Skip to main content

Γιατί δεν γίναμε σοφότεροι από το Αναπτυξιακό Συνέδριο Κ. Μακεδονίας

Ειδικά στη Θεσσαλονίκη έχει εμπεδωθεί η αίσθηση ότι, σε τοπικό επίπεδο, πολλά χρόνια τώρα, τα λόγια είναι πολλά και τα έργα λίγα...

Όσοι ανέμεναν το Αναπτυξιακό Συνέδριο Κεντρικής Μακεδονίας για να «δουν» το μέλλον της περιοχής απογοητεύθηκαν. Όσοι παρακολούθησαν  χθες την ομιλία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, με την οποία ολοκληρώθηκε η τριήμερη παρέλαση της κυβέρνησης από τη Θεσσαλονίκη με την προσδοκία είτε συγκεκριμένων εξαγγελιών για την πόλη, είτε αλλαγής κλίματος δεν έγιναν σοφότεροι. Διότι -πολύ απλά- ούτε τα προβλήματα λύνονται, ούτε η ανάπτυξη δρομολογείται σε… συνέδρια. Το αντίθετο συμβαίνει. Διότι –ως γνωστόν- άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη. Στην Ελλάδα η πολύ συζήτηση, οι πολλές συσκέψεις, οι πολλές διαδικασίες υπονομεύουν τις δράσεις. Στη χώρα μας, άλλωστε, γεννήθηκε το ρητό «εάν θέλεις να θάψεις μια υπόθεση, δημιούργησε μια επιτροπή».

Το ευχάριστο του τελευταίου τριημέρου είναι ότι παρά την κινητοποίηση της κυβέρνησης και τη φιλότιμη προσπάθεια της αστυνομίας να κλείνει δρόμους χωρίς φανερό λόγο και αιτία δημιουργώντας την αίσθηση ότι κάτι φοβερό και τρομερό συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη. οι πολίτες αδιαφόρησαν. Ακόμη και οι συλλογικές εκφράσεις της περιοχής (αυτοδιοίκηση, σύνδεσμοι, επιμελητήρια, σύλλογοι κ.λπ.) υποεκπροσωπήθηκαν  στις εργασίες του συνεδρίου. Το θέαμα υπουργών να μιλούν σε σχεδόν άδειες αίθουσες δεν είναι τιμητικό για κανέναν και κακώς δεν υπήρξε μέριμνα ώστε οι διαδικασίες να γίνονται σε μικρότερες –κι επομένως πιο «ζεστές»- αίθουσες.

Η αδιαφορία της κοινωνίας δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι όλοι αντιλαμβάνονται τον τυπικό χαρακτήρα τέτοιων εκδηλώσεων, που πραγματοποιούνται ψυχαναγκαστικά. Σίγουρα έπαιξε το ρόλο του το γεγονός ότι ειδικά τη Θεσσαλονίκη έχει εμπεδωθεί η αίσθηση ότι, σε τοπικό επίπεδο, πολλά χρόνια τώρα, τα λόγια είναι πολλά και τα έργα λίγα. Μάλιστα, οι εξαγγελίες είναι τόσο μεγάλες, που συχνά σημαντικά έργα υποβαθμίζονται λόγω των αυξημένων προσδοκιών που έχουν δημιουργηθεί εκ των προτέρων. Για παράδειγμα το αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης, την διαχείριση του οποίου έχουν αναλάβει εδώ κι ένα χρόνο ιδιώτες και ήδη υπάρχει γκρίνια. Κατά κάποιο τρόπο –και καθ’ υπερβολήν- κάποιοι αναρωτιούνται  γιατί το «Μακεδονία» δεν έχει γίνει ακόμη σαν το Χίθροου του Λονδίνου και στα σαν το JFK της Νέας Υόρκης; Το ίδιο θα γίνει σχετικά σύντομα –σε λίγους μήνες ή σε ένα χρόνο- και στο λιμάνι, η ιδιωτικοποίηση του οποίου ολοκληρώθηκε μόλις προ ολίγων ημερών.

Προφανώς οι Θεσσαλονικείς και οι Βορειοελλαδίτες έχουν καταστεί υπερβολικά ανυπόμονοι, αλλά γι’ αυτό υπάρχει εξήγηση. Όταν μια απόφαση –για παράδειγμα μια ιδιωτικοποίηση- χρειάζεται τόσα πολλά χρόνια για να υλοποιηθεί και συχνά συναντά σφοδρότατες αντιδράσεις, τότε είναι λογικό όταν –επιτέλους!- ολοκληρώνεται η κοινωνία να θεωρεί ότι συνέβη κάτι συνταρακτικό και να περιμένει θαύματα. Στην πραγματικότητα η ιδιωτικοποίηση στην αρχή δεν είναι τίποτε άλλο από την αλλαγή μιας διοίκησης και τη μετάθεση της ευθύνης σε πρόσωπα με εξειδίκευση, εμπειρία και άνεση στον συγκεκριμένο τομέα, ικανά να πάρουν αποφάσεις για να προχωρήσουν τα πράγματα. Όταν στο λιμάνι η επέκταση της 6ης προβλήτας παραμένει εκκρεμής από το κράτος εδώ και 20 χρόνια,  γιατί οι ιδιώτες πρέπει να νιώθουν την πίεση μη τυχόν και καθυστερήσουν τη συγκεκριμένη παρέμβαση από την πρώτη στιγμή; Στο κάτω κάτω αυτοί είναι βέβαιον ότι κάτι θα κάνουν, διότι επιθυμούν να κερδίσουν, φροντίζοντας με αυτό τον τρόπο τόσο για τη δημιουργία τόσο εσόδων στο δημόσιο, όσο και θέσεων εργασίας. Κάθε φορά, λοιπόν, που το κράτος αποφασίζει κάτι, οφείλει να το υλοποιεί ταχύτατα, ώστε τα αποτελέσματα να φανούν το συντομότερο δυνατό, προσγειώνοντας την κοινωνία στην πραγματικότητα, που μπορεί να είναι εξαιρετική, καλή ή μέτρια.  

Η αδιαφορία των πολιτών της Θεσσαλονίκης –και κατά μείζονα λόγο της Κ. Μακεδονίας- για το αναπτυξιακό συνέδριο της περιοχής τους ενδεχομένως να συνιστά την αρχή του απογαλακτισμού της τοπικής κοινωνίας από τα κελεύσματα της πρωτεύουσας. Ίσως να είναι απλώς ένα ακόμη σημάδι κόπωσης των ανθρώπων, οι οποίοι παρακολουθούν τις εξελίξεις με αισθήματα βαριεστημάρας και απογοήτευσης. Άλλα πράγματα θέλει ο κόσμος στη δεδομένη συγκυρία για την οικονομία και την ανάπτυξη και άλλα συναντά –αν προτιμάτε, άλλα του σερβίρουν. Θέλει χειροπιαστές λύσεις, που να βελτιώνουν την καθημερινότητά του και εισπράττει πολιτικολογίες, αοριστίες και σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλόπνοα σχέδια, τα οποία –για να μη μηδενίζουμε- μπορεί να έχουν αξία, αλλά σε αυτή τη φάση δε συγκινούν. Θέλει δουλειές και του παζαρεύουν συμβασούλες και επιδόματα. Θέλει να ολοκληρώνονται τα πλάνα που υπάρχουν και να κλείνει κάθε κύκλος που ανοίγει και βρίσκει απέναντι του παράγοντες που πολιτεύονται δι’ εκκρεμοτήτων.  

Ο Αλέξης Τσίπρας επιδίωξε με τη δημιουργία πρωθυπουργικού γραφείου στη Θεσσαλονίκη και τις επισκέψεις του στην πόλη να σηματοδοτήσει την αλλαγή στην αντιμετώπιση των τοπικών θεμάτων. Μόνο που οι συμβολισμοί αυτοί εξαντλούν τη δυναμική και χάνουν το νόημά τους υπό το βάρος μιας μελαγχολικής πραγματικότητας.

Για την οποία εξίσου υπεύθυνοι με τους κατά καιρούς κυβερνώντες είναι οι τοπικοί παράγοντες της τελευταίας 25ετίας –για να μείνουμε μόνο στην τελευταία φάση. Διότι παρά τις δυνατότητες που υπάρχουν, πλέον, για την ευρύτερη Β. Ελλάδα προς Βορράν, τόσο στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όσο και στην Ευρώπη των Περιφερειών, εξακολουθούν να κοιτάζουν επίμονα –μάλλον πεισματικά- προς Νότον, προς το λεκανοπέδιο της Αττικής. Μοιάζουν αδύναμοι να ξεκολλήσουν από τα καθιερωμένα και να δημιουργήσουν –αλλά και να υπηρετήσουν- ένα νέο λειτουργικό όραμα. Ενώ η εποχή άλλαξε, τα μυαλά και η νοοτροπία παραμένουν στα προηγούμενα τέρμινα. Ίσως διότι εκεί –στην πρωτεύουσα- ψηφίζονται οι νόμοι. Ίσως διότι εκεί υπάρχει το δημόσιο ταμείο. Ίσως διότι από εκεί διανέμονται πολλά από τα κοινοτικά κονδύλια.

ΥΓ. Η οικονομική ανάπτυξη της χώρας απαιτεί αποκέντρωση. Αυτή την αλήθεια αναγνωρίζουν –και  διακηρύσσουν- όλοι χωρίς καμία εξαίρεση από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Το κακό είναι ότι για τη μετάβαση από ένα υπερσυγκεντρωτικό σε ένα αποκεντρωμένο μοντέλο απαιτούνται στρατηγική και γενναιοδωρία. Δύο στοιχεία για τα οποία δεν διακρίνεται το ελληνικό σύστημα. Πολλές εκκρεμότητες που συνδέονται με την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη –κάποιοι τις χαρακτηρίζουν ανοιχτές πληγές- παραμένουν στην επικαιρότητα για χρόνια και δεκαετίες. Τελείως αδικαιολόγητα, αφού συχνά δεν απαιτούν καν χρήματα, παρά μόνο μερικές υπογραφές. Όποιος παρακολουθεί καθημερινά την τοπική ειδησεογραφία –το voria.gr μοχθεί σε αυτή την κατεύθυνση- αντιλαμβάνεται απόλυτα αυτή την πραγματικότητα.