Skip to main content

Η αντιπαράθεση Δήμου - Περιφέρειας κακό σημάδι για τον τουρισμό

Η έλλειψη συνεργασίας και η περιφρόνηση της συμπληρωματικότητας είναι από τους βασικούς λόγους που η Θεσσαλονίκη υστερεί τουριστικά.

Η δημόσια αντιπαράθεση του αντιδημάρχου Τουρισμού του δήμου Θεσσαλονίκης Σπύρου Πέγκα και του αντιπεριφερειάρχη Αγροτικής Οικονομίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Φάνη Παππά για το ζήτημα της προβολής της τοπικής κουζίνας ως συγκριτικό πλεονέκτημα για την προσέλκυση επισκεπτών στην περιοχή προκαλεί μελαγχολία. Κυρίως διότι πιστοποιεί ότι ένας από τους βασικούς λόγους που η Θεσσαλονίκη και η Κεντρική Μακεδονία υστερούν τουριστικά είναι η έλλειψη συνεργασίας και η περιφρόνηση της συμπληρωματικότητας. Επιπλέον, το είδος και το ύφος της αντιπαράθεσης δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το μέλλον, αφού είναι φανερό ότι διάθεση συνεννόησης δεν υπάρχει. Αν και δεν ομολογείται επισήμως ότι η αντίθεση στα όρια της αντιπάθειας ανάμεσα στον κεντρικό δήμο και την Περιφέρεια έχει πολιτικά κίνητρα, είναι σαφές ότι η κόντρα Γιάννη Μπουτάρη – Απόστολου Τζιτζικώστα, που άλλοτε εκφράζεται ευθέως και δημοσίως και άλλοτε υποβόσκει υπογείως διαπερνά οριζόντια τα δύο στρατόπεδα. Ιδιαίτερα τους στενούς συνεργάτες δημάρχου και περιφερειάρχη, οι οποίοι βρίσκονται εγγύτερα στους δύο άντρες. Ακόμη κι αν την κατάσταση που υπάρχει εκφράζει το σχήμα «βασιλείς βασιλικότεροι του βασιλέως» -κάτι εξόχως πιθανό- η τουριστική ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής μόνο χαμένη βγαίνει από αυτή την απουσία σύμπνοιας, στα όρια της αντιπάθειας.

Το τελευταίο επεισόδιο ξεκίνησε από ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα εκ μέρους του κ. Σπύρου Πέγκα, ο οποίος έκρινε αφενός ότι η έκφραση «μακεδονική κουζίνα» που χρησιμοποιεί η περιφέρεια στην προσπάθεια να προβάλλει την τοπική αγροδιατροφική παραγωγή και γαστρονομία το μόνο που καταφέρνει είναι να διαφημίζει την κουζίνα των Σκοπίων και αφετέρου ότι τα χρήματα που δαπανά η περιφέρεια για το σκοπό αυτό είναι πολλαπλάσια του αντίστοιχου προϋπολογισμού του δήμου και στην ουσία πάνε χαμένα. Ο δήμος Θεσσαλονίκης διέθεσε το 2017 περί τα 25.000 ευρώ για να προβάλλει την κουζίνα της Θεσσαλονίκης, ενώ το Περιφερειακό Συμβούλιο αποφάσισε να διαθέσει την επόμενη διετία 3.000.000 ευρώ για την διεθνή προβολή της αγροτικής παραγωγής και της γαστρονομίας της περιοχής. Η απάντηση του κ. Φάνη Παππά στις δύο αυτές αιτιάσεις είναι ότι η Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας αφενός εκπροσωπεί 38 δήμους της περιοχής κι επομένως δικαίως το κονδύλι είναι μεγαλύτερο και αφετέρου θεωρεί πως ότι παράγει η μακεδονική γη και ότι μαγειρεύεται παραδοσιακά σε μια περιοχή που ασφαλώς έχει ελληνική ταυτότητα, συνιστά τη Μακεδονική Κουζίνα. Τελεία και παύλα.

Το θέμα έχει δύο διαστάσεις, τις οποίες δυστυχώς οι δύο παράγοντες της περιοχής απέφυγαν να θίξουν καν, αν και στην πραγματικότητα όφειλαν να επιληφθούν.

Πρώτον, το ζήτημα του τρόπου προβολής, των λέξεων και των χαρακτηρισμών που χρησιμοποιούνται είναι μείζονος σημασίας, διότι επηρεάζουν το αποτέλεσμα των ενεργειών που γίνονται. Προφανώς η διαφήμιση της ντόπιας παραγωγής και κουζίνας δε γίνεται μόνο προ χάριν των Ελλήνων, ούτε μόνο εντός των συνόρων. Επομένως υπάρχει θέμα αποτελεσματικότητας –στην ουσία και ταυτότητας- όταν χρησιμοποιείται ο όρος Μακεδονία και τα παράγωγά του. Είναι σίγουρο ότι κάποιοι στην αλλοδαπή τους οποίους προσπαθούμε να δελεάσουμε για να μας επισκεφθούν μπερδεύονται. Δεν ταυτίζουν όλοι οι ξένοι –ούτε καν οι πολλοί ή οι περισσότεροι- τη λέξη Μακεδονία με την Ελλάδα. Δεν υπάρχουν παγκοσμίως τόσο πολλοί κάτοχοι μεταπτυχιακού στην αρχαία ελληνική ιστορία. Επομένως πρέπει να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος ώστε και η δουλειά μας να γίνει και η λέξη Μακεδονία (μακεδονικός, μακεδονική κ.λπ.) να κατοχυρώνεται στην Ελλάδα. Επομένως, αυτό που επισημαίνει ο κ. Πέγκας ισχύει σε κάποιο βαθμό, αλλά είναι βέβαιο ότι με τη συνδρομή ειδικών της επικοινωνίας μπορεί να βρεθεί λύση.

Άρα δεν αρκεί να το επισημαίνει κάποιος στα κοινωνικά δίκτυα, πρέπει να συμβάλλει στην διευθέτησή του.

Δεύτερον, αν και η οικονομική διαφορά την οποία επισημαίνει ο κ. Πέγκας είναι μεγάλη, ο τρόπος που τοποθετεί το θέμα θυμίζει μικρό παιδί που δεν έχει όλα τα παιχνίδια που έχει κάποιος φίλος του και αυτό το οδηγεί στη γκρίνια. Ούτε η εξήγηση του κ. Παππά –εσείς είστε ένας δήμος, εμείς εκπροσωπούμε 38- είναι πειστική. Διότι το ζήτημα δεν είναι μαθηματικού τύπου. Τα λίγα ή πολλά χρήματα δεν έχουν σημασία από μόνα τους. Αν –για παράδειγμα- κάποιος δαπανά 25.000 ευρώ χωρίς κανένα αποτέλεσμα και κάποιος καταφέρει με 3.000.000 εκατ. ευρώ αποτελέσματα για 10.000.000 ευρώ είναι σαφές ότι σπάταλος και αναποτελεσματικός είναι ο πρώτος. Διότι ας το πάρουμε κάποτε απόφαση: πέρα από προθέσεις, που είναι καλές απ’ όλους, και πέρα από την προσπάθεια, που είναι μεγάλη επίσης απ’ όλους, μετράει -ή θα έπρεπε να μετράει- το αποτέλεσμα. Το οποίο είναι βέβαιον ότι θα ήταν καλύτερο για όλους εάν ο δήμος Θεσσαλονίκης, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και οι υπόλοιποι αρμόδιοι και ενδιαφερόμενοι στην ευρύτερη περιοχή συνεργάζονταν και συντόνιζαν τις δυνάμεις τους. Χωρίς ηγεμονισμούς και… αρχηγιλίκια. Σήμερα είναι «τα Φώτα κι οι φωτισμοί» - ας τους φωτίσουν.

Η Θεσσαλονίκη το τελευταίο διάστημα πάει καλά στον τουρισμό. Δέχεται περισσότερους επισκέπτες απ’ ότι στο παρελθόν. Αν, όμως, αυτή η πραγματικότητα δεν αξιοποιηθεί για τη διαμόρφωση ενός καλού κλασικού προϊόντος, το οποίο θα προβάλλεται όπως του αξίζει και όπου πρέπει, ώστε η πόλη να καθιερωθεί ως διαχρονικός τουριστικός προορισμός, ενδέχεται η καλή εικόνα του 2016, του 2017 και πιθανόν του 2018 να αποδειχθεί συγκυριακό πυροτέχνημα. Στην περίπτωση που τα πράγματα για τον τουρισμό δρομολογηθούν τεχνοκρατικά και ρεαλιστικά, ώστε η Θεσσαλονίκη να πάρει επάνω της, τότε πέριξ αυτού του καλού σεναρίου μπορεί να οικοδομηθεί και η εικόνα της υπόλοιπης Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία με εξαίρεση τη Χαλκιδική και λίγο την Πιερία, παραμένει τουριστικά υποβαθμισμένη, εάν όχι υπανάπτυκτη. Αυτή η σοβαρή δουλειά είναι στην ουσία το αντικείμενο –και η υποχρέωση- του Οργανισμού Τουριστικής Προώθησης και Μάρκετινγκ του νομού Θεσσαλονίκης, που έχει στη διάθεσή του τη δυναμική και τις προδιαγραφές μιας αξιόλογης περιοχής (ιστορία, μνημεία, φυσικό κάλλος, θάλασσα, σύγχρονος τρόπος ζωής, γαστρονομία, αγορά, διασκέδαση κ.λπ.). Μόνο που για να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα και σε αυτό το επίπεδο χρειάζονται συνεργασία και τεχνοκρατική προσέγγιση από επαγγελματίες και ειδικούς. Τι να κάνουμε, μερικές προϋποθέσεις για την επιτυχία επανέρχονται στο προσκήνιο «μονότονα και εκνευριστικά», διότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Το ίδιο «μονότονα και εκνευριστικά» επανέρχονται στη συζήτηση και οι προϋποθέσεις της αποτυχίας, που οδηγούν εκ του ασφαλούς σε προσπάθεια αλληλομετάθεσης ευθυνών από τα πολιτικά πρόσωπα. Τόσο απλό είναι το θέμα.