Skip to main content

Η Ελλάδα στους μεγαλύτερους εξαγωγείς ακτινιδίων στον κόσμο

Προοπτικές εξαγωγών στις αγορές της Ασίας, αλλά και της Λατινικής Αμερικής. Απαιτούνται βιομηχανικές επενδύσεις σε χώρους ψυγείων και συντήρησης.

Η Ελλάδα πιθανώς και μέσα στο 2017 θα κατακτήσει την τρίτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη των χωρών παραγωγών ακτινιδίου, σε μία αγορά που μεγαλώνει λόγω της αυξανόμενης ζήτησης από πλευράς καταναλωτών αλλά και των προσπαθειών  διείσδυσης αυτού του super food σε χώρες της Ασίας αλλά και της Λατινικής Αμερικής, όπως π.χ. σε Ιαπωνία, Κορέα, αλλά και Μεξικό.

Περιθώρια υπάρχουν για εξαγωγές ακόμη και στην Κίνα. παρότι ο ασιατικός γίγαντας είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός, με 2,5 εκατομμύρια τόνους το 2015, στη συνολική παγκόσμια παραγωγή που ήταν στα 4 εκατ. Τόνους.

Όπως τονίσθηκε στο Διεθνές Συνέδριο Ακτινιδίου, που σήμερα πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της ΔΕΘ- Helexpo, στο πλαίσιο της κλαδικής Frescon, η κινεζική παραγωγή καταναλώνεται στο εσωτερικό της χώρας και παρότι διπλασιάσθηκε δεν επαρκεί και αφήνει χώρο για την πραγματοποίηση εξαγωγών από ευρωπαίους παραγωγούς αλλά και τρίτες χώρες.

Η Ελλάδα, με πρωτοπόρο δύναμη την Πιερία από τη δεκαετία του 1970, έχει γίνει παγκόσμια δύναμη στο συγκεκριμένο φρούτο, με την καλλιέργεια να απλώνεται σε περίπου 80.000 στρέμματα και την παραγωγή να κυμαίνεται μεταξύ 160.000- 170.000 τόνων ετησίως, εκ των οποίων το 80% εξάγεται.

Τις αγορές της Ασίας, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, βλέπουν και οι Έλληνες παραγωγοί ακτινιδίων που σήμερα βρίσκονται στην τέταρτη θέση παραγωγών – εξαγωγέων ακτινιδίων, μετά από Ιταλία (μεταξύ 400.000- 600.000 τόνους), Νέα Ζηλανδία και Χιλή (παραγωγή λίγο μεγαλύτερη από την Ελλάδα), με την Κίνα να εξαιρείται επειδή όλη η παραγωγή της αυτοκαναλώνεται.

«Εκτιμώ ότι με τις νέες φυτεύσεις που έχουν γίνει, στην επόμενη διετία η ελληνική παραγωγή θα φτάσει στις 200.000 τόνους, ενώ μία παραγωγή 250.000 τόνων είναι και εφικτή και διαχειρίσιμη», υποστήριξε ο διευθυντής της ΕΑΣ Καβάλας κ. Κλέαρχος Σαραντίδης, ο οποίος όμως επισήμανε ότι οι συνεταιριστικές οργανώσεις και οι επιχειρήσεις του κλάδου, πρέπει να κάνουν σημαντικές επενδύσεις σε ψυκτικούς θαλάμους καθώς οι υπάρχουσες υποδομές περίθαλψης των ακτινιδίων, δεν επαρκούν.

Τα διαθέσιμα ψυγεία μπορούν να δεχθούν έως 70.000 τόνους, με αποτέλεσμα οι Έλληνες παραγωγοί να αναγκάζονται να διαθέσουν το προϊόν σε περιορισμένο χρόνο οπότε και υφίστανται τις πιέσεις στις τιμές.

Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις έχουν χάσει χρόνο για την ανάληψη επενδύσεων σε βιομηχανικές υποδομές επειδή για δύο χρόνια περιμένουν το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να προκηρύξει την σχετική ενισχυτική Κοινοτική Δράση.

Οι Έλληνες αγρότες, μετά από μία περίοδο αναμονής, επενδύουν και πάλι στο ακτινίδιο. Έτσι, επί παραδείγματι, η συγκεκριμένη καλλιέργεια έφτασε να έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στα έσοδα της ΕΑΣ Καβάλας, παρότι άρχισε να μπαίνει στα χωράφια το 2.000. Ο συγκεκριμένος Συνεταιρισμός, με 2.500 μέλη, έχει ψυκτικές εγκαταστάσεις για ποσότητες 9.000 τόνων αλλά πρέπει να επενδύσει περί τα 3-4 εκατ. Ευρώ για να μπορεί να συντηρεί επιπλέον 3.500 τόνους.

Το μάρκετινγκ κάνει καλό στις εξαγωγές

Η ζήτηση στη διεθνή αγορά για το ακτινίδιο- πράσινες ποικιλίες αλλά και τις κίτρινες- αυξάνεται, με το αποτελεσματικό μάρκεντινγκ να δημιουργεί νέους φίλους του ευεργετικού φρούτου σε Ασία, Λατινική Αμερική αλλά και Μέση Ανατολή.

Την εικόνα της διεθνούς αγοράς περιέγραψε η κ. Laura Stocchi, υπεύθυνη στατιστικών ερευνών του ιταλικού CSO, η οποία είπε ότι οι κυριότερες αγορές για το ακτινίδιο στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, είναι της Γερμανίας, Γαλλίας, Βελγίου και Ολλανδίας, ενώ στο νότο της Ευρώπης είναι η Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία.

Η κ. Stocchi, αναφέρθηκε και στην προσαρμογή των Ελλήνων παραγωγών στα δεδομένα που δημιούργησε το εμπάργκο της Ρωσίας. Πριν το εμπάργκο η Ελλάδα διέθετε στη Ρωσία το 68% της παραγωγής της ενώ σήμερα εξάγει μόλις το 18%. Προσαρμοζόμενη στη νέα κατάσταση, εξάγει σήμερα το 67% στην Ευρώπη, όταν προ εμπάργκο εξήγαγε ποσοστό 39%, ενώ πλέον κινείται και σε νέες αγορές όπως της Κίνας και της Αιγύπτου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η εισήγηση του κ. Χρίστου Ξυλογιάννη, καθηγητού στο πανεπιστήμιο Basilicata, o οποίος μίλησε για τις μεθόδους ενίσχυσης της βιολογικής άμυνας των δένδρων ώστε να αντιμετωπιστεί η βακτηρίωση (psa), ασθένεια που κατέστρεψε δεκάδες χιλιάδες στρεμμάτων στη Νέα Ζηλανδία και την Ιταλία, ενώ υπάρχει και σε φυτείες ακτινιδίων στην Ελλάδα.

«Το κριτήριο διαμόρφωσης της τιμής δεν πρέπει να είναι το μέγεθος του καρπού, αλλά συνολικότερα η ποιότητά του. Πρέπει να αποφευχθούν οι πρακτικές που είχαν ακολουθηθεί, στο παρελθόν, με υπερβολική και λάθος χρήση λιπασμάτων και ορμονών».