Skip to main content

Η ΔΕΘ, οι φυλακισμένοι βιομήχανοι και η… αόρατη αποκέντρωση των 20’s

Από Voria.gr
Η περίοδος του Μεσοπολέμου υπήρξε έτσι κι αλλιώς μια ταραγμένη περίοδος, πολύ περισσότερο για την Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα.

Η περίοδος του Μεσοπολέμου υπήρξε έτσι κι αλλιώς μια ταραγμένη περίοδος, από την οποία δεν έλειψαν τα πάθη. Πολύ περισσότερο για την Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα, περιοχές που είχαν ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό μόλις το 1912 – 1913. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Μακεδονίας –ο ΣΒΒΕ της πρώτης περιόδου- συµµετείχε, διά του Προέδρου του, µαζί µε άλλες επαγγελµατικές οργανώσεις της Θεσσαλονίκης, στην οργανωτική επιτροπή του µεγάλου συλλαλητηρίου που πραγµατοποιήθηκε την Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 1925 στην Πλατεία του Λευκού Πύργου, εναντίον της αυτονόµησης της Μακεδονίας.

Ακριβώς οκτώ μήνες μετά, στις 18 Οκτωβρίου 1925, εγκαινιάστηκε στο λιμάνι η Ελευθέρα Ζώνη Θεσσαλονίκης.

Συνολικά, καταλάµβανε 193 στρέµµατα γης και 158 στρέµµατα θάλασσας. Πρόκειται για χώρο ασκήσεως διαµετακοµιστικού εµπορίου, µε προσωρινή αποθήκευση εµπορευµάτων που επανεξάγονταν, χωρίς την επιβολή δασµών και έµµεσων φόρων. Κυρίως η Ζώνη, που νομοθετήθηκε το 1914, εξυπηρετούσε το εµπόριο της Σερβίας. «Μετά καταπλησσούσης ταχύτητος και επιµελείας εκτίσθησαν παµµέγισται αποθήκαι, εκτίσθη περιτείχισµα στερεόν περιβάλλον όλην την περιοχήν, ωργανώθη προσωπικόν άρτιον και εξησφαλίσθη εν παντί η ευόδωσις του σκοπού», έγραφε σχολιαστής σε αθηναϊκό φύλλο, θέτοντας και τις προκλήσεις: «Έκτασις υπάρχει απεριόριστος προς την πλευράν της Αικατερίνης. Αρωγή του κράτους θα υπάρξη αµέριστος εν πάση στιγµή. Τάχιστα θα ιδρυθώσιν εργαστήρια βιοµηχανικά διά την διασκευήν των εµπορευµάτων, την κατεργασίαν των πρώτων υλών, σταύλοι ευρύχωροι διά τα ζώα. Ειδικαί αποθήκαι διά τα σιτηρά. Εγκαταστάσεις διά την µηχανικήν απλούστευσιν της φορτώσεως, εκφορτώσεως, αποθηκεύσεως». Η ίδρυση βιοµηχανικών µονάδων στη συγκεκριµένη ζώνη ήταν ένα προβληµατικό θέµα και αποτέλεσε µόνιµο σηµείο αναφοράς του ΣΒΜ τα επόµενα χρόνια.
Λουκέτο στους αλευρόμυλους    

Η πλήρης ανωµαλία στη βιοµηχανία αλεύρων υπήρξε ένα από τα εντονότερα οικονοµικά πρόβληµα στην Ελλάδα το 1926. Το δασµολόγιο ευνοούσε την εισαγωγή αλεύρων από το εξωτερικό εις βάρος της εισαγωγής σιταριού και της αλευροποίησής του στην Ελλάδα. Επειδή η κατάσταση διήρκεσε αρκετούς µήνες, ένας - ένας οι αλευρόµυλοι έκλειναν. Εκτός από την ανεργία στην αλευροβιοµηχανία, υπήρξαν ευρύτερες συνέπειες. Για παράδειγμα, η διακίνηση των σιτηρών αποτελούσε ως τότε ένα από τα σηµαντικότερα έργα των εµπορικών πλοίων και των λιµανιών. Έτσι, τα πλοία έµειναν ανενεργά και τα λιµάνια άρχισαν να νεκρώνουν. Το πρόβληµα απασχόλησε και τον Σύνδεσμο, ο οποίος προέβη σε επανειληµµένα διαβήµατα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας.

Βιοµήχανοι στη φυλακή

Άλλο σοβαρό πρόβληµα ήταν η βαρύτατη δηµοτική φορολογία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο δήμος Νάουσας, που τριπλασίασε τη φορολογία στα εργοστάσια της πόλης. Στις 22 Ιουνίου 1926 ο Θ. Πάγκαλος (που ασκούσε πλέον την εξουσία δικτατορικά) επισκέφτηκε τη Βέροια και τη Νάουσα, όπου οι βιοµήχανοι παραπονέθηκαν για τη βαρύτατη δηµοτική φορολογία.

Ο Πάγκαλος, αντί απαντήσεως, έβγαλε ένα λογίδριο για τις υποχρεώσεις έναντι της πατρίδας. Αυτό ενθάρρυνε τις τοπικές αρχές. Οι βιοµήχανοι ζήτησαν είτε µείωση των φόρων είτε πάγωµα των οφειλών µέχρι να εκδοθεί σχετική απόφαση του αρµόδιου Υπουργείου επί της προσφυγής των ενδιαφεροµένων. Ο δήµαρχος όµως έσπευσε να εκδώσει εντάλµατα σύλληψης και φυλάκισης των διευθυντών των εργοστασίων, µε το πρόσχηµα ότι ήταν «δύστροποι οφειλέται». Ο Σύνδεσµος κινητοποιήθηκε ζητώντας από τα υπουργεία Εθνικής Οικονοµίας, Οικονοµικών και Εσωτερικών να «διατάξουν» το δήµαρχο της Νάουσας να αποφυλακίσει τους βιοµηχάνους και να αναθεωρήσει τις επιβαρύνσεις που είχε επιβάλει.

Σε λίγες µέρες επήλθε κυβερνητική µεταβολή, στα πλαίσια όµως του δικτατορικού καθεστώτος. Ο Πάγκαλος περιορίστηκε στον τίτλο του (αυτοδιορισµένου) Προέδρου της ∆ηµοκρατίας και στις 19 Ιουλίου σχηµατίσθηκε κυβέρνηση Αθανασίου Ευταξία. Σε λιγότερο από ένα μήνα, στις 17 Αυγούστου, η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε σχέδιο συµβάσεως µε τη σερβική κυβέρνηση, µε το οποίο ερµηνεύονταν ορισµένα ασαφή σηµεία παλαιοτέρων συµβάσεων, σχετικά µε τη δηµιουργία Σερβικής Ελευθέρας Ζώνης στο λιµάνι της Θεσσαλονίκης. Ήδη µε τις παλαιότερες συµφωνίες η Ελλάδα παραχωρούσε «εις το βασίλειον των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων διά χρονικήν περίοδον 50 ετών χώρον εν τω λιµένι Θεσσαλονίκης, όστις θέλεις διατεθή προς χρήσιν του Βασιλείου τούτου τιθέµενος υπό την τελωνειακήν του διοίκησιν», συνολικής εκτάσεως 94 στρεµµάτων.

Το θαύμα της Διεθνούς Εκθέσεως

Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε και η περιπέτεια της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η ΔΕΘ ξεκίνησε ως ιδιωτική (µη κερδοσκοπική) πρωτοβουλία µίας µικρής οµάδας Θεσσαλονικέων, µε πρόταση του Νικολάου Γερµανού, υφηγητή Φυσικής Ιστορίας και πρώην βουλευτή. Στην οργανωτική επιτροπή της 1ης ΔΕΘ είχε οριστεί ως µέλος και ο πρόεδρος του Συνδέσµου Βιοµηχάνων. Τον Οκτώβριο του 1926, µετά την πρώτη διοργάνωση, αποφασίστηκε η επανάληψη της έκθεσης και το 1927, οπότε και ο Σύνδεσµος όρισε ως εκπρόσωπό του τον Αναστάσιο Τσίτση, ο οποίος, όμως, συνειδητοποίησε ότι είχαν οριστεί στην επιτροπή πρόσωπα «ουδεµίαν µε την εµπορίαν και την βιοµηχανίαν σχέσιν έχοντα», ο αριθµός των οποίων ήταν πολύ µεγάλος σε σύγκριση µε τους εκπροσώπους των δύο αυτών κλάδων. Υπήρχαν µόνον πέντε έµποροι και ένας βιοµήχανος, σε µία επιτροπή 50 προσώπων.

Ο Σύνδεσµος αποφάσισε να ζητήσει από την κυβέρνηση να διοριστούν τέσσερις εκπρόσωποι του Συνδέσµου, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση. Ακολούθησαν προτάσεις συμβιβασμού, αλλά και έντονες ζυμώσεις στη µικρή κοινωνία της Θεσσαλονίκης. Δεν υπήρχε βέβαια κάποια δογµατική διαφορά. Εκείνο που πράγµατι συνέβαινε ήταν ότι αρκετοί εκπρόσωποι φορέων ήταν δυσαρεστηµένοι από τη συνήθεια του Νικολάου Γερµανού να υπερβαίνει τις αρµοδιότητές του, προφανώς χάριν του αποτελέσµατος. Για µερικούς, ο Γερµανός ήταν ο ιδρυτής και η ψυχή της Έκθεσης. Για άλλους ήταν ένας χαρισµατικός άνθρωπος, όχι ιδιαίτερα συνεργάσιµος. Του απέδιδαν ότι φρόντισε να διοριστεί µια πολυµελής και κατακερµατισµένη οργανωτική επιτροπή, αποτελούµενη κυρίως από ανθρώπους που δεν είχαν επαγγελµατικά συµφέροντα στην Έκθεση, ώστε να διατηρήσει ο ίδιος τον έλεγχο.

Τελικά στους κόλπους του ΣΒΜ επικράτησαν οι κατευναστικοί. Η τελική απόφαση του Συνδέσµου ήταν να αποδεχτεί την Επιτροπή ως είχε και να ζητήσει να συµπεριληφθούν µερικοί ακόµη βιοµήχανοι.

Οι σχολές του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης

Ο ΣΒΜ συµµετείχε σε µία επιτροπή, σκοπός της οποίας ήταν να υποβάλει προτάσεις για την καλύτερη λειτουργία του νεοσύστατου Πανεπιστηµίου. Ας σηµειωθεί ότι ο κύριος πόρος του Πανεπιστηµίου τουλάχιστον κατά την πρώτη δεκαετία της λειτουργίας του ήταν πρόσθετο τέλος 3% επιβαλλόµενο επί των δασµών «πάντων των διά του τελωνείου Θεσσαλονίκης εισαγοµένων εµπορευµάτων». Συνεπώς, οι έµποροι και οι βιοµήχανοι είχαν λόγο στη διοίκηση και τη λειτουργία του, έστω συµβουλευτικό. Επέµεναν ότι το πανεπιστήµιο θα έπρεπε να αποκτήσει σχολές µε τεχνική και θετική κατεύθυνση και ότι η χώρα είχε ήδη αρκετούς φιλολόγους.

Η βραδυπορούσα αποκέντρωση

Στις αρχές του 1927 οι συνθήκες φαίνονταν ευνοϊκές για να εφαρµοστούν οι σχετικές µε την αποκέντρωση διατάξεις που είχε θεσπίσει προ διετίας η κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου (πριν ανατραπεί από τον Θ. Πάγκαλο). Υπουργός Εθνικής Οικονοµίας ήταν ο Γεώργιος Μερκούρης και Γενικός ∆ιοικητής ο Αχ. Καλεύρας. Αµφότεροι έδειξαν να αποδέχονται το αίτηµα του Συνδέσµου για την ίδρυση Υπηρεσίας Εθνικής Οικονοµίας στη Γενική ∆ιοίκηση ή, µε άλλους όρους, για την µεταβίβαση αρµοδιοτήτων στην τελευταία από τις κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου. Μάλιστα, σε επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη το Φεβρουάριο του 1927 ο Μερκούρης φάνηκε πολύ θετικός στο αίτηµα. Ο Λαµνίδης έσπευσε να επισκεφτεί τον Υπουργό και τους διευθυντές του Υπουργείου στην Αθήνα, λίγες µέρες µετά τη συνάντηση στη Θεσσαλονίκη, για να υπενθυµίσει τις υποσχέσεις. Ο Μερκούρης ήταν το ίδιο ευγενικός, αλλά περισσότερο αόριστος. Όταν ο Λαµνίδης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, βρήκε ένα έγγραφο του υπουργού, το οποίο ανακοίνωνε ότι είχε συστήσει επιτροπή για να µελετήσει το αίτηµα, αποτελούµενη από τους προϊσταµένους των κεντρικών υπηρεσιών και αντιπροσώπους των επιµελητηρίων Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης και του ΣΕΒΒ. ∆ηλαδή, ο ΣΒΜ δεν θα συµµετείχε στην επιτροπή, παρά το γεγονός ότι το θέµα τον αφορούσε άµεσα. Οπωσδήποτε, το κλίµα που επικράτησε στο Υπουργείο δεν ήταν ευνοϊκό για την αποκέντρωση, που βραδυπορούσε.