Skip to main content

Το bazaar της (κάθε) Μέλισσας και η φορολογική τρέλα στις παραμονές των Χριστουγέννων

Μια ακόμη περίπτωση... φρικωδίας, όπου το κράτος όχι μόνο δεν ξοδεύει για να καλύψει μια υποχρέωσή του, στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής που υποχρεούται να ασκεί, αλλά καταγράφει κι από επάνω έσοδα

Το ότι στην Ελλάδα πολύ συχνά η απλή λογική βρίσκεται υπό διωγμόν και συχνά την πυροβολούμε στα έξι μέτρα είναι γνωστό. Εξίσου γνωστό -αν και απαράδεκτο- είναι ότι σε αυτή την επικράτηση του παραλογισμού έναντι της λογικής πολύ συχνά εμπλέκεται και πρωτοστατεί το κράτος. Παλαιότερα υπήρχε διαδεδομένη στην ελληνική κοινωνία η φράση «εκεί που σταματάει η λογική, αρχίζει ο στρατός». Τώρα -δυστυχώς- τα… ακραία φαινόμενα τρέλας που σχετίζονται με τη λειτουργία, τις προτεραιότητες και τις πρακτικές των θεσμών της ελληνικής πολιτείας πολλαπλασιάζονται και εκτείνονται πολύ πέρα από τις Ένοπλες Δυνάμεις. Πρόκειται για μία πραγματικότητα, που πέραν των άλλων -επίσης δυστυχώς- συνδέεται εμμέσως με την εορταστική περίοδο που διανύουμε, καθώς ούτε καν το άστρο της Βηθλεέμ είναι ικανό να φωτίσει τους κρατικούς γραφειοκράτες και μανδαρίνους.

Όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, στις παραμονές των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στη Θεσσαλονίκη -μάλλον και παντού στην Ελλάδα, ενδεχομένως και στον χριστιανικό κόσμο- διοργανώνονται παζάρια, τα οποία βασίζονται στη γλυκιά διάθεση αγάπης και αλληλεγγύης που έχουν οι άνθρωποι αυτήν την περίοδο επηρεασμένοι από το πνεύμα των Χριστουγέννων, που στην Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Καρόλου Ντίκενς κατάφερε μέχρι και να εξανθρωπίσει τον ανεκδιήγητο Εμπενίζερ Σκρουτζ.

Είναι, λοιπόν, οι ημέρες των γνωστών bazaar, στα οποία οι διοργανωτές πουλάνε φτηνά προϊόντα που τους έχουν διαθέσει δωρεάν όσοι στηρίζουν το έργο τους. Κάπως έτσι αποκτούν και ενισχύουν τα έσοδα τους θεσμικές και άτυπες κοινωνικές δομές, από σχολεία και μεμονωμένες τάξεις μαθητών, μέχρι αναγνωρισμένα σωματεία και φορείς που προσφέρουν κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Ανάμεσά τους υπάρχουν φορείς παιδικής προστασίας, όπως το πανελλαδικής εμβέλειας «Χαμόγελο του Παιδιού», το οποίο διαθέτει εορταστικά προϊόντα με το λογότυπό του και το 103 ετών ίδρυμα προστασίας και φιλοξενίας κοριτσιών της Θεσσαλονίκης «Μέλισσα», το οποίο από χθες μέχρι τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου διοργανώνει το ετήσιο bazaar του στο νεοκλασικό διατηρητέο κτίριο που διαθέτει στην οδό Βασιλίσσης Όλγας, διπλά στη Σχολή Τυφλών. Με τη στήριξη των ιδρυμάτων αυτού του τύπου και αποστολής μεμονωμένα πρόσωπα και οικογένειες στην ουσία έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν -σε αντιδιαστολή με τη νομοθετημένη και υποχρεωτική Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη των επιχειρήσεων- τη δική τους δράση κοινωνικής ευθύνης. Συγχρόνως συμβάλλουν στη συντήρηση δομών, οι οποίες, ενώ είναι αποκλειστικά εθελοντικές, επιτελούν έργο συχνά κατ’ εντολή της πολιτείας και συγκεκριμένα των εισαγγελέων που ασχολούνται είτε με τον έλεγχο του κοινωνικού περιβάλλοντος κάποιων παιδιών που ζουν σε προβληματικές οικογένειες, είτε με την περίθαλψη εγκαταλειμμένων παιδιών. Στην ουσία, δηλαδή, αυτές οι εθελοντικές δομές καλύπτουν τα κενά της πολιτείας στο εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα της προστασίας των παιδιών. Μάλιστα, οι εθελοντικές αυτές οργανώσεις δεν έχουν καν την δυνατότητα να αρνηθούν την εισαγγελική εντολή να φροντίσουν ένα παιδί. Εάν για οποιονδήποτε σοβαρό λόγο το εισαγγελικό αίτημα απορριφθεί -για παράδειγμα δεν υπάρχει ούτε κατάλληλος χώρος ούτε επαρκείς πόροι για τη φιλοξενία ενός παιδιού- οι υπεύθυνοι του φορέα κινδυνεύουν να κατηγορηθούν για «έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο».

Μέχρι εδώ καλά! Ας πούμε ότι οι αρμόδιοι για κάθε εθελοντική φιλανθρωπική δομή καλούνται να εκπληρώσουν την αποστολή τους. Εφόσον, μάλιστα, πρόκειται για «εθελοντική προσφορά» δουλειά τους είναι να τρέξουν, να παρακαλέσουν, να πείσουν για χορηγίες και κάθε τύπου στήριξη και υποστήριξη, ώστε ο φορέας τους να είναι βιώσιμος. Κι ως εδώ καλά, αν και ενδεχομένως το ελληνικό κράτος θα μπορούσε ή θα έπρεπε να στηρίξει εμπράκτως αυτές τις δομές, έστω μέσω κάποιας επιχορήγησης. Κάτι που δεν κάνει, αλλά ούτε αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Βλέποντας συγκριτικά τα πράγματα ο απόλυτος παραλογισμός στην υπόθεση είναι ότι ενώ αυτά τα ιδρύματα και φορείς είναι υποχρεωμένα να εκτελέσουν τις εισαγγελικές εντολές και να περιθάλψουν και να φιλοξενήσουν παιδιά, χωρίς καμία επιχορήγηση ή άλλου τύπου αρωγή της πολιτείας, η φορολογική τους αντιμετώπιση γίνεται με όρους ιδιώτη. Από τον ΕΝΦΙΑ μέχρι τον ειδικό φόρο κατανάλωσης καυσίμων για τα οχήματά τους και όποιον άλλον φόρο υπάρχει και δεν… υπάρχει καταλογίζεται κανονικά και φυσικά πληρώνεται από πόρους που προορίζονται για τη φροντίδα και τη φιλοξενία των παιδιών, τα οποία η πολιτεία αδυνατεί να περιθάλψει! Θεϊκό! Και τυπικά… ελληνικό! Διότι στη χώρα μας συχνά -για να μην πούμε πάντα και παρεξηγηθούμε- το κράτος αντιμετωπίζει την κοινωνία ως αντίπαλο ή αντίδικο και συμπεριφέρεται ανάλογα. Όταν -για παράδειγμα- χρωστάει σε ιδιώτες καταβάλει άτοκα τα χρωστούμενα στον χρόνο που το βολεύει, ακόμη κι αν έχουν περάσει μήνες και χρόνια. Όταν, όμως, χρεώνει σε ιδιώτες και επιχειρήσεις φόρους και άλλες υποχρεώσεις υπολογίζει και απαιτεί τόκο από την πρώτη ημέρα τυχόν καθυστέρησης.

Εν προκειμένω, ενώ έχει θεσμοθετήσει τον κοινωνικό ρόλο των φιλανθρωπικών φορέων για παιδιά και δίνει το δικαίωμα στους εισαγγελείς ανηλίκων να τους δίνουν εντολή για την περίθαλψη κάποιου παιδιού, από φορολογική άποψη τους θεωρεί ιδιώτες, εάν όχι επιχειρήσεις. Το κράτος σε αυτή την περίπτωση όχι μόνο δεν ξοδεύει για να καλύψει μια υποχρέωσή του στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής που υποχρεούται να ασκεί, αλλά καταγράφει κι από επάνω έσοδα μέσω αυτής της διαδικασίας. Το ακόμη πιο παράλογο -στα όρια της φρικωδίας- είναι ότι στις πολλές περιπτώσεις που κατά καιρούς οι υπεύθυνοι αυτών των εθελοντικών φορέων και οργανώσεων έχουν θέσει το συγκεκριμένο ζήτημα σε πρωθυπουργούς και υπουργούς, ζητώντας την άρση αυτής της φορολογικής… τρέλας και αδικίας, έχουν εισπράξει απόλυτη κατανόηση -το θέμα είναι αυτό που λέμε «φως – φανάρι»- και υποσχέσεις για άμεση αντιμετώπισή του ή έστω απλή εξέταση χωρίς ποτέ να γίνει κάτι πρακτικό. Εκτός και αν οι αρμόδιοι γραφειοκράτες μανδαρίνοι της πολιτικής εξουσίας και της δημόσιας διοίκησης όντως το συζητούν, ίσως και να συνεδριάζουν, πιθανόν να το εξετάζουν και στο τέλος το απορρίπτουν ως απαράδεκτο ή αστήρικτο αίτημα. Προφανώς εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο αμέσως μετά αναχωρούν από το γραφείο τους για το σπίτι ή ένα καλό εστιατόριο, ώστε να απολαύσουν με τη συνοδεία καλής παρέας το γεύμα ή το δείπνο τους. Χωρίς ντροπή, μέρες που είναι!