Skip to main content

Απόλυση χωρίς καταβολή αποζημίωσης

Ο εργοδότης λοιπόν έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του εργαζόμενου του χωρίς να του καταβάλλει αποζημίωση εάν έχει προηγούμενα ασκηθεί μήνυση εναντίον του εργαζομένου.
Συχνά στην πράξη γεννάται το ερώτημα εάν μπορεί να καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας συγκεκριμένου εργαζόμενου χωρίς την καταβολή αποζημίωσης. Μολονότι πράγματι προβλέπεται από το νόμο τέτοιο δικαίωμα σε περίπτωση που προηγηθεί της απόλυσης η υποβολή μήνυσης κατά του εν λόγω εργαζόμενου, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, αφού οι προϋποθέσεις της εξασφάλισης της μη καταβολής αποζημίωσης είναι – και ορθά – πολύ αυστηρές, προκειμένου ακριβώς να προστατευθεί και ο εργαζόμενος, που είναι, σε τελική ανάλυση, το αδύναμο μέρος της σύμβασης εργασίας. 

Ο εργοδότης λοιπόν έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του εργαζόμενου του χωρίς να του καταβάλλει αποζημίωση εάν έχει προηγούμενα ασκηθεί μήνυση εναντίον του εργαζομένου είτε για ποινικό αδίκημα που τέλεσε κατά την εργασία του είτε για ποινικό αδίκημα που τελέσθηκε εκτός υπηρεσίας, το οποίο όμως πρέπει να είναι τουλάχιστον πλημμέλημα.

Εκείνο που πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί και που συχνά στην πράξη δεν τηρείται, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται η απόλυση ως άκυρη, είναι ότι, προκειμένου να μην καταβληθεί αποζημίωση απόλυσης, η υποβολή μήνυσης πρέπει να προηγηθεί της καταγγελίας. Εάν ο εργαζόμενος πρώτα απολυθεί και κατόπιν  υποβληθεί η μήνυση, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να του χορηγήσει κανονικά αποζημίωση απόλυσης.

Είναι πάντως αδιάφορο εάν την μήνυση την υποβάλλει ο εργοδότης ή οποιοσδήποτε άλλος τρίτος, όπως θα συμβεί εάν το ποινικό αδίκημα τελέστηκε  εκτός εργασίας. Και στις δύο όμως περιπτώσεις, είτε δηλαδή η αξιόποινη πράξη τελέστηκε κατά την υπηρεσία είτε όχι, πρέπει να επηρεάζεται δυσμενώς η συνέχιση της σύμβασης εργασίας. Ο εργοδότης, με άλλα λόγια, έχει το δικαίωμα να απολύσει τον εργαζόμενό του χωρίς αποζημίωση σε περίπτωση προηγούμενης υποβολής μήνυσης εναντίον του τελευταίου μόνο όμως εάν εξαιτίας της πράξης που φέρεται ότι τέλεσε ο εργαζόμενος δεν είναι πλέον ανεκτή η αποδοχή των υπηρεσιών του και επηρεάζεται η ομαλή λειτουργία της σχέσης εργασίας. Για το λόγο αυτό άλλωστε, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν μπορεί να πραγματοποιείται μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την διάπραξη της αξιόποινης πράξης, αφού στο μεταξύ ατονούν οι συνέπειες της. Η επί μακρόν απασχόληση του μισθωτού μετά την τέλεση του ποινικού αδικήματος καταδεικνύει ακριβώς ότι δεν έχει επηρεασθεί η λειτουργία της σύμβασης εργασίας. 

Το γεγονός, περαιτέρω, ότι ο εργοδότης δεν καταβάλλει αποζημίωση απόλυσης κατά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν συνεπάγεται αυτοδίκαια ότι έχει απαλλαγεί γενικώς από την χορήγησή της. Τούτο εξαρτάται από την έκβαση του ποινικού δικαστηρίου που θα ακολουθήσει. Έτσι, εάν ο εργαζόμενος καταδικασθεί, δεν γεννάται εις βάρος του εργοδότη καμία περαιτέρω υποχρέωση. Εάν όμως απαλλαγεί, ο εργοδότης οφείλει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος να του καταβάλλει αποζημίωση απόλυσης. Εάν δεν το κάνει είναι πιθανό να επωμισθεί τις συνέπειες μίας άκυρης απόλυσης (: υποχρέωση απασχόλησης του μισθωτού – καταβολή μισθών υπερημερίας).

Η υποβολή πάντως μήνυσης πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν είναι πανάκεια. Είναι προφανές ότι εάν ο εργοδότης απολύει τον εργαζόμενό του για άλλους λόγους και όχι λόγω της διάπραξης ποινικού αδικήματος (π.χ. διότι ο τελευταίος διεκδίκησε νόμιμα δικαιώματά του) ή εάν υποβάλλει μήνυση εναντίον του γνωρίζοντας την αναλήθεια του περιεχομένου της με σκοπό αποκλειστικά και μόνο να αποφύγει την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, είναι δυνατό να κριθεί ότι η απόλυση είναι άκυρη, με όλες τις συνέπειες που μόλις ανωτέρω αναφέρθηκαν.