Skip to main content

Η ευκαιρία της επίσκεψης Ερντογάν

Η οικονομική κρίση δεν συνεπάγεται εκπτώσεις στα εθνικά συμφέροντα. Αντίθετα, μπορούμε να προσαρμόσουμε για πρώτη και μοναδική φορά στη δική μας κουλτούρα την τουρκική εμπειρία με το ΔΝΤ, για να γίνου
Της Κωνσταντίνας Δημητρούλη


«Εάν η Ελλάδα είχε ως παράδειγμα την Τουρκία, δεν θα βίωνε αυτή την κρίση», υπογράμμισε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Νουριέλ Ρουμπίνι, μιλώντας σε εκδήλωση της Ένωσης Εξαγωγέων Αυτοκινητοβιομηχανίας της Τουρκίας, που πραγματοποιήθηκε στην Προύσα της Τουρκίας πριν από ένα μήνα. Πρόσθεσε δε ότι το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ισλανδία, διευκρινίζοντας πως «οι χώρες αυτές, λόγω του ότι δεν είναι ανταγωνιστικές, έχουν χάσει μερίδια των αγορών τους, που έχουν περάσει στην Κίνα και την Τουρκία».

Πριν όμως αναλύσουμε ποια μπορεί να είναι η συνδρομή του Τούρκου πρωθυπουργού στην Ελλάδα, ας ρίξουμε πρώτα μία ματιά στην εμπειρία της Τουρκίας με τον ΔΝΤ.  Η Τουρκία έχει προσφύγει πολλές φορές στο ΔΝΤ. Η πιο πρόσφατη ήταν με το τριετές πρόγραμμα των 10 δισ. δολαρίων, που συμφωνήθηκε το 2005. Από το 1999 μέχρι το 2003 το ΔΝΤ διοχέτευσε στην Τουρκία 20,4 δισ. δολ., αλλά έχει εισπράξει διαδηλώσεις διαμαρτυρίας εξαιτίας των σκληρών μέτρων. Έτσι, ο πρωθυπουργός της χώρας προσπαθεί να αποφύγει νέα προσφυγή και πρόσφατα αποφάσισε να παγώσουν προσωρινά οι διαπραγματεύσεις με το Ταμείο.

Στο πλαίσιο της εμπειρίας αυτής, η Τουρκία δεν έπαψε στιγμή να αγναντεύει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και ακόμα και αν η Ελλάδα ήταν ο κακός «μαθητής» της ευρωζώνης, δεν θα πάψει ποτέ για τη γείτονα χώρα να αντικατοπτρίζει την πολυπόθητη ευρωπαϊκή διάσταση. Το ευρωπαϊκό όραμα της Τουρκίας περνάει μέσα από την οικονομική ευημερία της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό η Τουρκία επιδιώκει με ισότιμους όρους να συνδράμει την Ελλάδα, καθώς η οικονομική επιτυχία της Ελλάδας υποστηρίζει και την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.

Επομένως η Τουρκία είναι ίσως πιο εύκολο αυτή τη στιγμή να επιδιώξει την ενίσχυση των οικονομικών σχέσεων της με την Ελλάδα, εφόσον αυτή το έχει ανάγκη, αλλά και για να επιδείξει στην ΕΕ ένα ευρωπαϊκό προσωπείο, όσο βέβαια αυτό της επιτρέπεται από τα ανεπίλυτα διμερή προβλήματα.

Βέβαια, η μείωση των αμυντικών δαπανών και για τις δύο  χώρες θα τις διευκόλυνε τα μέγιστα, καθώς αντιμετωπίζουν τη δαμόκλειο σπάθη του ΔΝΤ. Για να συναινέσουν όμως οι δύο πλευρές στη μείωση των δαπανών αυτών που τους κοστίζει χρυσάφι, θα πρέπει να επιλύσουν χρονίζουσες διαφορές αλληλένδετες.

Όπως, όμως, και να έχει, η επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερνγτογάν στην Αθήνα δεν μπορεί να μην συνδεθεί με τα οικονομικά θέματα. Σίγουρα, τα θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι συνδεδεμένα με την οικονομία και στους χαλεπούς σημερινούς καιρούς για την Ελλάδα, που η διαπραγματευτική δυνατότητα μειώνεται, η επίσκεψη μπορεί να χαρακτηρίζεται και επικίνδυνη. Από την άλλη, όμως, πλευρά, γιατί έστω και για μία φορά το επικίνδυνο να μην το μετατρέψουμε σε ωφέλιμο σε αυτή τη χώρα.

 Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση δεν συνεπάγεται ότι θα κάνουμε έκπτωση στα εθνικά μας συμφέροντα. Και σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Ερντογάν επισκέφτηκε τη χώρα με πολυπληθή επιχειρηματική αποστολή. Μπορούμε λοιπόν να αποκομίσουμε εμπειρίες από μία χώρα που βίωσε την παρουσία του ΔΝΤ και μάλιστα βγήκε κερδισμένη από τις επενδύσεις. Ας πάρουμε λοιπόν το μάθημα, ας το προσαρμόσουμε για πρώτη και μοναδική φορά στη δική μας κουλτούρα, για να γίνουμε ένας ελκυστικός προορισμός επενδύσεων.