Skip to main content

348 λέξεις για τα αυτονόητα και το ανεπαρκές business plan της Ελλάδας

Τα κράτη δεν είναι επιχειρήσεις, αλλά όσοι κυβερνούν και διαχειρίζονται τα θέματα οικονομίας και ανάπτυξης οφείλουν να είναι πρακτικοί και αποδοτικοί.

Όσοι καθημερινά δίνουν τη μάχη τους στα πεδία της πραγματικής οικονομίας και της αγοράς –τεχνοκράτες, πρόεδροι, διευθύνοντες σύμβουλοι, γενικοί διευθυντές, οικονομικοί διευθυντές, τραπεζίτες, έμποροι, επαγγελματίες- σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο, γνωρίζουν καλά ότι το μυστικό για την επιτυχία ενός business plan είναι ένα και μοναδικό: να βρεθούν οι πελάτες που θα αγοράσουν τα προϊόντα που παράγονται και βγαίνουν προς πώληση ή θα χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες που παρέχονται. Όλα τα άλλα –τα σχέδια επί χάρτου ή σε ένα φύλλο excel στον υπολογιστή- είναι καλά και χρήσιμα εργαλεία. Αποτελούν έναν μπούσουλα, ένα οδικό χάρτη, δείχνουν προθέσεις και πιθανούς τρόπους επίτευξης των στόχων, αλλά δεν αρκούν. Ή μάλλον αν και χρονικά προηγούνται στην πράξη αποτελούν παρακολούθημα της πραγματικότητας της αγοράς, η οποία κρίνει τι προσφέρει μια επιχείρηση, σε ποιο επίπεδο εξυπηρέτησης το προσφέρει και –φυσικά- σε ποιο κόστος. Αν οι πελάτες αποδεχθούν την… προσφορά και γεμίσουν το ταμείο τότε το επιχειρηματικό σχέδιο υλοποιείται και με το παραπάνω. Αν, όμως, δεν πεισθούν και της γυρίσουν την πλάτη αφήνοντας άδειο το ταμείο, η καλλιέπεια του business plan δεν θα βοηθήσει. Η υπόθεση θα πάει χαμένη παράγοντας συνέπειες αποτυχημένης επιχειρηματικής κίνησης, χωρίς κανείς να δώσει την παραμικρή σημασία στις προθέσεις.

Τα κράτη δεν είναι επιχειρήσεις, αλλά όσοι κυβερνούν και διαχειρίζονται τα θέματα της οικονομίας και της ανάπτυξης οφείλουν να είναι πρακτικοί και αποδοτικοί. Να καταλήγουν σε μετρήσιμα αποτελέσματα, διότι από αυτά προκύπτει το μέγεθος της ευημερίας για την κοινωνία. Άρα δεν πρέπει να λειτουργούν μόνο οραματικά, αλλά να αποδεικνύονται πρακτικοί, ώστε να καταφέρουν να δημιουργήσουν πλούτο. Μόνο έτσι οι πολίτες θα είναι ευχαριστημένοι και τα δημόσια ταμεία γεμάτα σε βαθμό που το κράτος να μπορεί να ανταποκριθεί στην αποστολή του. Σε διαφορετική περίπτωση –αν μείνουμε, δηλαδή, στα λόγια, στις εξαγγελίες και στα σχέδια- όλοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα. Οι μεν πολίτες δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους λόγω της υψηλής ανεργίας, των χαμηλών μισθών και των περιορισμένων κοινωνικών παροχών, το δε οργανωμένο κράτος δεν μπορεί να επιτελέσει το ρόλο του, ακόμη και αν –όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις- καταφύγει στην υπερφορολόγηση, που έτσι κι αλλιώς σε συνθήκες φτωχοποίησης και ύφεσης έχει βραχύ και στενό ορίζοντα, οπότε απλώς έχουμε ανατροφοδότηση του προβλήματος.

Οι παραπάνω 348 λέξεις περιέχουν αυτονόητες έννοιες. Κανονικά, δηλαδή, δεν θα έπρεπε να γραφτούν, αφού ως γνωστόν «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται». Μόνο που η Ελλάδα απέχει από το να λειτουργεί σε συνθήκες κανονικότητας. Όχι μόνο τώρα, αλλά εδώ και δεκαετίες. Με μια διαφορά: για 35 χρόνια, από τη μεταπολίτευση μέχρι το 2009, ο οικονομικός κύκλος ήταν ανοδικός, ενώ από εκεί και πέρα οι συνθήκες εξελίχθηκαν τόσο ακραία, ώστε να υποχρεώσουν ακόμη και όσους δεν το ήθελαν, να ασχοληθούν με το θέμα. Διότι ανάμεσά μας υπάρχουν ακόμη και σήμερα πολλοί που όταν αναφέρονται στην οικονομία εννοούν μόνο τα λεφτά που υπάρχουν στην τσέπη τους. Ουδόλως νοιάζονται για τις συνθήκες και τις διαδικασίες μέσω των οποίων το πολύ ή λίγο χρήμα καταλήγει στην κατοχή τους. Ιδιαίτερα για μια – δύο γενιές που μεγάλωσαν με όνειρο μια θέση στο δημόσιο κι ένα σταθερό μισθό ή με την αυταπάτη του ελεύθερου επαγγελματία που μπορεί να κερδίζει κοροϊδεύοντας την πελατεία και κλέβοντας το κράτος, το γενικότερο οικονομικό πλαίσιο συνιστά «άχρηστη λεπτομέρεια».

Με αυτά τα δεδομένα το γεγονός ότι σχεδόν ποτέ μέχρι σήμερα το σύγχρονο ελληνικό κράτος δεν κατάφερε να συντάξει –ούτε φυσικά να εφαρμόσει αποτελεσματικά- ένα αναπτυξιακό σχέδιο δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Μόνο όσοι δε γνωρίζουν την ελληνική πραγματικότητα δικαιούνται να απορούν γιατί μέσα στην οκταετία των τριών Μνημονίων η χώρα μας δεν μπήκε στον κόπο να δημιουργήσει το δικό της business plan. Μόνο όσοι δεν μετέχουν της ελληνικής ιδιοτυπίας (sic) δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί η σημερινή κυβέρνηση έφτασε να εκπονήσει μια κάποια στρατηγική ανάπτυξης για την περίοδο μετά την έξοδο από τα Μνημόνια, μόνο ως …μνημονιακή υποχρέωση. Και μόνο όσοι δεν κατέχουν τον μοναδικό ελληνικό τρόπο διαχείρισης των καταστάσεων, που συνοψίζεται στο περίφημο «βλέποντας και κάνοντας», αιφνιδιάζονται με την είδηση ότι η τρόικα απέρριψε ως ανεπαρκές και με λάθος προσανατολισμό το προσχέδιο «στρατηγικής» που απέστειλε ως μνημονιακή υποχρέωση ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Σύμφωνα με πληροφορίες οι δανειστές επιμένουν σε μεταρρυθμίσεις στο τραπεζικό σύστημα με εκκαθάριση «κόκκινων» δανείων και ένταση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση κλειστών αγορών και επαγγελμάτων, αλλαγές στη δημόσια διοίκηση με περιορισμό της γραφειοκρατίας, που «γεννά» τη διαφθορά, και επέκταση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ουσιαστική μείωση του χρόνου των αδειοδοτήσεων, ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, αξιοκρατική στελέχωση του κράτους και δημοσιονομική πειθαρχία. Επιμένουν, δηλαδή, στην κάλυψη των ελλειμματικών καταστάσεων, τις οποίες θεωρητικά –αλλά μόνο θεωρητικά- όλοι αναγνωρίζουμε ως τροχοπέδη στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας. Έναντι αυτών η κυβέρνηση προτάσσει στο πλαίσιο της στρατηγικής για την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.

Δικαιολογημένα, λοιπόν, ένας τεχνοκράτης ή κάποιος επαγγελματίας της εφαρμοσμένης πολιτικής, ο οποίος ενίοτε λειτουργεί ως τεχνοκράτης, με την έννοια ότι αναμένει αποτελέσματα –τέτοιου είδους άνθρωποι στελεχώνουν τόσο το EuroWorkingGroup και το Eurogroup, όσο και στο ΔΝΤ- δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι σε μια οικονομία που «καίγεται» για μεγέθυνση και αναζητά εναγωνίως επενδύσεις η αύξηση του κατώτατου μισθού προηγείται της επιτάχυνσης των αδειοδοτικών διαδικασιών. Διότι προφανώς και είναι σωστό να αυξάνονται τα εισοδήματα των εργαζομένων, αλλά αυτό είναι κοινωνικά δίκαιο όταν προκύπτει ως αποτέλεσμα των οικονομικών εξελίξεων και όχι για πολιτικούς –στην πραγματικότητα στενά, στενότατα κομματικούς- λόγους, οπότε καταλήγει ανεφάρμοστο και επισφαλές.

ΥΓ. Τους τελευταίους μήνες στις πρωτεύουσες των 13 περιφερειών της χώρας πραγματοποιούνται αναπτυξιακά συνέδρια με τοπική θεματολογία και το κύρος του πρωθυπουργού, ο οποίος έχοντας στις πρώτες σειρές σχεδόν όλους τους υπουργούς του κλείνει τις διαδικασίες συνοψίζοντας τα συμπεράσματα. Κρίνοντας από το αντίστοιχο της Κεντρικής Μακεδονίας, που έγινε πριν από λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη, οι τοπικές κοινωνίες δε γίνονται σοφότερες σε αυτά τα συνέδρια. Τόσο τα προβλήματα και οι υστερήσεις, όσο και οι δυνατότητες, αλλά και το τι πρέπει να γίνει και πως να γίνει είναι λίγο - πολύ γνωστά θέματα, που παραμένουν επί μακρόν σε εκκρεμότητα. Όπως γνωστός είναι ο θετικός, αρνητικός ή ουδέτερος ρόλος κάθε προσώπου που κατέχει –ή κατείχε στο παρελθόν- θέση ευθύνης στο μηχανισμό της εξουσίας και είχε τη δυνατότητα να πάρει πρωτοβουλίες. Το ακόμη πιο… ελληνικό της υπόθεσης είναι ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να συστήσει παρατηρητήριο, που θα καταγράφει εάν όσα εξαγγέλθηκαν στα αναπτυξιακά συνέδρια θα υλοποιηθούν. Με δεδομένο ότι οι εξαγγελίες –τουλάχιστον στην Κ. Μακεδονία- δεν είχαν στις περισσότερες περιπτώσεις ακριβή πρακτικά χαρακτηριστικά (πότε, που, πόσο, από ποιο ταμείο, ποιος κ.λπ.) τι ακριβώς θα ελέγξει το παρατηρητήριο; Αλλά κι αν αυτό συμβεί έστω σε μία περίπτωση, ποια θα είναι η «ποινή» του ασυνεπούς παράγοντα, ο οποίος προφανώς θα έχει στην άκρη της γλώσσας του χίλιες δυο δικαιολογίες, και ποιος θα την επιβάλλει;

ΥΓ2. Η μόνες περιπτώσεις να είναι σχετικά συνεπές σε τέτοιες περιπτώσεις το κράτος στην Ελλάδα είναι η απειλή οικονομικών κυρώσεων και ο διεθνής έλεγχος. Γι’ αυτό ολοκληρώθηκαν οι αξιολογήσεις των Μνημονίων. Γι’ αυτό κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα το 2004. Γι’ αυτό εκτελούνται στην ώρα τους –ή όταν υπάρχει καθυστέρηση σε κάποια αυστηρή μεταγενέστερη προθεσμία- και συνήθως εντός προϋπολογισμού τα έργα που συγχρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.