Skip to main content

«Δεύτερη πόλη» εν αναμονή: 111 χρόνια από την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον εθνικό κορμό

Μετά από έναν και πλέον αιώνα από την απελευθέρωσή της από τον οθωμανικό ζυγό, η Θεσσαλονίκη ακόμα αναζητά την ταυτότητά της

Ήταν γύρω στις 2 τα ξημερώματα της 27ης Οκτωβρίου 1912, όταν ο Οθωμανός φρούραρχος της Θεσσαλονίκης Χασάν Ταχσίν πασάς υπέγραψε την άνευ όρων παράδοση της πόλης στον ελληνικό στρατό. Στο σχετικό έγγραφο όμως, το οποίο είχε συνταχθεί στη γαλλική γλώσσα, αναφέρεται ως ημερομηνία η 26η Οκτωβρίου, επειδή οι όροι είχαν συμφωνηθεί μερικές ώρες πριν πέσουν οι υπογραφές. Με αυτό τον τρόπο εξυπηρετήθηκε κι ένα αφήγημα που από τότε έχει εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ότι η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης -ακριβέστερα η ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό- συνέπεσε με την γιορτή του Πολιούχου Αγίου Δημητρίου. Λεπτομέρειες ίσως, οι οποίες όμως αντέχουν στο χρόνο και σηματοδοτούν -μέχρι ενός σημείου- τη μοίρα της Θεσσαλονίκης τη σύγχρονη εποχή.

Ακριβώς 111 χρόνια από τότε η Θεσσαλονίκη αναζητά ακόμη ταυτότητα. Κυρίως, όμως, αναζητά ρόλο στην αναπτυξιακή πορεία του νέου ελληνικού κράτους. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο αποδείχθηκαν κάτι εύκολο ή αυτονόητο, αφού πρόκειται για ζητήματα τα οποία εκκρεμούν. Ενδεχομένως για αντικειμενικούς λόγους ή ίσως επειδή οι καιροί και οι εποχές αλλάζουν. Η Θεσσαλονίκη από πολυεθνική και κοσμοπολίτικη πόλη 20 αιώνων και βάλε, αλλά και δεύτερος τη τάξει πόλος δύο αυτοκρατοριών -της Βυζαντινής και της Οθωμανικής-, που είχαν ως πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, η οποία μετά την Άλωση έγινε Ισταμπούλ, περιορίστηκε σε ρόλο συμπρωτεύουσας ενός μικρού -πλην ενδόξου!- βαλκανικού κράτους. Για το οποίο ο συγκεντρωτισμός αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της συγκρότησής του σχεδόν από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του. Διότι ο τίτλος της «πρωτεύουσας των προσφύγων» μπορεί να αποτελεί τιμή και δόξα από ιστορική και συναισθηματική άποψη, αλλά στην ουσία υποκρύπτει κυρίως μεγάλα προβλήματα, με τα οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι ξεριζωμένοι Μικρασιάτες, πριν τα αντιμετωπίσουν δημιουργικά και φτάσουν τελικά να καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό το πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας. Πολύ περισσότερο δεν βοήθησε σε τίποτα ο τίτλος της συμπρωτεύουσας που δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Ίσως μόνο ο χαρακτηρισμός της «φτωχομάνας» να έχει πραγματολογικό περιεχόμενο για την εθνική Θεσσαλονίκη, κάτι που τη χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα, αφού διεκδικεί επάξια τον τίτλο της «πρωτεύουσας των ανέργων». Τηρουμένων των αναλογιών ασφαλώς, αφού η Ελλάδα δεν είναι η χώρα των δεκαετιών του 1920, του 1930, του 1950 ή του 1970. Κάπως έτσι και η… φτωχομάνα Θεσσαλονίκη δεν μετριέται με τα παιδάκια που (δεν) πεινάνε πλέον. Μπορεί, όμως, να μετρηθεί με την οικονομική της υπανάπτυξη, την αποβιομηχάνιση, τη μεγάλη της ανεργία και -κυρίως- με τις προοπτικές που (δεν) προσφέρει στους νέους ανθρώπους. Κάποιος σύγχρονος σοφός -ή εν πάει περιπτώσει σκεπτόμενος άνθρωπος- έχει συμπυκνώσει την κατάσταση στο «η Θεσσαλονίκη είναι πόλη για ανθρώπους με έτοιμα και όχι για ανθρώπους με αίτημα». Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι η χαλαρή και γι’ αυτό ευχάριστη καθημερινότητα από τη μία, και η μετοίκηση επί δεκαετίες μεταπολεμικά πολλών δημιουργικών και ανήσυχων ανθρώπων της Θεσσαλονίκης (επιχειρηματίες, επιστήμονες, καλλιτέχνες, ακαδημαϊκοί, συγγραφείς, ποιητές) στην Αθήνα προς αναζήτηση μεγαλύτερων οριζόντων, από την άλλη. Όπως και η μαζική μετανάστευση επιστημόνων και ερευνητών στο εξωτερικό στα τελευταία χρόνια της χρεοκοπίας της χώρας.      

Η δεύτερη πόλη

Σε πολλές χώρες της ανεπτυγμένης Ευρώπης οι λεγόμενες «δεύτερες πόλεις» έχουν καταφέρει να αντιστρέψουν το θεωρητικό μειονέκτημα σε πρακτικό πλεονέκτημα. Δεν είναι τυχαίο -για παράδειγμα- ότι στην Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ελβετία, ακόμη και στην Ερντογανική Τουρκία, οι διοικητικές πρωτεύουσες δεν κρατούν τα οικονομικά ηνία. Ούτε ότι σε άλλες περιπτώσεις, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ισπανία οι «δεύτερες πόλεις» έχουν αξιοποιήσει την απουσία της κεντρικής κυβέρνησης για να απογαλακτιστούν, να δημιουργήσουν ισχυρές τοπικές αρχές, οι οποίες να είναι απολύτως υπεύθυνες για τα πραγματικά τοπικά θέματα και τελικά να πάρουν ένα σημαντικό ποσοστό της μοίρας τους στα δικά τους χέρια. Στη Θεσσαλονίκη ακόμη και η μονοδρόμηση ενός δρόμου διπλής κατεύθυνσης ή η αλλαγή προσανατολισμού του απαιτεί απόφαση του υπουργείου Μεταφορών. Το παράδειγμα είναι ακραίο, αλλά σε κάθε περίπτωση χαρακτηριστικό. Όπως φυσικά είναι απολύτως ενδεικτικό ότι το σύνολο των μεγάλων -και ατυχών- έργων σχεδιάζεται και εξαγγέλλεται κεντρικά. Διότι -σε παράφραση της γνωστής παροιμίας- στην Ελλάδα όποιος έχει το μαχαίρι (χρήμα) έχει και το πεπόνι (αποφάσεις).

Ιστορία και γεωγραφία

Στο πέρασμα των 23 αιώνων της ιστορίας της η Θεσσαλονίκη είχε -και εξακολουθεί να έχει- δύο ισχυρούς συμμάχους. Τη γεωγραφία και την ιστορία. Δύο παράγοντες που κάποτε ήταν επαρκείς για την παραγωγή πλούτου και κοινωνικής ισχύος. Στις μέρες μας τόσο η ιστορία, όσο και η γεωγραφία προσφέρον ακόμη, αλλά δεν επαρκούν για την πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη, που σε σημαντικό βαθμό εξαρτώνται, πλέον, από τα έργα των ανθρώπων. Ίσως γι’ αυτό τα τελευταία 30 χρόνια η Θεσσαλονίκη υποβαθμίζεται οικονομικά και παραγωγικά σχεδόν καθημερινά. Το αποδεικνύουν αυτό οι αριθμοί, τα συγκριτικά στοιχεία και η καθημερινότητα. Άλλωστε κατά την μεγάλη οικονομική κρίση της χώρας στη δεκαετία του 2010 το ήδη σφιχτό αθηνοκεντρικό σύστημα «έσφιξε» ακόμη περισσότερο. Οι όποιες χαραμάδες αποκέντρωσης υπήρχαν λόγω της ευμάρειας στα χρόνια του χρηματιστηρίου και των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, όταν στην Ελλάδα «έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα», σφραγίστηκαν ερμητικά. Κάπως έτσι το μόνο που έμεινε στη Θεσσαλονίκη είναι η ιστορία, τα δεκάδες μνημεία που πιστοποιούν τη μακραίωνη πορεία της, και η γεωγραφία, που προσωποποιούν οι επίμονοι βαλκάνιοι επισκέπτες, οι οποίοι με την παρουσία τους αποδεικνύουν την αξία της χωροταξικής εγγύτητας. Ίσως και κάποια πολιτικά αιτήματα, τα οποία, όμως, είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες συγκεκριμένων προσώπων, που βρέθηκαν (κάποτε) την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος και έκτοτε εκμεταλλεύονται υπέρ τους στην αδράνεια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η δύσκολη για την κοινωνία όλης της χώρας δεκαετία του 2010 δεν έχει αναδείξει για τη Θεσσαλονίκη ούτε ένα νέο πολιτικό πρόσωπο με… εκτόπισμα, αλλά η τοπική κοινωνία συντηρεί τα golden boys της πολιτικής και της αυτοδιοίκησης που αναδείχθηκαν στη δεκαετία του 2000, εν μέρει και του 1990. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι η μετακόμιση στην πρωτεύουσα συνεχίζεται για αρκετούς από τους πλέον αξιόλογους επιχειρηματίες της περιοχής, αν και πρακτικά και αντικειμενικά κάτι τέτοιο είναι ίσως κάπως δύσκολο.

Κενό ηγεσίας

Ενώ συμπληρώνονται 111 χρόνια από την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον εθνικό κορμό και με τις κοινοβουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές εξαιρετικά πρόσφατες, το κενό της φυσικής πολιτικής, οικονομικής, ακαδημαϊκής και πνευματικής ηγεσίας στη Θεσσαλονίκη είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού, κυρίως σε όσους παρατηρούν από απόσταση τα πράγματα. Κενό που δύσκολα θα πληρωθεί, επειδή στην καθημερινότητα (υποτίθεται ότι) κάτι κινείται με αποτέλεσμα να καταγράφεται μια επίφαση εξελίξεων. Αρκετοί νέοι δήμαρχοι στο πολεοδομικό συγκρότημα θα αναλάβουν καθήκοντα την Πρωτοχρονιά του 2024, ο ίδιος ο πρωθυπουργός είναι βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης, μόλις εκλέχθηκε νέος Μητροπολίτης, οσονούπω αναμένεται ο νέος πρύτανης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ και στα άλλα δύο ΑΕΙ που εδρεύουν στην πόλη, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και το Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος οι πρυτάνεις εκλέχτηκαν πρόσφατα. Δεδομένου, μάλιστα, ότι οι απολογισμοί δεν είναι το φόρτε όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, αλλά ολόκληρης της Ελλάδας, η κατάσταση είναι μάλλον καταδικασμένη να κινείται σε αχαρτογράφητα νερά για καιρό ακόμη.

Η Θεσσαλονίκη πιθανότατα θα εξακολουθήσει και το επόμενο διάστημα να βαδίζει στον αυτόματο πιλότο που προγραμματίζει η πρωτεύουσα της χώρας, που από την πλευρά της κάνει μια χαρά τη δουλειά της. Ας μην ξεχνάμε ότι πίσω από κάθε απόφαση κρύβονται άνθρωποι και -στην Ελλάδα τουλάχιστον- σχεδόν ποτέ συγκροτημένες και σοβαρές διαδικασίες. Εκτός κι αν σημειωθεί κάποια μεγάλη έκπληξη, που με βάση τους φυσικούς νόμους συγκεντρώνει μικρές πιθανότητες. Γιατί, άραγε, να συμβεί το επόμενο διάστημα, κάτι που δεν έχει γίνει τις τελευταίες δεκαετίες;  Αλήθεια έχει σκεφτεί κανείς -το ερώτημα είναι ρητορικό, μην αγχώνεστε- από ποιες πρωτοβουλίες και ποιες αδράνειες προέκυψαν στη Θεσσαλονίκη έργα όπως η υποθαλάσσια αρτηρία που ματαιώθηκε και αποζημιώθηκε, το μετρό που επί 18 χρόνια ταλαιπωρεί και πληγώνει τους πάντες και τα πάντα, η σημερινή υπερυψωμένη περιφερειακή οδός FlyOver, που τις επόμενες εβδομάδες ξεκινάει η κατασκευή της και όλοι ελπίζουν να μη… στραβώσει, η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, που προσώρας βρίσκεται εν αναμονή των μεγάλων επενδύσεων που χρειάζεται εδώ και 25 χρόνια, η ανάπλαση της ΔΕΘ – Helexpo, που ξέμεινε από… καύσιμα, το τεχνολογικό πάρκο 4ης γενιάς Thess Intec, που παλεύει με τα χρονοδιαγράμματα, η Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας, που το 2024 κλείνει τα 20 της χρόνια, η οργάνωση της μεγαλύτερης άτυπης βιομηχανικής συγκέντρωσης της χώρας, στο Καλοχώρι; Ακόμη και η ενοποίηση του παραθαλάσσιου μετώπου από το Καλοχώρι στο Αγγελοχώρι που ανέλαβε η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας στη λογική της αστικής ανάπλασης και που υπό προϋποθέσεις μπορεί να γράψει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της πόλης;