Skip to main content

Αναγκαία η βαλκανική πολιτική για την αναβάθμιση του ρόλου της Θεσσαλονίκης

Εάν η χώρα μας έπαιρνε κάποτε στα σοβαρά τη βαλκανική ενδοχώρα, τότε η Θεσσαλονίκη θα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο

Στην πολιτική πολλά πράγματα έχουν διαφορετική στόχευση από την προφανή. Όπως και στη διπλωματία, στην άσκηση της οποίας αξιοποιείται συχνά το στρατιωτικό δόγμα «κάλυψη, απόκρυψη και παραλλαγή». Από την άλλη τόσο στην πολιτική, όσο και στη διπλωματία πολλά πράγματα γίνονται απλώς για να γίνουν. Για τις εντυπώσεις και την περίφημη επικοινωνία. Επίσης πολλές κινήσεις είναι λιγότερο μελετημένες απ’ όσο φαίνονται, καθώς όσοι τις δρομολογούν προσδοκούν μέσα στην αμηχανία τους να ψαρέψουν σε θολά νερά και -ποιος ξέρει;- ίσως κάτι να πιάσουν. Όπως συμβαίνει σε πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα αμερικανικής προέλευσης, στα οποία ο μοναχικός ντετέκτιβ όταν οδηγείται κάπου από το ένστικτό του, αλλά δεν έχει στοιχεία, προκαλεί μία μεγάλη αναταραχή με την προσδοκία ότι οι ύποπτοι και οι προθέσεις τους θα αποκαλυφθούν.

Στις αρχές της εβδομάδας ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συγκάλεσε μία άτυπη βαλκανική σύνοδο κορυφής. Υποδέχθηκε στην Αθήνα το σύνολο των ηγετών των χωρών της περιοχής, πλην της Αλβανίας, καθώς οι σχέσεις Αθηνών – Τιράνων διέρχονται οξεία κρίση με αφορμή την υπόθεση του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας Φρέντη Μπελέρη. Στο πλαίσιο της συνάντησης οι Βαλκάνιοι ηγέτες συνέφαγαν τόσο με την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν  και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ -άλλωστε η επίσημη αιτιολογία της πρόσκλησης ήταν η εξέταση των ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων-, όσο και με τον πρόεδρο της εμπόλεμης Ουκρανίας Βολοντίρ Ζελένσκι. Επίσης ο Ζελένσκι συναντήθηκε κατ’ ιδίαν στην Αθήνα εκτός από τον Έλληνα πρωθυπουργό και με τον Σέρβο πρόεδρο Βούτσιτς. Η μεν Σερβία έχει καταδικάσει τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία και δεν αναγνωρίζει την αλλαγή συνόρων, αλλά παράλληλα δεν έχει επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία, ενώ ο Βούτσιτς διατηρεί ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Η δε Ουκρανία δεν έχει αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Κοσόβου, κάτι που εκτιμούν οι Σέρβοι.

Τι απ’ όλα αυτά, που άνετα μπορούν να χαρακτηριστούν και ως «βαλκανική σαλάτα», είναι πραγματικό και τι αστικός μύθος ίσως να ξεκαθαριστεί στο μέλλον. Ενδεχομένως και όχι. Εκείνο που ασφαλώς θα πρέπει κάποια στιγμή να διευκρινιστεί είναι η βαλκανική πολιτική της Ελλάδας, που μάλλον δεν υπάρχει. Εάν όμως υπάρχει, κανείς -ή σχεδόν κανείς- δεν την βλέπει να ασκείται, είναι -τρόπον τινά- αόρατη. Διότι πέραν μιας γενικής αρχής ότι η Ελλάδα υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων τίποτε άλλο δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

Κάπου εδώ εισέρχεται ο παράγων Θεσσαλονίκη. Διότι όσο κι αν η Ελλάδα είναι μια ομοιογενής χώρα με διοικητικό κέντρο την Αθήνα, όπου βρίσκεται και το υπουργείο Εξωτερικών, η άσκηση βαλκανικής πολιτικής χωρίς την αξιοποίηση του παράγοντα Θεσσαλονίκη δε νοείται. Χιλιάδες χρόνια τώρα η ιστορία και η γεωγραφία υπογράφουν το αξίωμα ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πλέον βαλκανική ελληνική πόλη. Στις εκδηλώσεις του 2012 για τα 100 χρόνια από την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον εθνικό κορμό υπήρξαν Βαλκάνιοι ιστορικοί που υποστήριξαν -καθ’ υπερβολήν;- ότι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι έγιναν για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Αλλά και σήμερα, κάθε Σαββατοκύριακο η πόλη «πλημμυρίζει» από Σέρβους, Σκοπιανούς, Βούλγαρους, Μαυροβούνιους, Κοσοβάρους, οι οποίοι ψωνίζουν, διασκεδάζουν, αλλά και αγοράζουν ακίνητα για να έχουν μία βάση στη Θεσσαλονίκη ή στην αυλή της, στη Χαλκιδική.

Κακά τα ψέματα, η Ελλάδα μετά το 1990, όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου και χαμήλωσαν τα προς Βορράν ελληνικά σύνορα, δεν κατάφερε να διαμορφώσει επί της ουσίας βαλκανική πολιτική. Κάτι που θα σήμαινε να ηγηθεί της περιοχής, ως ο μοναδικός τότε εκπρόσωπος της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στο σύνολο των Ευρω-ατλαντικών θεσμών. Κι αν οι πολιτικές ηγεσίες το εξήγγειλαν στα λόγια, δεν το έκαναν ποτέ πράξη. Δεν θέλησαν; Δεν  μπόρεσαν; Δεν το επέτρεψαν οι ισχυρότεροι; Αδιάφορο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 οι προτεραιότητες της Ελλάδας ήταν άλλες. Από την είσοδο στο ευρώ, μέχρι τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Πάντως, εάν η χώρα μας έπαιρνε κάποτε στα σοβαρά τη βαλκανική ενδοχώρα, τότε η Θεσσαλονίκη θα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο. Για πολλούς η ευκαιρία έχει χαθεί, τότε που για να μεταβεί κάποιος αεροπορικώς από τη Θεσσαλονίκη στα Τίρανα, τη Σόφια ή το Βελιγράδι έπρεπε να πετάξει μέσω Αθηνών και να χάσει τουλάχιστον μία ημέρα.

Σύμφωνα, πάντως, με τον γνωστό διεθνολόγο Κωνσταντίνο Φίλη αν ακόμη και σήμερα η Ελλάδα θελήσει να αποκτήσει βαλκανική πολιτική και ουσιαστικό πολιτικό ρόλο στην περιοχή, οφείλει να δημιουργήσει μια αντίστοιχη γραμματεία βαλκανικών ζητημάτων στη Θεσσαλονίκη, η οποία θα έχει καθημερινή δραστηριότητα και μελλοντικά θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο. Σε αυτή την περίπτωση θα υπήρχαν οφέλη για τη Θεσσαλονίκη, που θα αναβαθμιζόταν σε κάτι περισσότερο από τουριστικός προορισμός city break. Ακόμη κι αν -όπως στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου- γινόταν και πάλι «πόλη των κατασκόπων», πιθανότατα να άξιζε τον κόπο. Ίσως σήμερα -με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία πλήρη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιπλέον την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία μέλη του ΝΑΤΟ- η δυνατότητα ελληνικής παρέμβασης στην περιοχή να έχει μειωθεί, αλλά πάντα θα υπάρχουν ευκαιρίες στο οικονομικό, επιχειρηματικό, ακαδημαϊκό, πολιτιστικό και κοινωνικό πεδίο. Διότι -εδώ που τα λέμε- το να παίρνει μέρος στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης του Σεπτεμβρίου ως τιμώμενη χώρα η Βουλγαρία ακούγεται… κάπως παράδοξο, αν όχι παράταιρο και ακατανόητο. Όχι τόσο επειδή είναι απορίας άξιον τι ακριβώς το τόσο ξεχωριστό έχει να παρουσιάσει στην ελληνική αγορά η γειτονική χώρα, κάτι που θα το δούμε στο περίπτερο 12 της 87ης ΔΕΘ, όσο διότι η εγγύτητα και η στενή συνεργασία των δύο πλευρών τις τρεις τελευταίες δεκαετίες θα έπρεπε εξ’ ορισμού να ακυρώνει κινήσεις αυτού του… διερευνητικού χαρακτήρα.