Skip to main content

Ευρωλιμένας, σεισμός, ΕΟΚ και η τράπεζα Μακεδονίας – Θράκης

Από Voria.gr
Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 ο ΣΒΒΕ, και οι επιχειρήσεις - μέλη του, βίωσαν εξελίξεις που είχαν επιπτώσεις για πολλά χρόνια αργότερα.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 παρατηρούνται σηµαντικές αλλαγές στο τοπίο της βορειοελλαδικής βιοµηχανίας και ειδικά στη σύνθεση του βιοµηχανικού προϊόντος. Οι µεταλλουργικές και µηχανολογικές βιοµηχανίες δηµιουργούσαν πλέον ποσοστό 18,1% του τοπικού προϊόντος, έναντι 5,3% το 1964. Στον αντίποδα βρισκόταν η κλωστοϋφαντουργία, που από 40% στα µέσα της δεκαετίας του 1960, υποχώρησε το 1980 σε 20%.

Αξιοσηµείωτη ήταν και η υποχώρηση του ποσοστού συµµετοχής του οικοδοµικού κλάδου καθώς και της κατεργασίας ξύλου. Αντίθετα ο κλάδος της χηµικής βιοµηχανίας βελτίωσε τη συµµετοχή του, ενώ ο κλάδος των τροφίµων - ποτών κινήθηκε στα ίδια επίπεδα, καλύπτοντας το 1980 το ένα τέταρτο του συνολικού βιοµηχανικού προϊόντος.

Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1970 ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, οι επιχειρήσεις – μέλη του και η κοινωνία της Θεσσαλονίκης βίωσαν εξελίξεις που είχαν επιπτώσεις για πολλά χρόνια αργότερα. Κατ’ αρχήν η ελληνική οικονομία και οι επιχειρήσεις χρειάστηκε αφενός να αντιμετωπίσουν τη διεθνή κρίση της εποχής και αφετέρου να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η είσοδος της χώρας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Η Θεσσαλονίκη υπέστη τις συνέπειες του μεγάλου σεισμού, που έγινε τον Ιούνιο του 1978, ενώ περίπου ένα χρόνο νωρίτερα ο ΣΒΒΕ μετακόμισε στον 6ο όροφο, της πλατείας Μοριχόβου 1, σε κτίριο ιδιοκτησίας του ΕΒΕΘ, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα τα γραφεία του. Επίσης, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ιδρύθηκε από το κράτος η πρώτη τράπεζα με έδρα τη Θεσσαλονίκη, η Τράπεζα Μακεδονίας – Θράκης.

Προετοιμασία για την ΕΟΚ

Όπως καταγράφει η έκδοση για τον πρώτο αιώνα του ΣΒΒΕ τη συγκεκριμένη περίοδο αναδείχθηκε με έμφαση η πεποίθηση του Συνδέσμου ότι το µέλλον της ελληνικής βιοµηχανίας είναι η διεθνής αγορά. Γι’ αυτό ο ΣΒΒΕ οργάνωσε σεµινάρια και ηµερίδες, προκειμένου να ενημερωθούν τα μέλη του για τις αλλαγές που επρόκειτο να επιφέρει η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Σε αυτή την περίοδο ο Σύνδεσµος εξακολούθησε την προσπάθειά του να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες σε ό,τι αφορούσε το χρονίζον ζήτηµα της περιφερειακής ανάπτυξης. Επικρότησε και στήριξε την υπογραφή νέας εθνικής συλλογικής σύµβασης, µε το σκεπτικό ότι αποτελούσε τον µοναδικό τρόπο οµαλής επίλυσης διαφορών µεταξύ των εργοδοτών και εργαζοµένων.

Επίσης, μετά το σεισμό του 1978 ο ΣΒΒΕ κατέγραψε τα προβλήµατα που δηµιουργήθηκαν στις βιοµηχανίες και προώθησε σειρά αιτηµάτων σχετικά µε τα µέτρα που έπρεπε να ληφθούν για την αντιµετώπιση της κατάστασης.

Την ίδια περίοδο ο ΣΒΒΕ συνέχισε την πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής προσπάθεια να ευαισθητοποιήσει τόσο τις βιομηχανίες, όσο και τους άλλους κρατικούς ή μη φορείς σε θέµατα οικολογικού περιεχοµένου. Προσέλαβε µάλιστα και ειδικό σύµβουλο σε θέµατα περιβάλλοντος και καθιέρωσε στο Δελτίο του νέα στήλη µε τίτλο «Θέµατα Περιβάλλοντος». Κάπως έτσι ξεκίνησε η συζήτηση για το πρόβληµα του νέφους στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, καθώς και για τη διαχείριση των βιοµηχανικών αποβλήτων, με τον ΣΒΒΕ να ζητά από την πολιτεία να λάβει τα απαραίτητα µέτρα.

Ευρωλιμένας Θεσσαλονίκης

Λίγο πριν την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η ιδέα της δηµιουργίας του Ευρωλιµένα στη Θεσσαλονίκη υποστηρίχθηκε ένθερµα από τον Σύνδεσµο. Η αρχική ιδέα ήταν να δηµιουργηθεί στη βορειοδυτική πλευρά του Θερµαϊκού µια ελεύθερη βιοµηχανική ζώνη και σε αυτήν στηρίχθηκαν οι προεργασίες µέχρι το 1977. Το Φεβρουάριο του έτους εκείνου αποφασίστηκε ο επαναπροσδιορισµός της ταυτότητας και η εκ νέου µελέτη του έργου, µε στροφή του ενδιαφέροντος προς τη σύνδεση Αξιού - Μοράβα, τη δηµιουργία ποτάµιου άξονα που θα κατέληγε στον Ευρωλιµένα. Σύμφωνα με το υπουργείο Ναυτιλίας της εποχής η µελέτη θα έπρεπε να γίνει µε «µεγάλη προσοχή» και ότι θα αφορούσε ένα βιοµηχανικό λιµένα, ο οποίος θα συνδεόταν µε τον Αξιό και τον Μοράβα, και ταυτοχρόνως µε τα λιµάνια της Μέσης Ανατολής. Το θέµα απέκτησε έτσι πολλές πτυχές, πολιτικές, οικονοµικές και τεχνικές, που δεν είχαν άµεση σχέση µε τη δηµιουργία ενός βιοµηχανικού λιµένος. Στόχος ήταν πλέον να δηµιουργηθεί µία «πύλη» εµπορίου. Από το 1977 πραγµατοποιήθηκαν διαπραγµατεύσεις µεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας για τη δηµιουργία πλωτής διώρυγας που θα συνέδεε τη Θεσσαλονίκη µε τον ∆ούναβη, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Η µελέτη σκοπιµότητας ανατέθηκε σε σουηδικό τεχνικό οίκο, µε σύµβαση που καταρτίσθηκε στις 8.12.1977, προκειµένου να παραδώσει την πρώτη φάση της µελέτης σε 17 µήνες. Η τροπή αυτή του θέµατος του Ευρωλιµένα αναζητούσε τα πλεονεκτήµατα όχι πλέον του Θερµαϊκού Κόλπου, αλλά µίας ναυσιπλοϊκής οδού, µε χαµηλό συγκριτικά κόστος κίνησης φορτηγίδων. Εκτός από την οικονοµική πλευρά, θα έπρεπε να µελετηθούν και άλλες παράµετροι, όπως η επίδραση του σχεδίου αυτού στα υδροσυστήµατα της λεκάνης του ποταµού Μοράβα και της λεκάνης του ποταµού Αξιού. Το µήκος της υποτιθέµενης ναυσιπλοϊκής οδού θα ήταν 700 χιλιόµετρα, ενώ το µήκος της ενωτικής διώρυγας Αξιού - Μοράβα 30 χιλιόµετρα. Επειδή υπήρχε υψοµετρική διαφορά, θα έπρεπε να εφαρµοστεί σύστηµα ανάλογο προς τη διώρυγα του Παναµά, µε πλήρωση ή εκκένωση δεξαµενών. Ταυτόχρονα θα έπρεπε να ενισχυθούν οι υδάτινες ροές των ποταµών, οι οποίοι δεν είχαν αρκετό νερό. Θα έπρεπε δηλαδή να κατασκευαστούν ειδικά φράγµατα για να συγκεντρώνεται το νερό και να διοχετεύεται ισοµερώς στη διώρυγα. Δύσκολο εγχείρημα, που τελικά απέμεινε στα χαρτιά.

Μετά τις 28 Μαΐου 1979

Στη διαδικασία της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ, που υπεγράφη με κάθε επισημότητα στην Αθήνα, στις 28 Μαίου 1979, ανέκυψε θέµα περιορισµού των εξαγωγών ελληνικών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων προς τις χώρες της Κοινής Αγοράς (ποσοστώσεις). Προέκυψε ταυτοχρόνως θέµα περιορισµών (ποσοστώσεων) στις εισαγωγές από προτιµησιακές χώρες, µε τη διατήρηση «δασµολογικής οροφής» σε βιοµηχανικά προϊόντα, όπως η ξυλεία, τα είδη εκ χάρτου, τα έπιπλα και τα κλωστοϋφαντουργικά. Η «δασµολογική οροφή» σήµαινε ότι εάν σε µία συγκεκριµένη ηµεροµηνία οι εισαγωγές υπερέβαιναν τον µέσο όρο εισαγωγών της τελευταίας τριετίας, επαναφερόταν αυτόµατα και επιβαλλόταν ο δασµός που ίσχυε τον προηγούµενο χρόνο, αλλά µε τρόπο που σταδιακώς οι δασµοί να µειώνονται.