Skip to main content

Ασκήσεις συναίνεσης στη νέα γερμανική κυβέρνηση

Ξεκίνησαν οι έριδες στην κυβέρνηση συνασπισμού υπό την Μέρκελ πριν καλά αναλάβει το έργο της

Σε 175 σελίδες περιγράφεται το κυβερνητικό πρόγραμμα των δύο εταίρων, της Χριστιανικής Ένωσης και των Σοσιαλδημοκρατών μέχρι το 2021, υπό τον φιλόδοξο τίτλο «Νέο ξεκίνημα για την Ευρώπη, νέα δυναμική για τη Γερμανία, νέα συνοχή για τη χώρα μας». Αυτό στην θεωρία, γιατί στην πράξη οι υπουργοί θα πρέπει να αποφασίσουν από πού θα αρχίσουν. Ποιο θα είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα του πρώτου δωδεκάμηνου; Τι έχει προτεραιότητα; Ποιο είναι το δημοσιονομικό πλαίσιο; Αυτές κι άλλες ερωτήσεις καλούνται να απαντήσουν η καγκελάριος Μέρκελ με τους υπουργούς της το διήμερο που θα συναντηθούν στον επίσημο χώρο φιλοξενίας της γερμανικής κυβέρνησης, ένα παλάτι του 18ου αιώνα χτισμένο σε στιλ μπαρόκ στο ειδυλλιακό Μέζεμπεργκ των 150 κατοίκων.

Αντιπολίτευση μέσα στην κυβέρνηση συνασπισμού

Σήμερα έχουν προσκληθεί ο Ίνγκο Κάμερ από το Σύνδεσμο Εργοδοτών και ο Ράινερ Χόφμαν, επικεφαλής της Ένωσης Γερμανικών Συνδικάτων. Θέμα των συζητήσεων η οικονομική και εργατική πολιτική. Το μεσημέρι και το απόγευμα το κατώφλι θα περάσουν ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκερ. Στο επίκεντρο η ευρωπαϊκή και εξωτερική πολιτική.

Τι θα γίνει με τη διαμάχη Ρωσία και με την εμπορική πολιτική του Τραμπ; Πώς θα συνεχιστεί ο διάλογος με την ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις; Την Τετάρτη η Άγκελα Μέρκελ με τους υπουργούς της αναμένεται να μείνουν μόνοι. Υπάρχουν κάποια νέα πρόσωπα, αλλά και άλλα με μακρά θητεία και μεγάλη κυβερνητική εμπειρία. Όλοι αυτοί θα πρέπει να γίνουν μια ομάδα, καθόλου εύκολο για την καγκελάριο. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις στο υπουργικό συμβούλιο είναι ισχυρές κι όχι μόνο διότι στο ίδιο τραπέζι κάθονται πολιτικοί από τρία κόμματα.

Το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα τη Βαυαρίας έχει μπροστά του εκλογές τον φθινόπωρο, τις οποίες θέλει να κερδίσει με το πιο υψηλό ποσοστό. Ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος κάθεται στα άκρα δεξιά του πολιτικού τόξου, γι αυτό και ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεχόφερ, που προέρχεται από το κόμμα, υιοθετεί μια ιδιαίτερα σκληρή πολιτική αναφορικά με την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση. Δεν πρόλαβε να πατήσει το πόδι του στο υπουργείο και πέρασαν στα πρωτοσέλιδα δηλώσεις του για την επανένωση των οικογενειών, για την οποία εισηγείται προϋποθέσεις, όπως άδεια μόνο σε συζύγους ή σε γονείς ανήλικων παιδιών.

«Το Ισλάμ ανήκει στη Γερμανία»

Οι Σοσιαλδημοκράτες, που τηρούν μια πιο φιλελεύθερη πολιτική στο προσφυγικό, έχουν οργιστεί με τις προτάσεις των Χριστιανοκοινωνιστών. Οι έξι υπουργοί του  SPD πρέπει να δείξουν ότι ξεχωρίζουν διότι μετά την εκλογική ήττα, το κόμμα στις δημοσκοπήσεις έχει πέσει στο 18% -ιστορικό αρνητικό ρεκόρ. Δεν είναι όμως μόνο τα άλλα δύο κόμματα που δημιουργούν πονοκέφαλο στη Μέρκελ αλλά και πολιτικοί από το δικό της κόμμα.

Ο Γενς Σπαν, για παράδειγμα, υπουργός Υγείας και νέο αίμα στο CDU, είναι ο πιο «ηχηρός» επικριτής της και δεν κρύβει ότι θέλει να την διαδεχθεί. Κατήγγειλε την προσφυγική πολιτική της και στο δημόσιο διάλογο για το κατά πόσο το Ισλάμ ανήκει στη Γερμανία, παίρνει σκληρή θέση. Βέβαια, δεν του έχει βγει μέχρι στιγμής. Αντί να ασχοληθεί με θέματα του χαρτοφυλακίου του, που δεν ήταν άλλωστε ποτέ ανάμεσα στον κύκλο των πολιτικών του ενδιαφερόντων, ασχολείται με την ασφάλεια και την μετανάστευση δίνοντας πάσα στους Χριστιανοκοινωνιστές, αντί στην καγκελάριο.

Μαζί με τον Ζεεχόφερ ο Σπάν είναι ειδικός στις στοχευόμενες πολιτικές προκλήσεις για να δημιουργεί σάλο και να βρίσκεται στο φως της δημοσιότητας. Το αντίθετο δηλαδή από ότι είναι η Μέρκελ. Ωστόσο η καγκελάριος άφησε να εννοηθεί ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί τα πάντα. Το Ισλάμ με 4,5 εκατομ. μουσουλμάνους που ζουν στη χώρα ανήκει στη Γερμανία, τόνισε. «Πολλοί μπορεί να έχουν πρόβλημα με αυτό, αλλά η γερμανική κυβέρνηση έχει το καθήκον να οδηγήσει τις συζητήσεις σε συγκριμένες αποφάσεις για τη διατήρηση της συνοχής στη χώρα». Εάν θα έχει επιτυχία με όλους τους «ατομιστές» που κάθονται σε υπουργικά έδρανα, θα φανεί. Εύκολο δεν είναι.

Ζαμπίνε Κίνκαρτς/ Ειρήνη Αναστασοπούλου
Πηγή άρθρου: Deutsche Welle