Skip to main content

Η ανάπτυξη του '60 και οι ευρωπαϊκοί φόβοι για τη βιομηχανία του Βορρά

Από Voria.gr
Οι παράγοντες που οδήγησαν σε ανάπτυξη τη βιομηχανία της Βόρειας Ελλάδας, ο ρόλος του λιμανιού και η σύνδεση με την Ευρώπη.

Η δεκαετία του 1960 αποδείχθηκε για την βιομηχανία της Βορείου Ελλάδος μια εξαιρετικά παραγωγική περίοδος. Όπως συνέβαινε σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη –τουλάχιστον στην ανεπτυγμένη Δύση- η ανάπτυξη ώθησε τις οικονομίες και το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων προς τα πάνω. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την περιοχή της Μακεδονίας το 1960 ήταν η πρώτη χρονιά µετά τον πόλεµο που η βιοµηχανία βάδιζε µε ρυθµό περίπου ίσο µε εκείνον της Αττικής (αύξηση 6 - 7%). Τούτο οφείλονταν στην ανάκαµψη της κλωστοϋφαντουργίας, που τις επόμενες δεκαετίες έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Το 1961, µάλιστα, ο ρυθµός ανάπτυξης της βιοµηχανίας στη Μακεδονία ήταν υψηλότερος από το ρυθµό της Αττικής (9% έναντι 6%), διαφορά που αποδόθηκε στην άνοδο του γεωργικού προϊόντος, στη λειτουργία νέων µονάδων και στον εκσυγχρονισµό τµήµατος της βιοµηχανίας.

Η κλωστοϋφαντουργία παρουσίαζε υψηλό ρυθµό αύξησης (11%) όσο και οι βιοµηχανίες τροφίμων. Υψηλό ρυθµό παρουσίαζε µετά από πολλά χρόνια και η βυρσοδεψία (10%), ενώ επικεφαλής όλων µε 21% ήταν η βιοµηχανία σιδηρομεταλλευμάτων. Επρόκειτο για θετικές εξελίξεις που συνέβησαν χωρίς στην πραγµατικότητα οι βιοµηχανίες της Μακεδονίας να εξασφαλίζουν την απαραίτητη µακροπρόθεσµη χρηµατοδότηση, η οποία δινόταν µε εντελώς άνισους όρους σε σύγκριση µε τη βιοµηχανία της Αττικής. Επίσης, από την παροχή µειωµένων επιτοκίων στις εξαγωγικές βιοµηχανίες είχαν εξαιρεθεί όσες βιοµηχανίες ήταν ενταγμένες σε ρυθµίσεις των τραπεζικών δανείων τους, όπως ήταν οι πληγείσες από τον εµφύλιο πόλεµο µακεδονικές βιοµηχανίες. Ένα άλλο εµπόδιο ήταν η τιµή του ηλεκτρικού ρεύµατος η οποία εξακολουθούσε να παρουσιάζει διαφορές µε την Αττική, παρά το γεγονός ότι και τις δύο περιοχές ηλεκτροδοτούσε η ΔΕΗ.

Η σύνδεση με την Ευρώπη

Την ίδια εκείνη περίοδο, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι βιομήχανοι του Βορρά επικεντρώθηκαν στη σύνδεση της χώρας μας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Ήταν μια εξέλιξη την οποία στην αρχή δεν είδαν με καθόλου θετικό μάτι, καθώς αντιλήφθηκαν τις δυσκολίες στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας. Το κόστος παραγωγής στην Ελλάδα να ήταν ακόμη αρκετά υψηλό, κυρίως διότι η λειτουργία του ελληνικού κράτους, που ρύθμιζε τα πάντα, δεν ήταν φιλική προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Και τότε –όπως συμβαίνει και σήμερα σε σημαντικό βαθμό- ο μηχανισμός του δημοσίου έβλεπε τις επιχειρήσεις μόνο ως τροφοδότες των κρατικών ταμείων και τίποτε περισσότερο, χωρίς αν ενδιαφέρεται για πραγματικό εκσυγχρονισμό που θα καθιστούσε την οικονομία πιο ανταγωνιστική, κάτι το οποίο θα ωφελούσε την παραγωγή και κατ’ επέκταση την κοινωνία. Άλλωστε η ανεργία στη Β. Ελλάδα ήταν τότε τόσο υψηλή –ο κόσμος δεν μπορούσε να βγάλει τα προς το ζειν από τις αγροτικές εργασίες- που πολλές χιλιάδες Ελλήνων επέλεξαν το εξωτερικό για να εργαστούν, στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στη Σουηδία και άλλες ευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες.

Η συµφωνία σύνδεσης της Ελλάδας µε την ΕΟΚ, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 1961, απαγόρευε την επιβολή νέων δασµών και προνοούσε για τη σταδιακή µείωση των υφισταµένων, µέχρι την τελική κατάργησή τους σε χρονικό διάστηµα δεκαετίας. Η µείωση θα γινόταν σε φάσεις του 10%. Η πρώτη φάση θα συνέπεσε µε την έναρξη ισχύος της συµφωνίας. Ακολούθησαν άλλες επτά ανά 18µηνο και οι τρεις τελευταίες ήταν ετήσιες.

Ήταν τότε που ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων έθεσε το απλό ζήτηµα του συσχετισµού ανάµεσα στις εξαγωγές και την παραγωγή των εξαγοµένων. Αν οι όροι παραγωγής δεν ήταν ευνοϊκοί, τα προϊόντα δεν θα ήταν εξαγώγιµα. Ορισµένα µέτρα, µάλιστα, που είχαν ληφθεί για την ενίσχυση των εξαγωγών προκάλεσαν ανάσχεση της αποκεντρωτικής πολιτικής, παραγκώνιση των επαρχιακών βιοµηχανιών, έναντι των βιομηχανιών της Αττικοβοιωτίας. Η χορήγηση φτηνότερου χρήµατος µόνον προς τις εξαγωγικές βιοµηχανικές επιχειρήσεις τόσο για βραχυπρόθεσµο όσο και για µακροπρόθεσµο δανεισµό έθεσε τις υπόλοιπες σε ήσσονα µοίρα, αν και επίσης βαρύνονταν µε την υποχρέωση να αντιµετωπίσουν τον ανταγωνισµό και την εισροή προϊόντων από το εξωτερικό.  



Πενταετές πρόγραμμα

Στις 9 Απριλίου 1960 ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραµανλής εξήγγειλε πενταετές πρόγραµµα οικονοµικής ανάπτυξης. Στόχος ήταν η ισόρροπη ανάπτυξη γεωργίας, βιοµηχανίας και τουρισµού. Ειδικά για την εκβιοµηχάνιση βασική επιδίωξη ήταν η απορρόφηση του πλεονάζοντος εργατικού δυναµικού και η επί τόπου εκµετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Τώρα πλέον το ζήτηµα της «επαρχιακής» βιοµηχανίας ετίθετο σε εντελώς νέα βάση: Θα έπρεπε να δοθούν κίνητρα στην ιδιωτική πρωτοβουλία για να επενδύσει στη βιοµηχανία και µάλιστα στην επαρχία.

Κατά την άποψη του Συνδέσµου η κατεύθυνση αυτή ήταν λανθασµένη. Θα οδηγούσε σε άσκοπες επενδύσεις και σπατάλη πόρων, διότι υπήρχαν αφενός κορεσµένοι κλάδοι αφετέρου ανεκµετάλλευτα συγκριτικά πλεονεκτήµατα.

Δυναμική ανάπτυξη

Το 1960 εγκαταστάθηκαν στην Ελευθέρα Ζώνη του λιμανιού της Θεσσαλονίκης δύο µικρά γερµανικά εργοστάσια, τα προϊόντα των οποίων εξάγονταν. Η εγκατάσταση προκάλεσε αντιδράσεις εκ µέρους της τοπικής βιοτεχνίας, αλλά ο Σύνδεσµος τάχθηκε υπέρ της λειτουργίας τους, µε το σκεπτικό ότι εναρµονιζόταν µε το πνεύµα τόνωσης της επαρχίας, δεν παρουσίαζε ανταγωνισµό προς την εγχώρια βιοµηχανία και βιοτεχνία και ενίσχυε τον εξαγωγικό ρόλο του λιµανιού της Θεσσαλονίκης. Εξέφρασε µάλιστα την ελπίδα του για την εγκατάσταση σοβαρότερων επιχειρήσεων. Πράγµατι, µία νέα βιοµηχανία εγκαταστάθηκε το επόµενο έτος και ο αριθµός των εργαζοµένων έφτασε τους 400.

Αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο αυτή στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης δηµιουργήθηκαν σηµαντικές βιοµηχανικές µονάδες, τόσο από τον δηµόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τοµέα: Εργοστάσιο αζώτου στην Πτολεµαΐδα, εργοστάσια ζάχαρης στο Πλατύ και στις Σέρρες, εργοστάσιο τσιµέντων στη Θεσσαλονίκη, εργοστάσια φωσφορικών λιπασµάτων στην Καβάλα και την Αµφίπολη, µια µεγάλη βαµβακουργική µονάδα στην Νάουσα, κυρίως όµως η δηµιουργία διυλιστηρίου στη Θεσσαλονίκη ήταν έργα που θεµελιώθηκαν, δροµολογήθηκαν ή και ολοκληρώθηκαν µέχρι το 1964.

Στο σύνολό τους έδωσαν µεγάλη ώθηση στην τοπική οικονοµία, γεγονός που µαζί µε την καλή πορεία της γεωργικής παραγωγής διατήρησαν το ρυθµό ανάπτυξης της µακεδονικής βιοµηχανίας σε επίπεδα διπλάσια από τον εθνικό µέσο όρο. Ο δευτερογενής τοµέας εξακολούθησε να επεκτείνεται. Το 1962 ο αριθµός των εργοστασίων είχε φτάσει τα 270, τα οποία απασχολούσαν 13.400 εργάτες, µε αξία βιοµηχανικής παραγωγής 2,4 δισ. δρχ. Όλα αυτά ήταν θετικά, αλλά στις συζητήσεις της διοίκησης του Συνδέσμου εξακολουθούσε να φαίνεται η ανησυχία για τις επιπτώσεις από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ.

Ανωτέρα Βιοµηχανική Σχολή

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 ο Σύνδεσµος εξακολούθησε να συµμετέχει στη διοίκηση της Ανωτέρας Βιομηχανικής Σχολής και να παρακολουθεί από κοντά και με ανησυχία τη σταδιακή εξίσωση των µαθηµάτων µε εκείνα των πανεπιστηµιακών οικονοµικών σχολών. Γι’ αυτό επεδίωξε κατ’ επανάληψη τον εµπλουτισµό τους µε µαθήµατα που θα ήταν χρήσιµα στη βιοµηχανία, αλλά προσέκρουσε στην έλλειψη κατάλληλου εκπαιδευτικού προσωπικού. Από την άλλη πλευρά, οι φοιτητές πίεζαν προς την κατεύθυνση της εξοµοίωσης και της αναγνώρισης των πτυχίων τους, ενώ η σχολή μέχρι το 1960 δεν είχε εκπονήσει κανονισµό σπουδών.