Skip to main content

Οι δημοσκοπήσεις εκφράζουν ή χειραγωγούν τους πολίτες;

Με τις σημερινές δημοσκοπήσεις απεικονίζεται η πραγματική τάση του εκλογικού σώματος; Δύο πιθανές εξηγήσεις για τα ευρήματα των μετρήσεων.

Δεν συμφωνώ με όσους αρνούνται να λάβουν σοβαρά υπόψη τις δημοσκοπήσεις. Απεναντίας, τις παρατηρώ με μεγάλη προσοχή, όχι όμως προκειμένου να αντιληφθώ ποιες είναι οι προτιμήσεις του κοινού στη δεδομένη στιγμή, αλλά προς ποια κατεύθυνση θέλουν να το στείλουν οι εκλογομάγειροι.

Λέγεται, ότι όταν ζούσε η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν χρειάζονταν οι δημοσκοπήσεις, διότι η σταρ είχε από ένστικτο την ικανότητα να αντιλαμβάνεται ποιος θα είναι ο κερδισμένος. Γνώριζαν επομένως πολλοί, που παρατηρούσαν τις κομματικές μετακινήσεις της, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των εκλογών.

Αυτή είναι η εύθυμη πλευρά της υπόθεσης. Οι δημοσκοπήσεις όμως, θεωρώ ότι πράγματι επιτελούν σημαντικό ρόλο στην έκφραση της εκλογικής προτίμησης των ψηφοφόρων. Αυτήν την φορά δε, ο ρόλος τους είναι χαρακτηριστικός, διότι παρουσιάζεται μέσω αυτών μια εικόνα που μόνον οι υπερήλικες γνώρισαν (από το 1950).

Παρατηρώ λοιπόν, ότι λίγους μήνες μετά τις εκλογές και μέχρι σήμερα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια διαφορά Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ περί το 10% υπέρ της πρώτης. Τόσα γεγονότα έχουν συμβεί, η διαφορά παραμένει στα ίδια επίπεδα. Εξ ίσου χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ προ των εκλογών οι δημοσκοπήσεις έφεραν να εισέρχονται στην Βουλή, τουλάχιστον τρία κόμματα ακόμη, δεν επαληθεύθηκε η εκτίμηση.

Με τις σημερινές δημοσκοπήσεις απεικονίζεται η πραγματική τάση του εκλογικού σώματος; Οι εξηγήσεις είναι δύο. Η επίσημη υποστηρίζει ότι οι καταγραφές αποδίδουν τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος κατά τη στιγμή που διεξάγεται η δημοσκόπηση. Που σημαίνει ότι, την επόμενη ημέρα, η έλευση κάποιου γεγονότος ανατρέπει τα δεδομένα και κατ’ επέκταση τις προτιμήσεις.

Αυτό όμως, δεν λαμβάνεται υπόψη από το εκλογικό σώμα, και κατά κανόνα θεωρεί ότι το δημοσκοπικό αποτέλεσμα προβλέπει τι θα συμβεί μετά από μήνες, όταν γίνουν οι εκλογές. Και εδώ έρχονται άλλοι που υποστηρίζουν, ότι επειδή αυτό συμβαίνει, είναι εύκολο μέσω των δημοσκοπήσεων να κατευθυνθούν οι ψηφοφόροι προς τα εκεί που επιθυμούν τα εξωθεσμικά κέντρα.

Μου δημιουργείται η εντύπωση -χωρίς να έχω στοιχεία να το αποδείξω- ότι διεξάγεται σήμερα ένα περίεργο παιχνίδι. Να φέρουν δηλαδή τα δύο κόμματα εξουσίας σε ίση μοίρα, με ελάχιστη διαφορά, και χωρίς να αποκτήσει κάποιο αυτοδυναμία, ώστε να υποχρεωθούν να συγκυβερνήσουν.

Έτσι, αφενός οι αποφάσεις των δύο θα εφαρμόζονται ευχερέστερα, με αδύναμη αντιπολίτευση, αφετέρου θα χρεωθούν και τα δύο την μνημονιακή πολιτική, ώστε αναλώσιμα όντα, να δημιουργηθεί κενό -μετά και την εφαρμογή όσων επιτάσσουν οι δανειστές- και να υπάρξουν νέες καταστάσεις με «αδιάφθορους» πολιτικούς. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα κοιμούνται ήσυχοι οι δανειστές μας ότι δεν θα υπάρξουν απρόοπτα.

Κάτω από τα δύο κόμματα εξουσίας, αν απαιτηθεί, τον ρόλο του ρυθμιστή του επιθυμητού για τους δανειστές αποτελέσματος, παίζουν τα «μικρά» κόμματα, τα οποία θα ανεβοκατεβαίνουν τα ποσοστά τους μέχρι τις εκλογές, έτσι ώστε να επιτευχθεί η, περίπου, ισοψηφία των δύο κομμάτων εξουσίας.

Το συντηρητικό τμήμα του λαού, είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο κάποιοι νομίζουν. Επειδή απέχει από τις δυναμικές κινητοποιήσεις, δεν σημαίνει ότι δεν είναι πολυπληθέστερο. Έτσι δημιουργήθηκε μια ακόμη «αυταπάτη» στον πρωθυπουργό, ο οποίος -μετά των συμβούλων του στρατηγικής- δεν υπολόγισε εξ αρχής σωστά την αντίδραση των πατριωτών αστών στα όσα ετοιμάζονταν για το Σκοπιανό, γι’ αυτό και ο ίδιος, όσο και ο ΥΠΕΞ, εκνευρισμένοι, πρόσβαλαν τον λαό με τις δηλώσεις τους, για να επανορθώσουν τάχιστα μεταβάλλοντας στάση την εν λόγω διαπραγμάτευση.

Θεωρώ, πως εξακολουθούν ακόμη να πιστεύουν ότι τα περίεργα υψηλά ποσοστά που δίνουν οι δημοσκοπήσεις στην κυβέρνηση, θα έχουν την ίδια ανταπόκριση στις κάλπες. Κάθε μέρα που περνά, ο λαός αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο τι σημαίνει Αριστερά, τι είδους είναι το «ηθικό πλεονέκτημα» της, και τι επιδιώκει σε βάρος του, προκειμένου να μεταβάλει την Ελλάδα σε σοβιέτ. Οι δημοσκοπήσεις δεν σώζουν πάντα.