Skip to main content

Η πολυκοσμία «βάζει δύσκολα» στις υποδομές της Χαλκιδικής

Έξι δεδομένα που ενθαρρύνουν αλλά και προβληματίζουν για την τουριστική κίνηση στα τρία πόδια της Χαλκιδικής την εφετινή τουριστική περίοδο

Βρισκόμαστε στην «καρδιά» του καλοκαιριού και, πλέον, τα συμπεράσματα για την τουριστική κίνηση στη Χαλκιδική είναι ασφαλή, τόσο σε ποσοτικό, όσο και σε ποιοτικό επίπεδο.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τους παράγοντες της αγοράς στην περιοχή τα δεδομένα είναι τα ακόλουθα:

Πρώτον, η ολοκλήρωση του δρόμου που οδηγεί με ασφάλεια στην χερσόνησο της Κασσάνδρας έχει ως αποτέλεσμα το τουριστικό κύμα στην περιοχή να αυξάνεται. Ούτως ή άλλως τα τελευταία χρόνια στο «πρώτο πόδι» οι τουρίστες αυξάνονται διαρκώς, μια τάση που επιβεβαιώνεται και φέτος. Το μεγαλύτερο ποσοστό των επισκεπτών είναι Βαλκάνιοι, οι οποίοι έρχονται οδικώς από τις πατρίδες τους. Το οικονομικό τους επίπεδο –εκτός εξαιρέσεων- είναι μικρομεσαίο, κάτι που αντικατοπτρίζεται στα ταμεία των τουριστικών επιχειρήσεων και των καταστημάτων εστίασης.

Δεύτερον, στη Σιθωνία, δηλαδή στο «δεύτερο πόδι», η εικόνα είναι εξίσου ενθαρρυντική. Οι αφίξεις πηγαίνουν καλά, αλλά λόγω του ακόμη προβληματικού οδικού δικτύου η κίνηση είναι μικρότερη σε σχέση με την Κασσάνδρα. Το οικονομικό επίπεδο στην περιοχή είναι, επίσης, μικρομεσαίο, εάν εξαιρέσει κανείς διακεκριμένους οικονομικά τουρίστες που επιλέγουν συγκεκριμένες ξενοδοχειακές μονάδες, που προσφέρουν πολυτέλεια και άνεση.

Τρίτον, στη χερσόνησο του Άθω (Ουρανούπολη, Ιερισσός, Αμμουλιανή κ.λπ.) υπάρχουν τουρίστες, αλλά η εικόνα απέχει πολύ από αυτή της Κασσάνδρας και της Σιθωνίας. Άλλωστε ανέκαθεν το «τρίτο πόδι» είχε ιδιαιτερότητες στον τουρισμό. Είναι λιγότερο αξιοποιημένο, τόσο λόγω Αγίου Όρους, η «σκιά» του οποίου «σκεπάζει» την περιοχή, όσο και λόγω της δυσκολίας πρόσβασης, εξαιτίας του προβληματικού οδικού δικτύου.

Τέταρτον, για τους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι έχουν στενούς δεσμούς με τη Χαλκιδική –ακίνητα, φίλους, συγγενείς κ.λπ.- η περιοχή παραμένει βασική επιλογή. Βέβαια, η οικονομική δυνατότητα των περισσότερων έχει περιοριστεί τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα η συνεισφορά τους στην τοπική αγορά να είναι μειωμένη. Πάντως, ο μεγάλος αριθμός των Θεσσαλονικέων και άλλων βορειοελλαδιτών «μονίμων» παραθεριστών της Χαλκιδικής εξακολουθεί να έχει βαρύνουσα παρέμβαση στις εκτός των ξενοδοχείων επιχειρήσεις της περιοχής. Όπως ακριβώς τις προηγούμενες δεκαετίες η δική τους κατανάλωση ήταν η βασική αιτία της επιχειρηματικής ανάπτυξης στην περιοχή, έτσι τα τελευταία χρόνια της ύφεσης η υποχώρηση της δικής τους κατανάλωσης είναι ο κύριος παράγων της αλλαγής του επιχειρηματικού τοπίου, που είναι εμφανής.

Πέμπτον, η πιο δυναμική τουριστική περιοχή της Β. Ελλάδος και όσοι διαχειρίζονται τις τύχες της οφείλουν να απαντήσουν τα επόμενα χρόνια σε μια σειρά από διλήμματα, που μόνο εύκολα δεν μπορεί να τα χαρακτηρίσει κανείς. Το βασικότερο για τη Χαλκιδική είναι αν θα καλλιεργήσει τον μαζικό τουρισμό που δημιουργεί μπούγιο, αλλά δεν αποφέρει τα αναμενόμενα σε οικονομικό επίπεδο, ή αν η αγορά θα προσφέρει πιο αναβαθμισμένο προϊόν και θα «κυνηγήσει» ανάλογη πελατεία. Κι αν κάτι τέτοιο σε ορισμένα σημεία –ιδιαιτέρως στην Κασσάνδρα- είναι απλώς αδύνατο λόγω της διαμορφωμένης και παγιωμένης μαζικότητας, υπάρχουν ακόμη περιοχές που δεν έχουν υπεραξιοποιηθεί, αλλά έχουν μπει στο στόχαστρο σχετικών κύκλων. Το ενδιαφέρον, μάλιστα, τονώνεται από την αυξημένη ζήτηση των Βαλκάνιων και Ρώσων όχι μόνο για ένα «room to let», αλλά και για την απόκτηση ενός εξοχικού, συχνά χαμηλών προδιαγραφών. Ας σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια το ελληνικό δημόσιο δια του ΤΑΙΠΕΔ έχει πουλήσει σε ιδιώτες μεγάλες σχολάζουσες εκτάσεις, που είναι κατάλληλες για τουριστική αξιοποίηση. Οι περισσότεροι από τους Έλληνες και ξένους που έχουν επενδύσει σε αυτές δεν έχουν ακόμη ανοίξει τα χαρτιά τους στην πράξη. Είναι δεδομένο ότι από τις επιλογές και τη συμπεριφορά τους θα επηρεαστούν μεγάλες περιοχές της Χαλκιδικής, καθώς σε ανάλογες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια καταγράφονται σημαντικά προβλήματα.

Έκτον, αλλά όχι τελευταίο. Οι υποδομές στη Χαλκιδική βρίσκονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο, που είναι αμφίβολο αν θα μπορούν τα επόμενα χρόνια να υποστηρίξουν διψήφιο ποσοστό ανόδου στην επισκεψιμότητα της περιοχής, όπως πιθανότατα θα εξελιχθεί φέτος. Στην πραγματικότητα τα υποβαθμισμένα δίκτυα μεταφορών, ύδρευσης και αποχέτευσης –για να αναφερθούμε στα βασικότερα- αποτελούν περιβαλλοντικές και κοινωνικές βόμβες. Το αναγνωρίζουν οι αυτοδιοικητικοί και οι επιχειρηματίες της περιοχής, οι οποίοι από τη μία χαίρονται όταν βλέπουν τα καραβάνια των αυτοκινήτων –ΙΧ και λεωφορείων- με βαλκανικές πινακίδες να εφορμούν στα τρία πόδια, αλλά από την άλλοι ζουν με την αγωνία αν οι αγωγοί και τα υπόλοιπα συστήματα υποδομών θα αντέξουν!