Skip to main content

Η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό δημιούργησε τον ΣΒΒΕ

Από Voria.gr
Τα στοιχεία που καταγράφονται από τον ιστορικό Ευάγγελο Χεκίμογλου στην ειδική έκδοση για τα πρώτα 100 χρόνια του ΣΒΒΕ είναι αποκαλυπτικά

Η ίδρυση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος υπήρξε μια αναγκαιότητα των εξελίξεων μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της Βορείου Ελλάδος στον εθνικό κορμό. Τα στοιχεία που καταγράφονται από τον ιστορικό και συγγραφέα Ευάγγελο Χεκίμογλου στην ειδική έκδοση για τα πρώτα 100 χρόνια του ΣΒΒΕ είναι αποκαλυπτικά.  

Στις αρχές του 1914 η Ελλάδα ζούσε την ευφορία μιας χώρας που είχε νικήσει σε δύο διαδοχικούς πολέμους, και μάλιστα σε έκταση που ελάχιστοι τολμούσαν να ονειρευτούν πριν από την έναρξή τους. Είχαν περάσει 15 μήνες από την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη και μόλις δέκα εβδομάδες από τη στιγμή που οι «κατακτηθείσες χώρες» είχαν γίνει και επισήμως ελληνικές.

Νέο φορολογικό σύστημα  

Σχεδόν αμέσως μετά τη Σύµβαση των Αθηνών το υπουργικό συµβούλιο (µε Υπουργό Οικονοµικών τον Αλέξανδρο ∆ιοµήδη) επέκτεινε στις λεγόµενες Νέες Χώρες το φορολογικό σύστηµα της Παλαιάς Ελλάδας. Ως τότε, τα εµπορεύµατα που κυκλοφορούσαν στη Μακεδονία φορολογούνταν µε βάση τους οθωµανικούς νόµους, που εξακολουθούσαν να ισχύουν -µε εξαίρεση το πονικό δίκαιο. Αρκετά είδη καθηµερινής χρήσης επιβαρύνονταν µε δασµούς 11% αλλά όχι µε φόρους κατανάλωσης. Με την εφαρµογή της ελληνικής φορολογίας τα είδη αυτά επιβαρύνθηκαν µε φόρους κατανάλωσης και συνεπώς ακρίβαιναν. Ιδιαίτερα το πετρέλαιο, το οινόπνευµα και η ζάχαρη. Οι Θεσσαλονικείς διαµαρτυρήθηκαν. ∆εν ήταν µόνον ζήτηµα δικαιοσύνης, αλλά και επιβίωσης. Η κατά κεφαλή κατανάλωση πετρελαίου στη Μακεδονία ήταν 2,5 φορές µεγαλύτερη από ό,τι στην παλαιά Ελλάδα. Αντίστοιχη ήταν η επιβάρυνση µε τη νέα φορολογία. Χιλιάδες οικογένειες αντιµετώπισαν δυσκολίες στο µέσο του χειµώνα. Ακόµη πιο µεγάλο πρόβληµα αντιµετώπισαν οι βιοµηχανίες και τα εργαστήρια. Όσο για τη ζάχαρη που αντιπροσώπευε το 11% των εισαγωγών, οι συνέπειες ήταν µεγάλες.

Όλοι άρχισαν να αντιλαµβάνονται αυτό που οι ειδικοί γνώριζαν εξ αρχής: ∆εν αρκεί να κατακτήσεις έναν τόπο µε τα όπλα. Πρέπει να µπορείς να τον κυβερνήσεις. Η πορεία της ενσωµάτωσης των «νέων χωρών» στην Ελλάδα θα ήταν µακρά και χρειαζόταν προσοχή και γνώση. Γι’ αυτό πίσω από τους πρώτους Έλληνες στρατιώτες που µπήκαν στη Θεσσαλονίκη, ο Βενιζέλος έστειλε αµέσως ό,τι καλύτερο είχε η ελληνική δηµόσια διοίκηση, για να στήσουν µηχανισµούς, να συγκεντρώσουν τους φόρους και να επιβάλλουν την τάξη. Αν και υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις να αποτύχει αυτό το εγχείρηµα - πολλές φυλές, θρησκείες και γλώσσες, παλαιές συνήθειες και πάνω από όλα ο ελληνοβουλγαρικός πόλεµος (Μάιος - Ιούλιος 1913) - , παραδόξως ο µηχανισµός λειτούργησε. Το εµπόλεµο έτος 1913 η Ελλάδα αποκόµισε από τη Μακεδονία τόσα έσοδα, όσα το οθωµανικό κράτος συγκέντρωνε σε ειρηνικές περιόδους.

Αδυναμία εισπράξεων

Σοβαρότερη ήταν η αδυναµία εκατοντάδων επιχειρήσεων να εισπράξουν από τους πελάτες τους οφειλές από πωλήσεις επί πιστώσει. Διότι µε την αλλαγή των συνόρων οι πελάτες τους βρίσκονταν τώρα στη σερβική ή τη βουλγαρική επικράτεια, ενώ οι πιστωτές στην ελληνική. Ακόµη σοβαρότερη ήταν η αδυναµία των κλωστηρίων να προµηθευτούν πρώτες ύλες. Μέχρι πριν από λίγο καιρό αγόραζαν βαµβάκι από τα Άδανα της Μικράς Ασίας, κάτι που τώρα δεν το επέτρεπαν ούτε τα σύνορα, ούτε οι δασµοί, ούτε η περιορισµένη αγορά.  Κανείς σχεδόν από τους βιοµήχανους της εποχής δεν ήταν µόνον βιοµήχανος. Όλοι επιδίδονταν εξ ίσου δραστήρια και στο εµπόριο, από το οποίο αποκόµιζαν σηµαντικά κέρδη. Αλλά τα νέα σύνορα δεν ευνοούσαν το εµπόριο που είχε αναπόφευκτα µειωθεί. Οι βαµβακουργίες και οι νηµατουργίες έδιναν το στίγµα τους στη Μακεδονία, σε αντίθεση προς την Παλαιά Ελλάδα, όπου επικρατούσαν οι αλευροβιοµηχανίες.

Πυρήνας στους Καταρράκτες

Ο ιστορικός πυρήνας της µακεδονικής βιοµηχανίας ήταν η περιοχή των Καταρρακτών, που µε τις υδατοπτώσεις εξασφάλιζε φτηνή ενέργεια στη Βέροια, την Νάουσα και την Έδεσα. Οι Καταρράκτες ήταν το σηµαντικότερο βιοµηχανικό κέντρο της οθωµανικής αυτοκρατορίας, κάτι που η παλαιά Ελλάδα δεν φαινόταν να συνειδητοποιεί και κυρίως να θέλει να αξιοποιήσει.  Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του 1914 ήταν κλωστοϋφαντουργοί από τους Καταρράκτες και οι Αλλατίνη πήραν την πρωτοβουλία να αποκτήσει ο βιοµηχανικός κόσµος της περιοχής συλλογική ταυτότητα.

Οκτώ πρωτοπόροι

Η πρώτη συνάντηση έγινε στα γραφεία της Υφαντουργικής Εταιρείας «Έρια»7, στη Θεσσαλονίκη, στην παλιά οδό Τσιµισκή που δεν υπάρχει πιά, στην περιοχή του Αγίου Μηνά. Οικοδεσπότης της συνάντησης ήταν ο 68χρονος Περικλής Χατζηλάζαρος, προσωπικότητα με κύρος στην περιοχή. Μαζί του γύρω από ένα τραπέζι κάθισαν άλλοι επτά: ο 40χρονος Αθανάσιος Μακρής από τη Σιάτιστα, ο Γρηγόριος Λόγγος, ο 42χρονος Βασίλειος Τουρπάλης, ο Θεόδωρος ∆άνου, ο 50χρονος Μιχαήλ Νούσιας, ο Ηρακλής Χατζηδηµούλας και ο μόνος μη κλωστοϋφαντουργός, ο θρυλικός Μωύς Mορπούργο, 54 ετών, διευθυντής της αλευροβιομηχανίας Αλλατίνη, εγγονός της Ραχήλ Αλλατίνη και δισέγγονος του ιδρυτή της δυναστείας, Λάζαρου Αλλατίνη.

Επείγουσα ανάγκη  

Αυτοί οι οκτώ άνθρωποι είχαν ελάχιστα κοινά μεταξύ τους. Τώρα, όμως, ως επιχειρηματίες αντιμετώπιζαν µία νέα κατάσταση, µε συρρικνωμένες αγορές, ασταθές φορολογικό καθεστώς και προβληματικά δασµολόγια. ∆εν ήταν κατάσταση καλή, έστω και αν οι εκπρόσωποι του ελληνικού κράτους προσπαθούσαν να τους εμψυχώσουν µε υποσχέσεις για το µέλλον. Στις συνθήκες αυτές, η ανάγκη για το συντονισµό των βιομηχανικών επιχειρήσεων ήταν έντονη και οι ρυθµίσεις για τη φορολογία την είχαν καταστήσει ακόµη πιο αισθητή. Το πρακτικό που συντάχθηκε και υπογράφτηκε στη συνάντηση της οδού Τσιµισκή κατέγραφε αυτήν την ανάγκη: Ο Σύνδεσµος που θα ιδρυόταν θα συντόνιζε τις κοινές ενέργειες για την υποστήριξη της εγχώριας βιοµηχανίας, δηλαδή των βιοµηχανιών που ήταν εγκατεστηµένες στη Μακεδονία.

Σκοπός του ήταν η ενίσχυση και υποστήριξη των «συµφερόντων της εγχωρίου βιοµηχανίας». Όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, µια επιτροπή ανέλαβε να ασχοληθεί µε τα πρακτικά θέµατα. Ο Αθανάσιος Μακρής, ο Ηρακλής Χατζηδηµούλας και ο Θεόδωρος ∆άνου ανέλαβαν να συντάξουν το καταστατικό του Συνδέσµου και να εγγράψουν νέα µέλη. Τα κατάφεραν θαυµάσια µέσα σε δύο µόλις εβδοµάδες. Ο ΣΒΒΕ είχε γεννηθεί.