Skip to main content

Φόρμουλα συμφωνίας με τους δανειστές επεξεργάζεται η κυβέρνηση

Σε επιστολή προς τους θεσμούς θα υπάρχουν αναφορές σε δαπάνες που θα πρέπει να μειωθούν ή σε φορολογία που θα πρέπει να επιβληθεί

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αναμένεται να κοινοποιήσει μέσα στο Σαββατοκύριακο την πρόταση (επιστολή) προς τους θεσμούς, ένα συνολικό πλαίσιο θέσεων για το κλείσιμο της αξιολόγησης και την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος.

Η συγκεκριμένη πρόταση προς τους δανειστές αναμένεται να συζητηθεί άλλωστε στη συνεδρίαση του Eurogroup την ερχόμενη Πέμπτη.

Όπως αναφέρουν Τα Νέα Σαββατοκύριακο, το Μαξίμου εξακολουθεί να μην «παίζει» με την ιδέα των εκλογών, παρόλο που στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται φωνές που πιστεύουν πως εάν οι δανειστές αποφασίσουν να φορτώσουν τη χώρα με νέα μέτρα, τότε ίσως οι κάλπες θα ήταν μονόδρομος.

Ωστόσο, για τον Αλέξη Τσίπρα και το επιτελείο του, στόχος παραμένει η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης προκειμένου η χώρα, μπαίνοντας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, να μπορέσει να βγει δοκιμαστικά στις αγορές περί τα τέλη του καλοκαιριού και ολοκληρωτικά μέσα στο 2018.

Τα πολύ δύσκολα θα φανούν, ωστόσο, εφόσον επιτευχθεί η πολιτική συμφωνία. Διότι από εκεί και πέρα η κυβέρνηση θα κληθεί να προετοιμάσει την ψυχολογία των βουλευτών της πλειοψηφίας για τη νομοθέτηση της επέκτασης του κόφτη δημοσιονομικής διόρθωσης για μια διετία, ασχέτως του εάν αυτός θα περιγράφει ή όχι τα μέτρα που θα ληφθούν σε περίπτωση αποκλίσεων από τους δημοσιονομικούς στόχους.

Αρμόδιες κυβερνητικές πηγές επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία και με απόλυτο τρόπο ότι δεν θα υπάρξει καμία νομοθέτηση μέτρων από την παρούσα Βουλή για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος.

Αναγνωρίζουν όμως ότι η παράταση του μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης (κόφτης) δεν μπορεί να αποτελεί απλώς στοιχείο μιας συμφωνίας κυρίων, αλλά θα πρέπει να περάσει από το Κοινοβούλιο.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το οικονομικό επιτελείο θα προσπαθήσει να αποφύγει, όσο αυτό είναι δυνατό, οποιαδήποτε αναλυτική περιγραφή των μέτρων που θα περιλαμβάνονται στον δημοσιονομικό διορθωτή ή στον «μηχανισμό αυξημένων εγγυήσεων», όπως περιγράφονται οι συμβιβασμοί της ελληνικής πλευράς.

Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές της εφημερίδας, θα υπάρχουν γενικόλογες αναφορές σε δαπάνες που θα πρέπει να μειωθούν ή σε φορολογία που θα πρέπει να επιβληθεί για το ενδεχόμενο που δεν επιτευχθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5%.

Θεωρείται πλέον βέβαιο ότι στην ελληνική πρόταση προς τους θεσμούς περιλαμβάνεται και η μείωση του αφορολογήτου, η οποία θα εξαρτηθεί από το ύψος των εσόδων.

Νέα ημερομηνία: 20 Φεβρουαρίου

Ολα αυτά συμπυκνώνονται στην ακόλουθη στόχευση. Το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου να δώσει μια προέγκριση για την κατάληξη της αξιολόγησης, ώστε αυτή να κλείσει στην επόμενη συνεδρίαση του οργάνου στις 20 Φεβρουαρίου.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα έχει πιθανότητες να μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας συνεδριάζει στις 9 Μαρτίου. Εάν καταγραφεί κι άλλη καθυστέρηση, τότε η παράταση θα πάει ακόμη πιο πίσω την οικονομία, με τη χώρα να περιμένει να ενταχθεί στο QE στην καλύτερη περίπτωση τον μήνα Μάιο.

Ο παράγοντας ΔΝΤ

Σε όλα αυτά υπάρχει ο καθοριστικός παράγοντας του ΔΝΤ, τον οποίο η κυβέρνηση δείχνει ότι δεν έχει σταθμίσει ακόμη. Από τη μια η κυβέρνηση εμφανίζεται διατεθειμένη να προχωρήσει σε πολιτικούς συμβιβασμούς και να συμφωνήσει σε μέτρα για την περίοδο μετά το 2018 (χωρίς νομοθέτηση) προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Ταμείου.

Αυτό ερμηνεύεται πρωτίστως λόγω της βούλησής της να κλείσει το συντομότερο η αξιολόγηση, ακόμη κι αν ο ρόλος του ΔΝΤ αποτελεί αστερίσκο της συμφωνίας.

Από την άλλη, όμως, δεν κρύβει ότι δεν επιθυμεί την παρουσία του ΔΝΤ με χρηματοδότηση στο ελληνικό πρόγραμμα. Αυτό οφείλεται σε τρεις παράγοντες. Στη διαπίστωση ότι το ΔΝΤ δεν πίεσε όπως αναμενόταν για την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους τους ευρωπαϊκούς φορείς. Επίσης υπάρχει πάντα ο φόβος πως ένα νέο συμβόλαιο με το ΔΝΤ μπορεί να σημαίνει αξίωση για τη λήψη νέων μέτρων ή για παράταση του προγράμματος.

Και επιπλέον διότι η συνέχιση της παρουσίας του με καθοριστικό ρόλο θα ενδυναμώσει τον άξονα με το Βερολίνο και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.