Skip to main content

FT: Η Ελλάδα δεν μπορεί να πετυχαίνει συνεχώς πλεονάσματα άνω του 3,5%

Τα πλεονάσματα που απαιτούνται για να γίνει βιώσιμο το χρέος δεν είναι ρεαλιστικά και πρέπει συνεπώς να δοθεί πρόσθετη ελάφρυνση χρέους, αναφέρεται.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να επιτύχει πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα πάνω από το 3,5% του ΑΕΠ για περισσότερα από τρία έως τέσσερα συνεχόμενα χρόνια και συνεπώς θα χρειασθεί πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους της, τονίζει μελέτη τριών οικονομολόγων που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Πέτερσον (Peterson Institute for International Economics).

H μελέτη, στην οποία αναφέρεται σημερινό δημοσίευμα των Financial Times και μεταδίδεται από το ΑΜΠΕ, είναι των Jeromin Zettelmeyer, που διετέλεσε γενικός διευθυντής του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας την περίοδο 2014-16, Eike Kreplin, οικονομολόγου στη διεύθυνση οικονομικής πολιτικής του ίδιου υπουργείου και Ugo Panniza, καθηγητή διεθνών οικονομικών. Ο τίτλος της είναι: «Χρειάζεται η Ελλάδα μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους; Και αν ναι, πόση;»

Όπως σημειώνεται εισαγωγικά, «οι πιστώτριες χώρες και οι διεθνείς Οργανισμοί συνεχίζουν να διαφωνούν, αν η Ελλάδα πρέπει να λάβει πρόσθετη ελάφρυνση χρέους από τους επίσημους πιστωτές της και, αν ναι, πόση». Η μελέτη δείχνει ότι αυτές οι διαφωνίες μπορεί να αποδοθούν σε διαφορετικές υποθέσεις σχετικά με τη μελλοντική ικανότητα πληρωμών της Ελλάδας, «ιδιαίτερα σχετικά με την οικονομική ανάπτυξη και το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο». Στη συνέχεια, η μελέτη αξιολογεί πόσο ρεαλιστικές είναι οι εναλλακτικές υποθέσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα, χρησιμοποιώντας διεθνή στοιχεία από τη δημοσιονομική προσαρμογή χωρών κατά το παρελθόν. Και συμπεραίνει ότι η πορεία των πρωτογενών πλεονασμάτων που απαιτούνται για να γίνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος δεν είναι ρεαλιστική και ότι πρέπει συνεπώς να δοθεί στην Ελλάδα πρόσθετη ελάφρυνση χρέους. «Τα διεθνή στοιχεία δεν στηρίζουν μία πορεία προσαρμογής που προβλέπει ένα πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 3,5% του ΑΕΠ για πάνω από τρία έως τέσσερα χρόνια συνεχόμενα ή για περισσότερο από επτά χρόνια με περισσότερο από 3,5% κατά μέσο όρο», αναφέρεται.