Skip to main content

Capital control και Μνημόνιο εξαφάνισαν τα προβλήματα της Θεσσαλονίκης

Τουλάχιστον, στη φετινή ΔΕΘ, δεν ακούμε τις ίδιες λέξεις, τα ίδια ονόματα, τις ίδιες εκκρεμότητες, που μας ταλανίζουν δεκαετίες.

Εάν τους τελευταίους μήνες η καταιγίδα του συνδυασμού των κλειστών τραπεζών και των capital controls, που έχει διαλύσει την εφοδιαστική αλυσίδα, αλλά και το 3ο Μνημόνιο με τους απίθανους φόρους που οδηγεί την κοινωνία στα όρια της, αυτές τις ημέρες της Έκθεσης και των εκλογών θα συζητούσαμε και πάλι για τα προβλήματα της Θεσσαλονίκης.

Εκκρεμότητες που άπτονται της οικονομικής δραστηριότητας στην Κεντρική Μακεδονία και τη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα, που όμως οι δραματικές εξελίξεις στο κεντρικό οικονομικό και εθνικό επίπεδο τις κάνει να μοιάζουν λεπτομέρειες. ¨η τουλάχιστον τις αφαιρούν το χαρακτήρα του κρίσιμου και του κατεπείγοντος.

Για το συγκεκριμένο θέμα (Θεσσαλονίκη, οικονομική ανάπτυξη, έργα μπλα, μπλα, μπλα) η φετινή συγκυρία μπορεί να χαρακτηριστεί ευτυχής. Τουλάχιστον δεν ακούμε τις ίδιες λέξεις, τα ίδια ονόματα, τις ίδιες εκκρεμότητες, που μας ταλανίζουν δεκαετίες.  Το μετρό που έμεινε στη μέση. Το λιμάνι που παραμένει ακίνητο και βλέπει τις εξελίξεις να το ξεπερνούν. Η Ζώνη Καινοτομίας που παραμένει στα χαρτιά. Η ΔΕΘ – Helexpo, που για να αναπτυχθεί πρέπει να αναβαθμίσει τις εκθεσιακές και συνεδριακές της υποδομές με τη συνδρομή ιδιωτικών κεφαλαίων. Το αεροδρόμιο που είναι μικρό και επαρχιακό. Οι κάθετες οδοί της Εγνατίας, που δεν έχουν καν ξεκινήσει.

Όλα σοβαρά, όλα απαραίτητα για τη συνέχεια, όλα κρίσιμα σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό και όλα σε μια αέναη εκκρεμότητα, που δείχνει να μην έχει συγκεκριμένο ορίζοντα. Έτσι κι αλλιώς η κρίση και η τεράστια οικονομική, οργανωτική και θεσμική αδυναμία που ανέδειξε ή δημιούργησε δεν επιτρέπει πολλούς σχεδιασμούς.

Αν σε αυτά προσθέσει κανείς και την αδυναμία του ιδιωτικού τομέα που όχι μόνο δεν επενδύει, αλλά αποεπενδύει λόγω χρηματοδοτικής και οργανωτικής αδυναμίας αντιλαμβάνεται ότι το τοπίο είναι ομιχλώδες και χειμωνιάτικο μαζί.

Με δεδομένο πως ότι ζούμε σήμερα στην οικονομία έχει τις ρίζες του στο χθες, το αύριο που ξεκινάει από σήμερα δεν μπορεί να είναι πολύ αισιόδοξο για τη Β. Ελλάδα. Όταν ο υπηρεσιακός υπουργός Οικονομίας Νίκος Χριστοδουλάκης –άνθρωπος που αν μη τι άλλο γνωρίζει τις καταστάσεις- ιεραρχεί ως πρώτο πρόβλημα της χώρας όχι την μείωση του ΑΕΠ –δηλαδή του πλούτου που παράγεται και διανέμεται στη χώρα- κατά 25% σε πέντε χρόνια, αλλά τη μείωση των επενδύσεων κατά 60% το ίδιο διάστημα, κάτι ξέρει. Όταν δεν υπάρχουν επενδύσεις η ανάπτυξη είναι αδύνατον να έρθει και εντελώς αδύνατον να διατηρηθεί, ακόμη κι αν υπάρξει τυχαία αναλαμπή.

Και μόνος του ο τουρισμός ή η ανάπτυξη του αγροτικού τομέα δε φτάνουν. Χρειάζεται η μεταποίηση, χρειάζονται οι μεταφορές, το εμπόριο, οι υπηρεσίες. Χρειάζονται οι μεγάλοι, αλλά και οι μικρότεροι. Χρειάζονται τα δημόσια έργα, που έχουν «παγώσει» και δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από επενδύσεις σε υποδομές. Χρειάζεται να περιοριστούν η γραφειοκρατία που γεννάει τη διαφθορά, αλλά και η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή και η σπατάλη του δημοσίου τομέα που είναι οι γονείς των ελλειμμάτων.

Με αυτά τα δεδομένα η Βόρεια Ελλάδα είναι φυσικό να πλήττεται πολύ. Η ανεργία σπάει στους νομούς της Μακεδονίας και της Θράκης το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμη, ο χειμώνας θα είναι πολύ δύσκολος. Για να σωθεί η παρτίδα θα πρέπει η λειτουργία του πολιτικού συστήματος και του κρατικού μηχανισμού να είναι στις 21 Σεπτεμβρίου να είναι εντελώς διαφορετική απ’ ότι σήμερα ή απ’ ότι στις 18 Σεπτεμβρίου. Είναι κανείς που θα στοιχημάτιζε σε αυτή την πιθανότητα το τελευταίο του κατοστάρικο;