Skip to main content

Γιατί το σύνθημα «Χωρίς εμάς τι θα φας;» δεν οδηγεί πουθενά τους αγρότες

Χρήσιμο ερώτημα, που αν βρει μιμητές και σε άλλες επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες θα επιφέρει το απόλυτο χάος

«Χωρίς εμάς τι θα φας;» έγραφε ένα από τα πανό που ύψωσαν οι αγρότες στην πλατεία Συντάγματος το βράδυ της περασμένης Τρίτης στην κινητοποίησή τους που έφτασε στην… αυλή της εξουσίας. Μάλιστα το συγκεκριμένο σύνθημα έγινε και πρωτοσέλιδο σε εφημερίδα επιρροής του αριστερού χώρου. Χρήσιμο ερώτημα, που αν βρει μιμητές και σε άλλες επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες θα επιφέρει το απόλυτο χάος. Διότι φανταστείτε τι έχει να γίνει εάν οι εκπαιδευτικοί διαδηλώσουν με σύνθημα «εάν δεν υπάρχουμε εμείς θα μείνετε αγράμματοι και αν μείνετε αγράμματοι δεν θα έχετε σε κανέναν ήλιο, καμία μοίρα». Ή εάν οι εργαζόμενοι στην ενέργεια υπενθυμίσουν ότι «χωρίς εμάς, δηλαδή χωρίς ενέργεια, δεν υπάρχει όχι μόνο πολιτισμός, αλλά, πλέον, ούτε καν ζωή». Ή ακόμη εάν βγουν στους δρόμους οι οικοδόμοι για να διεκδικήσουν καλύτερα μεροκάματα προειδοποιώντας ότι «χωρίς εμάς θα ζείτε στις σπηλιές» ή οι κλωστοϋφαντουργοί  δηλώσουν «χωρίς εμάς θα κυκλοφορείτε γυμνοί». Κάθε ενεργή επαγγελματική ομάδα μπορεί βασίμως να θέσει την ερώτηση – τελεσίγραφο - προειδοποίηση που θέτουν σήμερα οι αγρότες, χωρίς, φυσικά, να περιμένει απάντηση. Μόνο που με αυτή τη λογική, η οποία υποδαυλίζει τον κοινωνικό αυτοματισμό, κανείς, ποτέ και πουθενά δεν μπόρεσε να βρει λύση σε κανένα πρόβλημα.

Το θετικό με τις φετινές αγροτικές κινητοποιήσεις είναι ότι πραγματοποιούνται συντεταγμένα, με αποτέλεσμα να μη δημιουργούνται ιδιαίτερα λειτουργικά προβλήματα στους δρόμους. Επιπλέον η κυβέρνηση -όπως λέει- αξιοποιεί τις διαμαρτυρίες και τα πλάνα με τα τρακτέρ στους δρόμους και στις πλατείες, για να πιέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, στις διαβουλεύσεις για το αγροτικό που γίνονται αυτές τις ημέρες στις Βρυξέλλες, να δώσει ή να συναινέσει σε διεξόδους, αφού πολλά από αυτά που ζητούν οι αγρότες χαρακτηρίζονται στη δεδομένη συγκυρία ως εύλογα αιτήματα. Για την Ελλάδα του «διαλόγου κωφών» και της πλήρους ασυνεννοησίας πρόκειται για βήματα προς τα εμπρός. Μικρά, αλλά προς τα εμπρός.   

Ο χορός των δισ.  

Το αρνητικό είναι ότι, για άλλη μια φορά, η συζήτηση για το αγροτικό γίνεται σε κενό… αέρος. Καμία πλευρά -ούτε οι αγροτοσυνδικαλιστές, ούτε η κυβέρνηση- δεν δείχνει να έχει κοστολογήσει τα αιτήματα. Οι μεν αγρότες λένε ότι δεν είναι δική τους δουλειά, η δε κυβέρνηση ανακοινώνει το κόστος των μέτρων που η ίδια λαμβάνει ή των αιτημάτων που ικανοποιεί, χωρίς να εμβαθύνει περισσότερο.

Αν και σε περιπτώσεις όπως είναι ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας, που για να έχει μέλλον χρειάζεται ουσιαστικές διαθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις τις οποίες επιβάλλει η ζωή και η εξέλιξη, η οικονομική διάσταση είναι σημαντική, αλλά όχι το παν, στην Ελλάδα κανείς δεν έχει προσδιορίσει -έστω με όρους σχετικότητας- το κόστος των πολλών δισ. ευρώ για τη μετάβαση του αγροτικού τομέα στη νέα εποχή. Μια εποχή κατά την οποία οι αγρότες είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν στο ρυθμό που επιβάλουν η τεχνολογία και η ψηφιακότητα, τα σύγχρονα χρηματοοικονομικά και οι ανάγκες της αγοράς. Η χθεσινή εκδήλωση του τμήματος αγροτεχνολογίας του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ήταν άκρως αποκαλυπτική για τις εξελίξεις σε αυτά τα πεδία. Επίσης, είναι  μια εποχή κατά την οποία ο αγροτικός τομέας επηρεάζεται από τις περιβαλλοντικές εξελίξεις και τις μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, που τροφοδοτούνται από εν εξελίξει ιστορικά γεγονότα, όπως είναι οι πόλεμοι στην Ουκρανία και η αναταραχή στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα εξαιτίας των συνεπειών του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Ακόμη και αν σήμερα η απόλυτη προτεραιότητα του ελληνικού κράτους ήταν το αγροτικό ζήτημα κανείς υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κανείς υπουργός Οικονομικών, αλλά και κανείς πρωθυπουργός δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει τι θα σημάνει κάτι τέτοιο εις χρήμα, αλλά και εις βάθος χρόνου.

Καλά που υπάρχει η ΚΑΠ

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και δεκαετίες η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων αγροτών -ειδικά των μικροκαλλιεργητών, των μικροϊδιοκτητών και των μικροκτηνοτρόφων- εξαρτάται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την περίφημη -και σε ορισμένες περιπτώσεις κατασυκοφαντημένη- Κοινή Αγροτική Πολιτική και τα περισσότερα από 20 δισ. ευρώ που εισφέρει στην ελληνική αγροτική οικονομία στην κάθε επταετή περίοδο εφαρμογής της. Πρόκειται για λεφτά των Ευρωπαίων φορολογουμένων, οι οποίοι με αυτό τον τρόπο αναγνωρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση και η κατάργηση των δασμών δημιούργησε εισόδημα στις πιο φτωχές χώρες του πλανήτη, οι οποίες πουλάνε στον ανεπτυγμένο κόσμο τα προϊόντα που παράγουν. Με αυτό τον τρόπο αφενός συντηρούνται οι πάμφτωχοι καλλιεργητές του τρίτου κόσμου και αφετέρου τα τρόφιμα διατίθενται στους καταναλωτές της Δύσης με λογικό κόστος. Την ίδια στιγμή έχει επέλθει δια του ανταγωνισμού η εισοδηματική υποβάθμιση των αγροτών της Ευρώπης, οι οποίοι χωρίς στήριξη θα ζούσαν αισθητά κάτω από τα στάνταρ του ανεπτυγμένου κόσμου.

Παράλληλα, βασικός στόχος της ΚΑΠ είναι να βοηθήσει τους ευρωπαίους αγρότες να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, τα οποία να μπορούν να πουλήσουν στις αγορές του κόσμου σε δίκαιες τιμές, που θα διασφαλίζουν για τους παραγωγούς καλό εισόδημα. Μόνο που για να συμβούν όλα αυτά απαιτούνται από την πλευρά των αγροτών ενεργητικές κινήσεις και πρωτοβουλίες και όχι μια παθητική και… πεισματάρικα αμυντική στάση, που να βασίζεται στο ακυρωμένο από τη ζωή αξίωμα «έτσι μάθαμε από τους παππούδες μας, έτσι μάθαμε από τους πατεράδες μας, έτσι θα συνεχίσουμε». Κάτι αυτονόητα αδιέξοδο, αφού δεν ισχύει σε καμία δραστηριότητα, πουθενά στον κόσμο. Δυστυχώς για μεγάλη μερίδα των Ελλήνων αγροτών ΚΑΠ και Ε.Ε. σημαίνουν επιδοτήσεις, δηλαδή τζάμπα χρήμα και εισόδημα, κάτι που σαφώς είναι ψευδεπίγραφο.  

Το… ανεπιθύμητο υπουργείο

Από την άλλη το ελληνικό κράτος εδώ και χρόνια δεν αποφασίζει να κινηθεί δυναμικά και δημιουργικά στον αγροτικό τομέα. Από πολιτική άποψη το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων δεν είναι διαχρονικά δημοφιλές -ούτε επιθυμητό- στους Έλληνες πολιτικούς, κάτι που ισχύει και για τα στελέχη της σημερινής πλειοψηφίας της Βουλής. Ως αποτέλεσμα -κατά γενική ομολογία- την πολιτική ευθύνη του αγροτικού τομέα να αναλαμβάνουν άνθρωποι που έχουν τυπική και οριακή σχέση με το χώρο. Ο Κ. Μητσοτάκης, ο οποίος συνηθίζει στα δύσκολα να παίρνει το παιχνίδι επάνω του, δεν έχει πείσει κανέναν από τους εμπλεκόμενους ότι εδώ και πέντε χρόνια στοχεύει να κάνει στον αγροτικό τομέα τίποτε περισσότερο από τα συμβατικά, όσα κυρίως επιβάλλονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι συχνές αλλαγές υπουργών -και εν πολλοίς τα πρόσωπα που έχουν επιλεγεί- το μόνο που δείχνουν είναι… αμηχανία, ενώπιον ενός θέματος που προφανώς ο ίδιος δεν κατέχει, ενώ μάλλον στην κυβερνητική παράταξη δεν υπάρχει κάποιος, αποδεδειγμένα γνώστης των θεμάτων, που να μπορεί να εμπιστευθεί ο πρωθυπουργός. Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής απαξίωσης έχουμε την παρακμή και ενίοτε την υπολειτουργία των θεσμών της πολιτείας που είναι επιφορτισμένοι να παρεμβαίνουν στα αγροτικά ζητήματα, οι οποίοι παραμένουν «κολλημένοι» στη γραφειοκρατία. Κάπως έτσι φτάσαμε στο «Χωρίς εμάς τι θα φας;» της πλατείας Συντάγματος, που ακόμη κι αν συγκινεί σε πρώτη φάση -απόδειξη η στήριξη του κόσμου της Αθήνας που χειροκρότησε τους αγρότες- μεσομακροπρόθεσμα δεν οδηγεί πουθενά. Δεν επιλύει με μόνιμο και υγιή τρόπο τα προβλήματα. Ούτε καν διευθετεί με αξιοπιστία να ανοιχτά ζητήματα.