Skip to main content

Χρειάζονται πολλά βήματα για να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη ο… δημόσιος χώρος

Ο πολιτισμός, για τον οποίο είναι η αλήθεια ότι πολλοί κόπτονται ανέξοδα στην πόλη όταν θέλουν να κάνουν το κομμάτι τους, αποδεικνύεται κυρίως στην αντιμετώπιση και τη διαχείριση της καθημερινότητας

Στην Ελλάδα η προκλητική περιφρόνηση του δημοσίου χώρου είναι καθεστώς. Καθόλου τυχαία ένα πολύ μεγάλο ποσοστό δημοσίων και δασικών εκτάσεων είναι εδώ και δεκαετίες καταπατημένες από ιδιώτες που φτιάχνουν σπίτια και επιχειρήσεις χωρίς καμία συνέπεια, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις. Επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στη Θεσσαλονίκη ο περιπατητής, είτε είναι επισκέπτης, είτε κάτοικος της πόλης, δυσκολεύεται στις μετακινήσεις του λόγω της κατάληψης των πεζοδρομίων και των πλατειών από τραπεζοκαθίσματα μέχρι αυτοκίνητα. Επίσης στην πόλη σπανίζουν οι δημόσιες τουαλέτες -το κενό καλύπτουν τα καταστήματα εστίασης-, αλλά και οι δημόσιες βρύσες -οι διψασμένοι βολεύονται με μπουκαλάκια εμφιαλωμένου νερού που πωλούν περίπτερα και μίνι μάρκετ έναντι μισού ευρώ.

Σε αυτό το περιβάλλον η πρωτοβουλία της Εταιρείας Ύδρευσης Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης να συνεργαστεί με τον δήμο Θεσσαλονίκης για να τοποθετηθούν δημόσιες βρύσες κατά μήκος της παραλίας μοιάζει με το άνοιγμα παραθύρου σε ένα σκοτεινό επί πολλά χρόνια δωμάτιο. Ένα πρώτο βήμα προς το φως, από τα πολλά που πρέπει να γίνουν. Είχε προηγηθεί η τοποθέτηση δημόσιας βρύσης στην πρόσοψη του ανακαινισμένου κτιρίου διοίκησης της ΕΥΑΘ στην οδό Εγνατίας, αλλά η πρωτοβουλία στη Νέα Παραλία είναι αυτονόητα πολύ σημαντική. Κι αυτό επειδή το παραλιακό μέτωπο του κέντρου της Θεσσαλονίκης, από το Μέγαρο Μουσικής μέχρι το λιμάνι, είναι εξαιρετικά δημοφιλές. Πάντα ήταν, αλλά μετά την πανδημία -περίοδο κατά την οποία η παραλία αποτέλεσε τη μοναδική διέξοδο για ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη- η επισκεψιμότητά της έχει αυξηθεί. Η αξία και η χρησιμότητά της έχουν επιστρέψει σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Παράλληλα, η παραλία προβάλλεται ως βασικό τοπόσημο στους ξένους επισκέπτες, οι οποίοι απολαμβάνουν τον χαλαρό περίπατό τους δίπλα στη θάλασσα και ταυτόχρονα βρίσκονται στο κέντρο της πόλης. Αναμφισβήτητα το συγκεκριμένο πλεονέκτημα συμβάλλει καθοριστικά στην επιλογή των Βαλκάνιων και άλλων ξένων επισκεπτών της Θεσσαλονίκης, ενώ η παραλία -Παλιά και Νέα- είναι εξαιρετικά δημοφιλής και ανάμεσα στους Έλληνες επισκέπτες της Θεσσαλονίκης, που άλλωστε παραμένουν οι περισσότεροι. Ο Λευκός Πύργος, το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Ομπρέλες του Ζογγολόπουλου, τα θεματικά πάρκα, τα ίδια τα κτήρια του συγκροτήματος του Μεγάρου Μουσικής, αλλά και η πλατεία Αριστοτέλους και η Α΄ προβλήτα του λιμανιού, αποτελούν σήμερα σημεία συνάντησης, φωτογράφισης και ρεμβασμού. Κι όμως σε όλη αυτή τη διαδρομή, που ευτυχώς είναι απαλλαγμένη από τραπεζοκαθίσματα, οι δημόσιες υποδομές -κυρίως οι βρύσες και οι τουαλέτες και λιγότερο τα παγκάκια- είναι από λίγες έως περιορισμένες και ανύπαρκτες. Ας ελπίσουμε -φυσικά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο- ότι η χθεσινή πρωτοβουλία για την τοποθέτηση δημόσιων βρυσών θα έχει συνέχεια και σε άλλες υποδομές και σε άλλους δημόσιους χώρους της Θεσσαλονίκης. Διότι ο πολιτισμός, για τον οποίο είναι η αλήθεια ότι πολλοί κόπτονται ανέξοδα στην πόλη όταν θέλουν να κάνουν το κομμάτι τους, αποδεικνύεται κυρίως στην αντιμετώπιση και τη διαχείριση της καθημερινότητας. Καλό το λαμπρό μακραίωνο και κοσμοπολίτικο παρελθόν. Ακόμη καλύτερα τα μνημεία τριών αυτοκρατοριών που έχει αγκαλιάσει η Ουνέσκο, αλλά το μέτρο σε ένα σύγχρονο πολεοδομικό συγκρότημα, σε αυτό που λέμε αστικό ιστό, βάζει πάντα η καθημερινότητα.

Είναι προφανές ότι μια πόλη μουσείο, όπως είναι -για παράδειγμα- η Ρώμη, χωρίς τις σύγχρονες και κατάλληλες προσαρμογές θα ήταν αβίωτη. Αλλά και μία πόλη με ένδοξο παρελθόν, το οποίο παραμένει αρκετά εμφανές, αλλά και σύγχρονο παρόν, όπως επιθυμεί να καταγράφεται η Θεσσαλονίκη, οφείλει να σέβεται τον δημόσιο χώρο και δι’ αυτού να διευκολύνει την καθημερινότητα κατοίκων και επισκεπτών. Μόνο που στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης ισχύουν τα ακριβώς αντίθετα. Διότι έλλειψη σεβασμού στον δημόσιο χώρο είναι η απέραντη τσιμεντοποίηση, που έχει ως αποτέλεσμα η Θεσσαλονίκη να συγκαταλέγεται στις ευρωπαϊκές πόλεις με το λιγότερο πράσινο. Όπως έλλειψη σεβασμού στον δημόσιο χώρο είναι τόσο τα φορτωμένα με αυτοκίνητα δήθεν πεζοδρόμια, όσο και η απουσία επαρκούς αστικής συγκοινωνίας και βασικών συνδέσεων, που μαστίζουν την πόλη. Ο… καημένος ο ΟΑΣΘ κάνει ό,τι μπορεί, ενδεχομένως βελτιώνεται, αλλά μέχρι σήμερα η προσφορά και οι δυνατότητές του παραμένουν περιορισμένες. Το μετρό βρίσκεται σε αναμονή. Το αεροδρόμιο -κυρίως-, αλλά και ο Σιδηροδρομικός Σταθμός και ο σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων, δηλαδή τα σημεία εισόδου και εξόδου των περισσότερων επισκεπτών της πόλης, είναι… εγκαταλειμμένα στους οδηγούς ταξί, που αν δεν υπήρχαν -προφανώς ως ιδιώτες και ακριβότεροι των δημοσίων μέσων μεταφοράς- θα έπρεπε στη συγκεκριμένη περίπτωση να τους έχουμε… εφεύρει.       

Σε μια κοινωνία με βαθύτατα ριζωμένη τη νοοτροπία του ιδιωτικού είναι εξαιρετικά αμφίβολο πόσα και ποια μπορούν να αλλάξουν και να βελτιωθούν. Όση διάθεση και βούληση αν έχει ένα κράτος ή ένας δήμος υπάρχουν όρια και είναι συγκεκριμένα. Το απολύτως βέβαιο είναι ότι πρωτοβουλίες που οδήγησαν στο να τοποθετηθούν δημόσιες βρύσες στην παραλία είναι αναγκαίες, ώστε η Θεσσαλονίκη να προσεγγίσει έστω από μακριά την εικόνα που θα μπορούσε -ή μάλλον θα ήταν καλό- να έχει, αλλά δεν έχει.