Skip to main content

Ο Ιβάν μαθαίνει: Δεν φτιάχνεις εμπειρία, αν δεν την υποστείς

Ο Ιβάν Σαββίδης λάθεψε πολλάκις στη διαδρομή του στον ΠΑΟΚ, αλλά έμαθε: Τσαλάκωσε την εικόνα του, πέταξε το κοστούμι κι έσφιξε τις γροθιές.

Η πιο καθηλωτική εικόνα που έχω αντικρίσει στην Τούμπα δεν είναι ούτε κάποιο γκολ ούτε μια οπαδική φαντασμαγορία ούτε μια σπουδαία ευρωπαϊκή αντίπαλος. Με το κουτάλι τα ‘χουν φάει αυτά, βεβαίως, όλοι και σ’ όλα τα γήπεδα του πλανήτη. Αλλά το εγκεφαλικό κλικ που, για μένα, μένει αλησμόνητο είναι το απολύτως παράδοξο, που συνάμα μοιάζει αφοπλιστικά λογικό.

Ένα παιγνίδι κόντρα στον γείτονα Ηρακλή, στην εκπνοή της χιλιετίας. Θεωρητικώς ντέρμπι, που εν τέλει, πράγματι, μετουσιώθηκε σε τέτοιο. Ώρες νωρίτερα, πριν την έναρξή του, το βλέμμα μου αιχμαλώτισαν δύο τύποι χαμηλότερα, που θεώρησα, εκ πρώτης όψεως, «ευκολοδιάβαστους». Αμφότεροι στα μεσηλίκια τους, δεν θα ‘ταν κάτω από 50. Δεν έφτασαν μαζί εκεί, ο ΠΑΟΚ, απλώς, ήταν η αφορμή, τους έφερε σε συγκοινωνούντα, φρέσκα κι ολόλευκα τότε, καρεκλάκια της θύρας 5.

Ο ένας, καταφανώς ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα, κατάστικτος από πολύχρωμους λεκέδες, σε ρούχα και δέρμα, ένας, ας μου επιτραπεί, αφηρημένα εξπρεσιονιστικός καμβάς από σάρκα και οστά, που δεν θα μου φαινόταν παράξενο αν παράτησε στη μέση του δουλειά του για να δώσει το «παρών». Ο έτερος, εμφανώς «εκλεκτής» τάξεως και ευπατρίδης, εξόφθαλμα καλλιεργημένος και ελαφρώς μελαγχολικός, σαν τον γιατρό Γκασέ του Βαν Γκονγκ. Να περιμένει την έναρξη σα να ‘θελε να φύγει - μια υποχρέωση, νόμιζα, σημαντικότερη. Ν’ απομακρύνεται, ευγενώς, από τον διπλανό για να μη λερωθεί το σακάκι του.

Μετά το πρώτο σφύριγμα, τέθηκαν εκτός πλάνου, προείχε η νίκη. Ο ΠΑΟΚ κέρδιζε από νωρίς, όλα κατ’ ευχήν, αλλά λίγο πριν τα 90’ ο Ηρακλής ισοφάρισε. Μέσα στον γενικότερο, υπόκωφο ψίθυρο αγανάκτησης και δυσφορίας, που σε τέτοιες στιγμές καταποντίζει τις κερκίδες και εξιλεώνει τα μίζερα κομμάτια της, ξαφνικά μικροένταση, ισχυρότερες φωνές, διαπληκτισμός. Ενστικτωδώς, το άκουσμα παρέσυρε το βλέμμα. Το μαγνήτισαν, και πάλι, οι συμπρωταγωνιστές αυτής της εισαγωγής.

Λογομαχούσαν, σε γηπεδικό πλαίσιο και με ποδοσφαιρικούς όρους. Διαφωνούσαν για τις τακτικές επιλογές του προπονητή, την ποιότητα των παικτών, τα απολύτως τετριμμένα, σε μία αψιμαχία κινηματογραφικά αλλόκοτη, υπερρεαλιστική. Η αγωνία, ωστόσο, κυριάρχησε και αναπόφευκτα το ενδιαφέρον, για όλους, επέστρεψε στο χόρτο.

Λίγα, αλλά βασανιστικά, λεπτά μετά ήρθε το πολύτιμο γκολ. Ο πανηγυρισμός καθολικός και έξαλλος, αλλά η προηγηθείσα σκηνή είχε φωλιάσει για τα καλά στη σκέψη και, δευτερόλεπτα μετά τις αναγκαίες κραυγές ανακούφισης, το περίεργο βλέμμα εστίασε ξανά στο πιο έντονο ερέθισμά του.

Ο πουά ελαιοχρωματιστής και ο κομψός γιατρός του Βαν Γκονγκ είχαν πιαστεί στα χέρια, αλλά με θέρμη. Με δυνατούς εναγκαλισμούς, ξέφρενες αναπηδήσεις και ασυγχρόνιστα, ακατάληπτα συνθήματα, που πνίγονταν σε μια κυρίαρχη ιαχή που δονούσε ήδη το γήπεδο. Ποιος να νοιαστεί για τους λεκέδες. Πώς να μην τσακαλακωθείς.

Παράδοξο, αλλά συνάμα λογικό. Στην Τούμπα, ιδίως σ’ αυτήν, πιθανώς μόνον σ’ αυτήν. Εκεί, όλοι ανεξαιρέτως, Πατρίκιοι και Πληβείοι, ένας γευστικότατος αχταρμάς, δεσμεύονται, με τα καλά και τα κακά τους, σ’ ένα κοινό όνειρο, δηλώνουν πραγματική υποταγή και αδιαπραγμάτευτη πίστη σε κάτι που οι Άλλοι κατακρίνουν, μη γνωρίζοντες και αποφεύγοντας να εντρυφήσουν, ως ουτοπικό. Στον ΠΑΟΚ. Τούτη τη λέξη – ιδέα που, παραφράζοντας τον Μυριβήλη, κάνει τα σπλάχνα να σπαρταρούν. Τους σώφρονες, άφρονες. Τους νουνεχείς, τρελούς. Τους διαφορετικούς, ένα.

Κανείς οπαδός του ΠΑΟΚ, μέχρι προσφάτως, δεν έδειχνε πρόθεση να πανηγυρίσει μία (σπανίζουσα, τα τελευταία χρόνια) επιτυχία της ομάδας του αγκαλιά με τον Ιβάν Σαββίδη. Παρά τη διάσωση, την αποπληρωμή του δυσβάστακτου χρέους, τους Στοχ και τους Μπερμπάτοφ, υπήρξε… δύσπεπτος. Δεν κατάφερε επουδενί να συνεγείρει το «ποίμνιό» του. Δεν τον ένιωσαν ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δικό τους, εξίσου «άφρονα» και «τρελό», δεν μπορούσαν, ούτε καν να διανοηθούν, να γίνουν «ένα» μαζί του. Δικαίως, αφού κι ο ίδιος, αφ’ ης στιγμής ανέλαβε τα ηνία, μόνο «αγνό ΠΑΟΚτσηδιλίκι» δεν απέπνεε, ενώ η διαχειριστική του αφέλεια σε ζητήματα που διείσδυαν εκεί που πονά, που επαφίονταν στο τρίπτυχο εικόνισμα του ΠΑΟΚτσή, «περηφάνια, αξιοπρέπεια, αντίσταση», μόνο φωνές κι αντιδράσεις ξεσήκωνε και, λίγο το λίγο, το γήπεδο άδειαζε, η ομάδα στέναζε, η διάθεση μαράζωνε. Ακραία διαχείριση, άκαιρη, ασύμβατη, άγνωρη, άγουρη, πολλάκις ακατανόητη, επικοινωνιακά επικίνδυνη και, φυσικά, πανθομολογούμενα αντιποδοσφαιρική.

Το υπεροπτικό ύφος, η άκρατη καυχησιολογία, οι μεγαλοστομίες, η αποδόμηση όλων των διαθέσιμων προπονητικών ειδών, η αλόγιστη σπατάλη χρήματος και, ιδίως, χρόνου, η πρόδηλη δυσκολία στον εγκλιματισμό, η επιχειρησιακή Βαβέλ, η σύμπλευση με Άλλους, παρά τις προφανώς καλόπιστες και άδολες προθέσεις του Σαββίδη, θρυμμάτιζαν αδιάκοπα τη σχέση του με τον ΠΑΟΚτσή. Αγκαλιά μ’ εκείνον τον Σαββίδη, δεν θα πανηγύριζε κανείς, ας πούμε, ένα γκολ στα «χασομέρια». Ούτε ο πουά ελαιοχρωματιστής ούτε ο κομψός γιατρός.

Όλα, βέβαια, έχουν τον σκοπό τους κι αν, όντως, ψάχνεις επίμονα το μονοπάτι προς την επιτυχία, αργά ή γρήγορα, θα το συναντήσεις μπροστά σου. Ο Αλμπέρ Καμύ, ποδοσφαιρόφιλος μέχρι το μεδούλι, έλεγε πως δεν μπορείς να δημιουργήσεις εμπειρία. Πρέπει να την υποστείς. Ο Ιβάν Σαββίδης περπάτησε εμπειρία, την υπέστη τραυματικά και καθολικά. Ως επί το πλείστον δύσβατη, αλλά, πλέον, μεστή, ξεκάθαρη παρακαταθήκη και πολύτιμο εχέγγυο, μια αντηρίδα για κραδασμούς και κακοτοπιές.

Είδε κι απόειδε, αλλ’ άρχισε να νιώθει. Χρειάστηκε προβληματισμός, κόπος, χρόνος, μα τα κατάφερε, εγκλιματίστηκε, «αναστήθηκε», τον διαπέρασε, επιτέλους, η αύρα της Τούμπας και, τώρα πια, τείνει να γίνει ένας ΠΑΟΚτσής με τα όλα του, ένας πραγματικός οπαδός που μπορεί να συγχρωτιστεί και να συγχρονιστεί με τα χνώτα των ομοϊδεατών του. Ράγισε κι έσπασε από μέσα τη γυάλα που τον περιέβαλε εδώ και τέσσερα χρόνια, ένα κουτί αλεξίσφαιρο στις προτροπές, τις συμβουλές και τα θέλω του κόσμου, ένα πλαίσιο που τον εγκλώβισε σε παράταιρες, με το κλίμα, αποφάσεις.

Πραγματική είδηση (!) πριν από λίγο καιρό έγινε ο έξαλλος πανηγυρισμός του στο παιγνίδι με τον Ολυμπιακό, στο βόλεϊ. Τον διέγειρε η εντυπωσιακή ατμόσφαιρα, τον κατέκλυσε η ιδέα μιας «ασπρόμαυρης» επιτυχίας, πολλώ δε μάλλον κόντρα στον Ολυμπιακό, έστω κι να δεν συμμετείχε ενεργώς σ’ αυτήν, ήταν, απλώς, ένας παρατηρητής, ένας οπαδός, ένας από ‘κείνους. Ένιωσε.

Κανείς δεν τον είχε ξαναδεί έτσι, απελευθερώθηκε, έγινε ξανά παιδαρέλι που, πανηγυρίζοντας ξέφρενα, δεν λογάριασε το πραγματικό μέγεθός του, η όψη του σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχούσε στο προηγούμενο, μελετημένο, στιβαρό και σκληρό, προσωπείο που μας είχε συνηθίσει, φαινόταν σαν τη μύγα μες στο γάλα, πλάι σ’ εκείνη την επίσημη ομήγυρη που τον συνόδευε. Έχασε τη λογική του, αναμίχθηκε, φόρεσε τη φόρμα του ελαιοχρωματιστή και έκλεψε το σακάκι του γιατρού, έγινε «τρελός», σκίρτησε το μέσα του, «σπαρτάρησαν τα σπλάχνα του».

Λίγες ημέρες μετά απογοητεύτηκε οικτρά από την εξέλιξη της γιορτής για τα ενενηκοστά γενέθλια του ΠΑΟΚ. Δεν δίστασε, μάλιστα, να προβεί σε αυτοκριτική αρχίζοντας την ομιλία του, ενώ ξενέρωσε με τα πολλά άδεια καθίσματα σε μια τόσο σημαντική περίσταση. Αντιλήφθηκε ότι, όσο σωστά κι αν κινηθεί επιχειρηματικά, όσο άρτια κι αν εξοπλίσει τη σύγχρονη εικόνα, το σημείο αναφοράς γι’ αυτόν τον σύλλογο, το χθες, το τώρα και το αύριο, είναι, μόνον, ο κόσμος του. Κι αυτός, επί της ουσίας, δεν είχε προσκληθεί.

Προσεβλήθη. Στενοχωρήθηκε. Κατάλαβε, μπήκε στο τριπάκι, έμαθε. Δεν θα ξανάκανε ποτέ το ίδιο λάθος, δεν θ’ άφηνε εκτός τον ίδιο του τον εαυτό.

Λίγες, ακόμη, ημέρες μετά έπρεπε να κρατήσει μια υπόσχεση, να τηρήσει έναν αντρίκειο λόγο. Όσοι αδυνατούν ν’ αντιληφθούν τι σημαίνει αυτό για την οικογένεια της Τούμπας, επιχειρηματολόγησαν πολιτικώς ορθά, συνυπολογίζοντας το μεγάλο κόστος και το ισχνό κέρδος μιας μη καθόδου στον «Καραϊσκάκης», με θεμέλιο μπετόν τη λογική.

Η μπέσα, όμως, εδώ πάνω, όσο αναχρονιστική και παρωχημένη κι αν ακούγεται σα λέξη, αποτελεί θέσφατο, λεκές που δεν ξεπλένεται. Αντιμάχεται τη λογική, εξοστρακίζει την ορθότητα, παραδίδεται στο συναίσθημα, υποτάσσεται στην καρδιά, αναβλύζει απ’ την ψυχή.

Ο Ιβάν Σαββίδης δεν ενέδωσε στους οπαδούς του ΠΑΟΚ, δεν παραδόθηκε στις επιταγές τους μήτε τους αφουγκράστηκε. Συμπορεύτηκε, γιατί έτσι αισθάνθηκε το σωστό, το οικείο. Ενήργησε όπως θα ‘πρατταν κι αυτοί, εάν κατείχαν την, αδιαμφισβήτητα «καυτή» το τελευταίο διάστημα, θέση του.

Ναι, ίσως η επαναστατική χροιά της απόφασής του να μην έχει ουσιαστικό και άμεσο αντίκτυπο. Ναι, μπορεί να μη μοιάζει με πανάκεια, στην Ελλάδα του 2016. Όχι, δεν είναι σίγουρα η λύση. Αλλ’ είναι ενέργεια. Κι όταν ενεργείς δεν επαναπαύεσαι, όταν πράττεις, ταρακουνάς, όταν δρας, αντιδράς.

Στάζεις λεμόνι στη συνείδησή σου, ξεπλένεις με καθάρειο νερό την αντίληψή σου στα δύσκολα κι απολυτρώνεσαι. Ενήργησες, για να βγεις απ’ το σκοτάδι. Γιατί, όπως γράφει ο Σεφέρης, όταν πάει να πάρει κανείς μια μεγάλη απόφαση, ποτέ δεν μπορεί να δει όλη την εικόνα. Βλέπει έναν κύκλο σαν το μισοφέγγαρο, μισό φωτεινό και μισό σκοτεινό. Πάνω στο φωτεινό μέρος βάζει όλη του τη λογική. Πάνω στο σκοτεινό, όλη του την παλληκαριά και την πίστη.

Μονάχα αυτά θέλει ο ΠΑΟΚτσής απ’ τον Ιβάν Σαββίδη, για να τον αγκαλιάσει. Παλληκαριά και πίστη. Έστω, σε μια ουτοπία, μια θεσπέσια ουτοπία που αξίζει να τον κατακλύσει.