Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Η αλήθεια για την αγορά πίσω από τους αριθμούς

Οι δύο παράμετροι που πρέπει να συνυπολογίσουμε, μαζί με τις εγγραφές-διαγραφές, για να καταλάβουμε τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην αγορά.

Ως γνωστόν –τουλάχιστον στους παροικούντες τη δημοσιογραφική πιάτσα- στο οικονομικό ρεπορτάζ αρέσουν οι αριθμοί. Χρειάζονται. Και σωστά συμβαίνει αυτό. Αν –για παράδειγμα- ένα υπουργός Οικονομικών μιλήσει για την οικονομία χωρίς να χρησιμοποιεί αριθμούς και ποσοστά κάτι αρνητικό σημαίνει. Για τον ίδιο και για την πολιτική του. Επίσης, εάν από το προφίλ μιας επιχείρησης απουσιάζουν τα νούμερα, επίσης κάτι δεν πάει καλά. Όλοι οι κανόνες, όμως, έχουν τις εξαιρέσεις τους. Στην προκειμένη περίπτωση δε μιλάμε καν για εξαιρέσεις, αλλά για ότι οφείλει να συνοδεύει τους αριθμούς. Τα συγκριτικά και τα ποιοτικά στοιχεία, που δίνουν νόημα στους αριθμούς, οι οποίοι από μόνοι τους δεν λένε τίποτα ή λένε κάτι ελάχιστο, πολύ μικρότερο και από μισή αλήθεια.

Στη Θεσσαλονίκη συχνά πυκνά τα Επιμελητήρια είτε από μόνα τους όταν τελειώνει η χρονιά ή το εξάμηνο, είτε απαντώντας σε δημοσιογραφικά αιτήματα και ερωτήσεις δίνουν αριθμητικά στοιχεία. Τόσες είναι διαγραφές από τα μητρώα, τόσες οι εγγραφές, τόσες οι μικρές, μεσαίες ή μεγάλες επιχειρήσεις που έκλεισαν ή άνοιξαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν και ενδιαφέροντα συμπληρωματικά στοιχεία του τύπου: τόσες διαγραφές οφείλονται σε συνταξιοδοτήσεις, τόσες διότι οι επιχειρήσεις ή οι επαγγελματίες έμπαιναν μέσα, άρα δεν ήταν συμφέρουσες. Και άλλα σχετικά, που εμπλουτίζουν την εικόνα. Μόνο που ούτε αυτές οι στεγνές αιτιάσεις αρκούν. Διότι στην οικονομία της αγοράς η γραφειοκρατία και οι αυθόρμητες δηλώσεις σπανίως –για να μην πούμε ποτέ- λένε την αλήθεια. Ούτε καν περιγράφουν την πραγματικότητα, αφού από το κάδρο λείπει η μεγάλη εικόνα.

Αν θέλουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα –και ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη- οφείλουμε μαζί με τα στοιχεία εγγραφών διαγραφών από τα μητρώα των Επιμελητηρίων να συνυπολογίζουμε τα εξής:

Πρώτον, ότι μέχρι το 2009 – 2010 ο υπερεπαγγελματισμός βρισκόταν σε δυσθεώρητα επίπεδα. Αν –για παράδειγμα- μια οικονομία μπορεί να συντηρήσει 20 επιχειρήσεις ενός κλάδου και στην περιοχή δε λειτουργούν 40, 50 ή 60, αλλά 200 υπάρχει πρόβλημα επιβίωσης, που ούτε η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή και η φοροκλοπή μπορούν να σώσουν. Αμφιβάλει κανείς ότι στη Θεσσαλονίκη σε πολλά πεδία δραστηριοποιούνται ακόμη και σήμερα σημαντικά περισσότεροι επαγγελματίες από όσους χρειάζεται η πιάτσα; Το «χρειάζεται» όχι με συντεχνιακή λογική, αλλά με την καθαρά οικονομική προσέγγιση του κάθε κλάδου. Η ύφεση των τελευταίων χρόνων, λοιπόν, περιόρισε ακόμη περισσότερο την κατανάλωση και πολλοί έφυγαν υποχρεωτικά από το παιχνίδι. Ή παραμένουν στο παιχνίδι «κρυμμένοι», όπως θα δούμε στο δεύτερο που πρέπει να συνυπολογίζουμε.

Δεύτερον, αρκετοί –ίσως και πολλοί- επαγγελματίες διαγράφονται από τα Επιμελητήρια και την εφορία, αλλά εξακολουθούν να ασκούν δραστηριότητα. Την τέχνη τους ή την τεχνική τους. Αμφιβάλλει κανείς ότι υπάρχουν κομμώτριες, κουρείς, μανικιουρίστες, μασέρ και πολλοί άλλοι επαγγελματίες που πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και εξυπηρετούν ανάγκες έχοντας παραμάσχαλα το τσαντάκι με τα σύνεργά τους, δηλαδή το… μαγαζί  τους; Για να μη μιλήσουμε για υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, τεχνικούς υπολογιστών και άλλους τεχνίτες που επικοινωνούν με την πελατεία τους αποκλειστικά μέσω κινητού. Οι περισσότεροι είναι επαγγελματίες που είχαν μαγαζί, δημιούργησαν κύκλο γνωριμιών και κάποια στιγμή αποφάσισαν να μη πληρώνουν φόρους και εισφορές. Έτσι κι αλλιώς σε σημαντικό βαθμό δεν έκοβαν αποδείξεις ούτε όταν ήταν γραμμένοι στην εφορία και το επιμελητήριο! Ποιος δεν έχει συναντήσει μεσίτη ακινήτων, οργανωτή εκδρομών ή μηχανικό αυτοκινήτων, οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους… άτυπα, μέσω κάποιου μεσιτικού γραφείου, κάποιου ταξιδιωτικού πρακτορείου ή στο βάθος κάποιου σκοτεινού υπογείου; Αυτά συνέβαιναν και πριν από την κρίση και την ύφεση –τότε ο συνταξιούχος αστυνομικός που έκανε το μεσίτη δεν ήθελε να χάσει τη σύνταξή του. Απλώς τώρα το φαινόμενο επεκτάθηκε.

Για να ισορροπήσει η ελληνική αγορά θα περάσουν χρόνια. Αρκετά χρόνια. Ένας βασικός λόγος γι’ αυτό είναι ότι κανείς από τους υπεύθυνους δεν λέει στους μικρομικρούς της πιάτσας την αλήθεια. Ότι στην πράξη… περισσεύουν. Διότι είναι πολλοί και γι’ αυτό κυρίως δεν μπορούσαν να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό χωρίς να φοροδιαφύγουν και να εισφοροδιαφύγουν ούτε στα «χρυσά» χρόνια, όταν στην Ελλάδα έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Πολύ πιο δύσκολο είναι αυτό το κατόρθωμα στις μέρες μας, που το «κυνηγητό» του κράτους για εισπράξεις έχει ενταθεί με μεθόδους αστυνομικού τύπου, σύμμαχο την τεχνολογία και κίνητρο τους δημοσιονομικούς στόχους που οφείλει να πιάσει η χώρα έναντι των δανειστών της, ώστε να μην κηρύξει στάση πληρωμών.

Το δυστύχημα είναι ότι οι περισσότεροι από τους επιχειρηματίες, εμπόρους και επαγγελματίες που κινούνται στην αγορά είναι θιασώτες της ελεύθερης οικονομίας –αυτό έλειπε να μην είναι! Αυτομάτως αυτό (έπρεπε να) σημαίνει ότι αποδέχονται την αυτορρύθμιση που επιβάλλουν στο σύστημα η προσφορά και η ζήτηση, η άνοδος και η κάθοδος του οικονομικού κύκλου. Κάτι που ενδεχομένως δυσκολεύεται να καταλάβει ένας βιομηχανικός εργάτης, ο οποίος αν και συνεπής στη δουλειά του χάνει τη θέση του λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης ή της υπερπροσφοράς εργατικών χεριών, οι επιχειρηματίες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, δηλαδή όσοι κινούνται στην πιάτσα και κατά καιρούς έχουν αξιοποιήσει ευκαιρίες και δυνατότητες που έχασαν ή δεν είχαν οι προηγούμενοι, οφείλουν να το γνωρίζουν. Το ίδιο –ίσως και λίγο περισσότερο- όσοι τους εκπροσωπούν.