξης Schuman, αφετηρίας της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς. Παρόντες στη Γενική Συνέλευση ήταν επίσης ο Αρχηγός της Αξιωµατικής Αντιπολίτευσης Κώστας Καραµανλής, ο κοινοτικός επίτροπος Χρήστος Παπουτσής, ο Υπουργός Πολιτισµού Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Υπουργός Μακεδονίας-Θράκης Φίλιππος Πετσάλνικος και ο Υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννος Κρανιδιώτης (1947-1999).