Skip to main content

Η Ευρώπη ψάχνεται, η Ελλάδα χάνεται και η Πυθία επιμένει σε χρησμούς

Έχουν ξεκινήσει στο παρασκήνιο εντατικές διαβουλεύσεις για μία ΕΕ της πρώτης ταχύτητας, με τις μικρότερες και πιο αδύναμες χώρες να μένουν πιο πίσω.

Ένας διπλός προβληματισμός για το πού πάει η Ευρώπη και ποια θα είναι στο άμεσο μέλλον η θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυριάρχησε στο 2ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, που ξεκίνησε την περασμένη Πέμπτη και ολοκληρώθηκε χθες Κυριακή το μεσημέρι.

Με φόντο αφενός τα πέντε σενάρια Γιούνκερ για τη μελλοντική πορεία της Ένωσης και αφετέρου τις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές της χώρας στο Χίλτον, οι 230 ομιλητές επιχείρησαν να διατυπώσουν ερωτήσεις και να δώσουν απαντήσεις και εκδοχές σε περισσότερα από 40 επί μέρους θέματα που έχουν σχέση με την Ελλάδα και την Ευρώπη σε οικονομικό, κοινωνικό, γεωστρατηγικό, πολιτικό, τεχνολογικό και πολιτιστικό επίπεδο.

Μια τετραήμερη εμπειρία, που δεν έδωσε σε όλα τα ζητήματα σαφείς απαντήσεις –άλλωστε οι Δελφοί είναι χώρος ευθύνης της Πυθίας, που έγινε γνωστή στα πέρατα του κόσμου για τους διφορούμενους χρησμούς της. Βοήθησε όμως όσους παρακολούθησαν τις συζητήσεις και τις τοποθετήσεις να αντιληφθούν τις παραμέτρους της μεγάλης εικόνας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε αναταραχή λόγω των φυγόκεντρων τάσεων που απειλούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα των τελευταίων 60 ετών, με αφορμή το μεταναστευτικό και την οικονομική κρίση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώην πρωθυπουργός Κώστα Σημίτη –έναν σταθερό ευρωπαϊστή που διατηρεί επαφές σε πολλές πρωτεύουσες των χωρών της Ένωσης- ήδη οι χώρες που έξι δεκαετίες πριν ξεκινούσαν την ευρωπαϊκή ενοποίηση –ανάμεσα τους η Γαλλία και η Γερμανία- και η Ισπανία έχουν ξεκινήσει στο παρασκήνιο εντατικές διαβουλεύσεις για να προχωρήσουν τη συνεργασία τους σε μεγαλύτερο βάθος και πλάτος, δρομολογώντας στην ουσία την Ευρωπαϊκή Ένωση της πρώτης ταχύτητας, αφήνοντας τις μικρότερες και πιο αδύναμες οικονομικά χώρες πιο πίσω.

Από σήμερα –και με δεδομένες τις εκλογές στη Γαλλία και τη Γερμανία τους επόμενους μήνες- πολλοί αναμένουν τη σύνοδο κορυφής του προσεχούς Δεκεμβρίου, στην οποία θα καθίσουν μαζί στο ίδιο τραπέζι για πρώτη φορά οι νέες ηγεσίες των δύο ισχυρότερων χωρών της Ένωσης. Στην ουσία θα πρόκειται για μια κρίσιμη καμπή στην πορεία της Ένωσης που ξεκίνησε από την ανακοίνωση στο Ευρωκοινοβούλιο των πέντε σεναρίων για το μέλλον από τον Ζαν Κλοντ Γιούγκερ, ο οποίος θα τα παρουσιάσει στους ηγέτες των «27» στις 25 Μαρτίου στη Ρώμη, στην πανηγυρική σύνοδο για τα 60 χρόνια από την υπογραφή της πρώτης συνθήκης στην πρωτεύουσα της Ιταλίας, και θα ολοκληρωθεί με τις ευρωεκλογές του Μαϊου του 2019, όταν οι Ευρωπαίοι πολίτες με την ψήφο τους θα καθορίσουν τις εξελίξεις. 

Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα, που αποτελεί μέρος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος από το 1980, αλλά σήμερα είναι η πιο προβληματική από οικονομική άποψη χώρα της Ευρωζώνης, δείχνει να μην αποδέχεται τους όρους συμμετοχής της και να θυσιάζει την ουσία στα μικροπολιτικά παιχνίδια εξουσίας. Ενώ η συζήτηση υποτίθεται ότι γίνεται για το μέλλον και για το πώς η Ελλάδα θα διατηρηθεί στην πρώτη ταχύτητα των ευρωπαϊκών εξελίξεων, πολλοί από τους εγχώριους δήθεν υπεύθυνους παράγοντες των διαπραγματεύσεων του Χίλτον συμπεριφέρονται σα να βρήκαν την ευκαιρία να κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το πολύ μακρινό παρελθόν.


Με τρία Μνημόνια και ατέλειωτες συζητήσεις σε επτά χρόνια –τα δύο τελευταία χρόνια σε τόνους που συχνά είναι δραματικοί- στην Ελλάδα κανείς δεν μπορεί να φανταστεί μια σοβαρή συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Η χώρα έχει καταφέρει να χάσει την εμπιστοσύνη των ευρωπαϊκών θεσμών, στους οποίους η ίδια προσφεύγει για να διατηρηθεί στην οικονομική ζωή. Πρόκειται για μία ζημία που δύσκολα θα αποκατασταθεί, ανεξαρτήτως της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος.

Όπως διαπίστωσαν πολλοί από τους ομιλητές στο 2ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών στα επτά χρόνια από την εκδήλωση της κρίσης ελάχιστα από τα διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού συστήματος διορθώθηκαν. Όλοι στη χώρα δείχνουν –άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο- ότι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να αλλάξουν ρότα. Έτσι περιορίζουν τις συζητήσεις σε λογιστικά θέματα που αφορούν το δημόσιο τομέα, τα οποία μπορεί να είναι σοβαρά, αλλά ακόμη κι αν διευθετηθούν δε θα δώσουν παρά μια μικρή ανάσα στην κοινωνία και στην οικονομία. Αν δεν αλλάξει κάτι ως δια μαγείας, τα πολλά ερχόμενα χρόνια η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να στοιχηματίζει ξανά και ξανά για την ευρωπαϊκή της προοπτική, τη μόνη σοβαρή διέξοδο που διαθέτει. Και όπως γνωρίζουν καλά οι τζογαδόροι τα στοιχήματα ενίοτε χάνονται κιόλας.