Skip to main content

Η περίπτωση του Suntan και το τέλος ( ; ) του Greek Weird Cinema

Το Suntan έχει ήδη ταξιδέψει στο εξωτερικό, κερδίζοντας βραβεία σε Εδιμβούργο, Οαχάκα και Οδησσό, αποσπώντας πολύ καλές κριτικές.

του Γιάννη Λέκκα

Η περίπτωση του Suntan (2016) έρχεται για να σταματήσουμε να μιλάμε πια για περιπτωσιολογία. Έρχεται για να επιβεβαιώσει με τον πιο ακραιφνή τρόπο ότι το (νέο) ελληνικό σινεμά έχει χαρακτήρα. Και αυτός ο χαρακτήρας δεν εμπεδώθηκε με όρους δημιουργικής προσθετικής συνεισφοράς στο υπάρχον, αλλά με όρους αποδόμησης και καταστροφής του. Γι’ αυτό έχει και μέλλον.

Ο τόπος της ταινίας είναι ένα νησί, ένας χώρος αντιθέσεων. Ο 42χρονος Κωστής, αποβιβάζεται χειμώνα στην Αντίπαρο, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του νέου γιατρού του νησιού. Ένας άνθρωπος έρμαιο των καταστάσεων, για τις οποίες μοιάζει να θρηνεί. Ο Κωστής έρχεται στο νησί βιώνοντας ήδη την απώλεια του ίδιου του του εαυτού (ή ενός εαυτού που δεν έχει ποτέ υπάρξει). Αυτό που ελπίζει είναι απλά να αντέξει. Σε ένα περιβάλλον γκρίζας και κλειστοφοβικής ελληνικής επαρχίας που τα πάντα μένουν ίδια μέχρι το καλοκαίρι. Τους μήνες αυτούς το νησί από τόπος «εξορίας» γίνεται ιερός χώρος τρελών, αξημέρωτων πάρτυ, ένας χώρος με απέραντο φως και χρώμα.

Μία παρέα νεαρών τουριστών εμφανίζεται μπροστά στον Κωστή με όλη την ορμητική και «χυδαία» άγνοια του χρόνου. Ο Κωστής ακολουθεί την παρέα σε μία ξέφρενη χορογραφία συναισθημάτων και σεξουαλικής απελευθέρωσης, μα πάνω απ’ όλα μαγεύεται από την Άννα, ένα ξανθό όμορφο κορίτσι. Και εδώ είναι που αρχίζει να πιστεύει σε έναν νέο εαυτό. Μαζί με την Άννα. Γίνεται;

Σκηνοθέτης είναι ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος (Wasted Youth, Bank Bang), ο οποίος, μαζί με τον Σύλλα Τζουμέρκα (για όσους είδατε τη ταινία είναι ο Ορέστης, παλιός συμφοιτητής του Κωστή), γράφουν ένα σύγχρονο δράμα με την ειλικρίνεια των δημιουργών που δεν αφηγούνται απλά. Ο αυτοσχεδιασμός είναι διάχυτος σε όλη τη ταινία, ενώ ο ρεαλισμός, είτε με το (συνειδητά ασύμμετρο) κάδρο, είτε με τους διαλόγους, ταιριάζει απόλυτα με τη δίνη της πλοκής, που υφαίνει εξαιρετικά το φως του καλοκαιριού με το σκοτάδι του πρωταγωνιστή.

Ο Μάκης Παπαδημητρίου (Κωστής) αποτυπώνει εξαιρετικά τόσο τη ματαίωση ενός ανθρώπου που απλά μοιάζει αποσυνάγωγος και ανήδονος, όσο και τη σταδιακή κορύφωση σε μια ψυχή που ρισκάρει τα πάντα για να νιώσει κι αυτή μέρος του παιχνιδιού. Ένα παιχνίδι, όμως, με όρους και κανόνες που απλά δεν καταλαβαίνει. Ένας άνθρωπος απόκοσμος, ένας άνθρωπος που μοιάζει να μην καταλαβαίνει το «γιατί» γύρω του. Ένα «γιατί» δίχως τέλος.

 

Η ερμηνεία της Έλλης Τρίγγου είναι επίσης σπουδαία. Το κορίτσι (Άννα) είναι 19 χρονών, μέσα στη νιότη, σε αυτή την παράφορη άρνηση του χρόνου και του θανάτου. Η Άννα θέλει απλά να περάσει καλά με την παρέα της, μέσα στην αθωότητα και την αφέλεια της αποδοχής, ρουφάει κάθε ερέθισμα και ζει την κάθε στιγμή.

Greek Weird Cinema?

Το 1995, οι Δανοί σκηνοθέτες Τόμας Βίντερμπεργκ και Λαρς Φον Τρίερ γράφανε το μανιφέστο του περίφημου «Dogma 95», ανοίγοντας νέους κινηματογραφικούς δρόμους. Στόχος τους ήταν μια πιο αυθεντική καλλιτεχνική φόρμα, ένας «επαγγελματικός ερασιτεχνισμός». Η αριστουργηματική ταινία «Festen» (Οικογενειακή γιορτή, 1998) του Βίντερμπεργκ ήταν η πρώτη που πληρούσε όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά του δόγματος, γυρισμένη με οικιακή κάμερα, ενώ συνολικά λίγες ήταν αυτές που κάλυπταν όλα τα στάνταρς. Ωστόσο, το «δόγμα» αυτό άφησε παρακαταθήκη. Οι χαρακτήρες και ο ρεαλισμός αναδεικνύονται εις βάρος του «αισθητικού» αποτελέσματος. Οι αξίες του δυτικού πολιτισμού, η μικροαστική ηθική ως μέρος μια αόρατης ανήθικης εξουσίας, όλα αποδομούνται μπροστά στη κάμερα, κι όχι στο μυαλό του θεατή. Άξιοι συνεχιστές υπήρξαν και στη χώρα μας. Από άλλες αφετηρίες και με άλλο σκηνοθετικό βλέμμα φυσικά.

Festen (1998)

Το Suntan έχει ήδη ταξιδέψει στο εξωτερικό, κερδίζοντας βραβεία σε Εδιμβούργο, Οαχάκα και Οδησσό, αποσπώντας πολύ καλές κριτικές. Λογίζεται και το Suntan ως μέρος αυτού του ξέφρενου κύματος ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου των τελευταίων 7-8 χρόνων που φέρουν αυτόν τον τίτλο.

Το Greek Weird Cinema ή Greek Weird Wave δεν φανερώθηκε με τον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου. Όμως, ήταν αυτός που πήρε από το χέρι όλα τα φοβικά «σπέρματα» των προηγούμενων χρόνων (βλέπε Σπιρτόκουτο-Γιάννης Οικονομίδης 2002, Τσίου-Μάκης Παπαδημητράτος 2005, κ.α.) και τα απελευθέρωσε σε κάτι πιο δομημένο και εξωστρεφές.

Ακολούθησαν και άλλες ταινίες, όπως το Attenberng (2010, Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη), το Miss Violence (2013, Αλέξανδρος Αβρανάς), το Chevalier (2015, Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη).

Ο Κυνόδοντας (2009) κατάφερε να προσδώσει μια συνεκτικότητα σε αυτό το ρεύμα του ελληνικού σινεμά και αυτή η πορεία συνεχίζεται μέχρι και το Suntan.

Το Lobster (2015) του Λάνθιμου ήρθε για να αφαιρέσει το «Greek», αλλά να διατηρήσει το «Weird», έχοντας, ανοίξει τα φτερά του για το Hollywood. Αυτός ο πρώτος κύκλος του νέου ελληνικού κύματος κλείνει με πολλές διακρίσεις στο εξωτερικό, έχοντας ξεφύγει από τα στενά πλαίσια της αυτοαναφορικότητας.

 The Lobster

Η παγκοσμιότητα αυτή δεν ήταν συγκυριακή, είναι εμφανές ότι αυτό επιδιώχθηκε. Και επιδιώχθηκε με όρους αμιγώς καλλιτεχνικούς. Το Greek Weird Wave είναι ένα σινεμά βαθιά ανθρωποκεντρικό, με πρωταγωνιστές τσακισμένους, έρμαια των παθών και των αντιθέσεών τους. Που περιγράφει τερατωδώς, αλλά και αστεία, τις κοινωνικές συμβάσεις, τον μικροαστισμό της οικογένειας και την ροπή στον έλεγχο και τον φασισμό. Ένα σινεμά, που μιλάει με διασκεδαστικό και συνάμα τρομώδες black χιούμορ για τη μοναξιά, τον έρωτα και τον θάνατο μόνο και μόνο για να τα φέρει στην επιφάνεια όπως είναι: Σκληρά αλλά και όμορφα και ανθρώπινα. Ένα σινεμά σύγχρονο που περιγράφει την κρίση, πέρα από την σφοδρή οικονομική της διάσταση, σαν αυτό που τελικά είναι. Μια εσωτερική κατάρρευση.

Ένα σινεμά όμως που ίσως πρέπει να σταματήσει πια να λέγεται weird. Ο τίτλος αυτός του αφαιρεί το βάθος και την ουσία και το καθιστά κάτι που μοιάζει περιθωριακό, σχεδόν γραφικό, κάτι που είναι εντελώς άδικο για την σωστή κρίση του.

Το Suntan είναι μία ταινία που απλά σου δείχνει και δε σου λέει τίποτα. Δεν σε εκπαιδεύει, ούτε σου λύνει τις απορίες. Αυτό το πρωτόλειο κινηματογραφικό του στυλ, μαζί με τις εξαιρετικές ερμηνείες, είναι που το κάνει να ξεχωρίζει. Weird;