Skip to main content

Οι «αυτάρκεις μαχητές» του Βορρά κατά των «μεσαζόντων» του Νότου

Η «αποσοβιετοποίηση» της ελληνικής οικονομίας που προχωρά αργά και βασανιστικά ευνοεί την επιχειρηματικότητα του ελληνικού Βορρά.

Η Interlife είναι μια ασφαλιστική εταιρία που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, οι μετοχές της διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Κύπρου και στα χρόνια της κρίσης και της ύφεσης πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο.

Η αλυσίδα σούπερ μάρκετ «Μασούτης» από τη Θεσσαλονίκη παραμένει σταθερά ανάμεσα στις πιο μεγάλες, δυνατές και υγιείς του λιανεμπορίου, παρά το γεγονός ότι δεν έχει παρουσία στη Νότια Ελλάδα και κυρίως στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου βρίσκονται οι μισοί κάτοικοι της χώρας και καταναλώνεται περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ.

Η εταιρία παραγωγής γεωργικών εξαρτημάτων «Κουιμτζής», που βρίσκεται επίσης στη Θεσσαλονίκη, έχει μια σταθερά ανοδική πορεία, ενώ πρόσφατα ανέλαβε μετά από μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία την αντιπροσώπευση της γερµανικής Fendt, που ανήκει στην υψηλότερη κλάση του κλάδου των τρακτέρ και άλλων γεωργικών μηχανημάτων.

Πρόκειται για τρία από τα εκατοντάδες παραδείγματα επιχειρήσεων που εδρεύουν στη Θεσσαλονίκη, την Κεντρική Μακεδονία και την ευρύτερη Βόρεια Ελλάδα και όχι απλώς τα πηγαίνουν καλά, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, αλλά πρωταγωνιστούν στις εξελίξεις του τομέα τους. Τυχαία παραδείγματα, υπό την έννοια ότι το τελευταίο διάστημα και οι τρεις βρέθηκαν για διαφορετικούς λόγους στην επικαιρότητα. Κοινό χαρακτηριστικό τους στοιχείο είναι ότι απευθύνονται σε ιδιώτες καταναλωτές, ενώ το κράτος εμπλέκεται από ελάχιστα έως καθόλου στα πόδια τους. Ίσως γι’ αυτό το ότι βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη δε λειτουργεί αρνητικά. Αντίθετα η απόσταση ασφαλείας από τη διαπλοκή με την κεντρική εξουσία, τους οδηγεί σε επιλογές που δεν επηρεάζονται από τις πολιτικές εξελίξεις.

Η υπόθεση Novartis –στην πραγματικότητα η υπόθεση φάρμακα- είναι στη χώρα μας αμαρτωλή. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει σε όλους τους τομείς προμηθειών του ελληνικού δημοσίου. Για όσους τους διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, με δεδομένη τη διάρθρωση της αγοράς φαρμάκου, το δημόσιο είναι ο βασικός παίκτης. Παίζει κυρίαρχο ρόλο. Είτε μέσω των δημοσίων νοσοκομείων και των ασφαλιστικών ταμείων, που είναι οι συντριπτικά καλύτεροι πελάτες των φαρμακευτικών προϊόντων, είτε μέσω της διαμόρφωσης των τιμών, διαδικασία στην οποία συμμετέχει ευθέως η εκτελεστική εξουσία, είτε μέσω την έκδοσης υπουργικών αποφάσεων –ενίοτε και της ψήφισης τροπολογιών- για τους κανόνες λειτουργίας της συγκεκριμένης αγοράς.

Η οικονομία της Βορείου Ελλάδος για 50 χρόνια –από τη δεκαετία του 1940 μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990- υπήρξε συμπιεσμένη. Στο Βορρά υπήρχαν οι χώρες του «σιδηρούν παραπετάσματος», που ήταν μεν φιλικές, αλλά απέκλειαν οποιαδήποτε σοβαρή οικονομική συναλλαγή. Στο νότο είχαμε το κλειστό και συμπαγές σύστημα του συγκεντρωτικού αθηνοκεντρικού κράτους, το οποίο διαχειριζόταν και κατανάλωνε τη συντριπτική πλειοψηφία των πόρων μιας κρατικοδίαιτης, υποστηριζόμενης και δανειοδοτούμενης από το εξωτερικό (σχέδιο Μάρσαλ, ΕΟΚ κ.λπ.) οικονομίας. Κάπου εκεί ανάμεσα –στην κυριολεξία σε μια χαραμάδα- αναπτύχθηκε μια επιχειρηματικότητα, που από την αρχή ήταν υποχρεωμένη να βασιστεί αποκλειστικά στις δυνάμεις της και στο πόσο μετρούσαν τα προϊόντα που διέθετε και οι υπηρεσίες που παρείχε στην ελληνική αγορά και στο εξωτερικό. Η πελατεία που προσέλκυαν οι επιχειρήσεις του Βορρά ήταν εν πολλοίς υγιής, αφού οι συναλλαγές ιδιώτη με ιδιώτη καλύπτουν κατά βάσιν πραγματικές ανάγκες και βασίζονται στο αμοιβαίο όφελος. Ως γνωστόν στην αγορά –στην πραγματική αγορά- χάρες δεν χωρούν, πρωταγωνιστεί το συμφέρον των συναλλασσομένων. Το κοινό τους όφελος.   

Με αυτά τα δεδομένα η «αποσοβιετοποίηση» της ελληνικής οικονομίας, που τις τελευταίες δεκαετίες προχωράει αργά και βασανιστικά –ακόμη και σήμερα το 50% του ΑΕΠ της χώρας οφείλεται στις δραστηριότητες του στενού, ευρύτερου και ευρύτατου δημοσίου τομέα- ευνοεί την επιχειρηματικότητα του ελληνικού Βορρά. Επομένως το μέλλον της περιοχής είναι αισιόδοξο και λόγω παράδοσης, αφού η προσέγγιση του γίνεται από μια διαδρομή με πραγματικές δυσκολίες, που οφείλονται στον ανταγωνισμό της ελεύθερης οικονομίας και απαιτούν αυτάρκεις μαχητές και όχι προστατευόμενους μεσάζοντες. Το περίεργο της υπόθεσης –αν το θεωρήσουμε πραγματικά περίεργο- είναι ότι αυτή την κατάσταση, που έρχεται από το παρελθόν και πηγαίνει στο μέλλον, πρωτίστως την αντιλαμβάνονται οι ξένοι που ενδιαφέρονται να κάνουν δουλειές στην Ελλάδα και λιγότερο οι εγχώριοι παράγοντες, που κυριαρχούν όχι μόνο στα δημόσια πράγματα, αλλά και στην ιδιωτική οικονομία. Σαφή δείγματα αυτισμού, που καθημερινά αντικατοπτρίζεται στα τηλεοπτικά παράθυρα.