Skip to main content

Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι σαν ένα εκκρεμές

Άλλες εξαγγελίες υπήρχαν προεκλογικώς, άλλες κατά τις πρώτες ημέρες της προεδρίας Τραμπ, αλλιώς διαγράφεται η κατάσταση σήμερα.

Πέρασαν τέσσερις μήνες προεδρίας του Ντ. Τραμπ, και αντί να αποσαφηνιστεί η πολιτική που θα ακολουθήσει η υπερδύναμη στον εξωτερικό τομέα, μάλλον η κατάσταση έχει περιπλεχτεί.

Άλλες εξαγγελίες υπήρχαν προεκλογικώς, άλλες κατά τις πρώτες ημέρες της προεδρίας Τραμπ, αλλιώς διαγράφεται η κατάσταση σήμερα. Και το χειρότερο: Ουδείς γνωρίζει πώς θα διαμορφωθούν τα πράγματα αύριο, με τις τόσες ανακολουθίες και υπαναχωρήσεις.

Υποθέτω, πως η ισχυρή ομάδα που επέβαλε τον Τραμπ, δεν είναι τόσο ισχυρή ώστε να μεταβάλει την παρούσα κατάσταση, και μόνο μικρές μετατροπές μπορούν να συμβούν. Πιθανόν, η νίκη του Τραμπ δεν οφείλεται τόσο στον ίδιο και τους όπισθεν αυτού ισχυρούς, όσο στην αποστροφή του μισού πληθυσμού των ΗΠΑ προς την πολιτική των Κλίντον, ή και στα ίδια τους τα πρόσωπα.

Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχικές τοποθετήσεις του Τραμπ, διεφάνη ότι πλησιάζει την Ρωσία, επιτίθεται στην Κίνα και αδιαφορεί για την Ευρώπη, παραμερίζοντας την Γερμανία και αναδεικνύοντας την Βρετανία. Ως προς δε την Μέση Ανατολή, πλήρης υποστήριξη προς το Ισραήλ και αποφυγή περαιτέρω εμπλοκής στην Συρία. Με βάση τα ανωτέρω, είχα γράψει εδώ, πως είναι λογικό να προσεταιριστεί την Ρωσία, αφενός επειδή δεν μπορεί να έχει ανοιχτά πολλά μέτωπα, αφετέρου, εφόσον έχει σκοπό να περιορίσει τον δυναμισμό της Κίνας, οφείλει να έχει την Ρωσία τουλάχιστον ουδέτερη, αν όχι φιλική.

Τα πράγματα δεν εξελίχθησαν έτσι. Ο Αμερικανός πρόεδρος, άλλαξε τη στάση του έναντι μιας σειράς σημαντικών θεμάτων εξωτερικής πολιτικής.

Ήδη, διαπιστώνεται, ότι η ρωσοφοβία -ειλικρινής, ή εκ συμφέροντος των λόμπις-είναι αρκετά ισχυρή στις ΗΠΑ, ώστε να δηλώσει ο πρόεδρος των ΗΠΑ ότι οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας επιδεινώνονται, ενώ οι σχέσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου βελτιώνονται. (Παράλληλα, άλλαξε και τη στάση του έναντι του ΝΑΤΟ, το οποίο προεκλογικώς είχε υποβαθμίσει) δηλώνοντας τώρα ότι το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο προσαρμόζεται στις εξελισσόμενες απειλές παγκόσμιου χαρακτήρα.

Οφείλω να σημειώσω ότι η αλλαγή στάσης του Τραμπ έναντι της Κίνας, δεν ενοχλεί μόνον την Ρωσία, αλλά και τους συμμάχους των ΗΠΑ στην Ασία, που γνωρίζουν πως είναι θέμα χρόνου να γνωρίσουν την επιθετικότητα των Κινέζων σε αμφισβητούμενα κυριαρχικά δικαιώματα. Δεν έχουν κρύψει ότι φοβούνται επέκταση της κινεζικής επιρροής σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο στην ευρύτερη ασιατική περιοχή.

Προσθέτω, ότι πριν από την συνάντηση στη Φλόριντα με τον Κινέζο Πρόεδρο, ο Τραμπ είχε προβλέψει την διεξαγωγή "δύσκολων συζητήσεων" για το εμπόριο. Αντ’ αυτού, το θετικό κλίμα που διαμορφώνεται στις σχέσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου επιβεβαιώθηκε από τις δηλώσεις του Τραμπ στην εφημερίδα «The Wall Street Journal», σύμφωνα με τις οποίες δεν θα ανακηρύξει την Κίνα ως χώρα που χειραγωγεί το νόμισμά της, σε αντίθεση με την υπόσχεση που είχε δώσει κατά την πρώτη ημέρα του στο Οβάλ Γραφείο.

Η αναμενόμενη προσέγγιση με την Ρωσία δεν συνέβη -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των Υπηρεσιών τω δύο χωρών- και αυτό διεφάνη με την διαφοροποίηση των δύο δυνάμεων ως προς την Συρία, μετά τον απρόσμενο βομβαρδισμό από τις ΗΠΑ συριακού στρατοπέδου.

Ως προς την Ευρώπη, όπως έγραψε ο Αθ. Έλις στην «Καθημερινή», σε ανταπόκριση από την Ουάσιγκτον μια μόλις ημέρα πριν από την ορκωμοσία του Τραμπ, είναι ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος της μεταπολεμικής περιόδου που δεν υποστηρίζει την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Πιστεύει ότι η Ε.Ε. θα διαλυθεί και, παρότι υπό την πίεση και του κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, υπεραμύνεται της αμερικανικής αφοσίωσης στην άμυνα της Ευρώπης, μέσα του δεν το πιστεύει. Δεν έχει πεισθεί για τη σημασία της Ευρώπης σε ό,τι αφορά την ασφάλεια και την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ.

Ήταν ίσως αναπόφευκτο πως κάποια στιγμή θα ερχόταν η ώρα που ένας Αμερικανός ηγέτης θα ακολουθούσε διαφορετική προσέγγιση. Άλλωστε, εδώ και χρόνια, αρκετοί Αμερικανοί αξιωματούχοι, αναλυτές, αλλά και απλοί πολίτες, αμφισβητούν την επιλογή των ΗΠΑ να «προστατεύουν» τον υπόλοιπο ελεύθερο κόσμο.