Μεταρρυθμιστική κόπωση. Με αυτές τις δύο λέξεις, περιγράφεται παραστατικά η «ασθένεια» της Ελλάδας από τους θεσμούς – δανειστές της, στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις τους. Και εκτιμούν ότι πολύ δύσκολα μπορεί να αντιμετωπισθεί, από τη στιγμή μάλιστα που η ανεργία παραμένει υψηλή, ενώ η ανάκαμψη δεν έχει εδραιωθεί.
Ο ακόμα μεγαλύτερος φόβος τους είναι πως αυτή ακριβώς η άρνηση των μεταρρυθμίσεων θα προκαλέσει πιθανότατα νέες πιέσεις ρευστότητας στις τράπεζες και υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα default ή ακόμα και έξοδο από την Ευρωζώνη.
Υπέρ αυτής της εξέλιξης συνηγορούν πολλοί παράγοντες. Για παράδειγμα, υψηλό κίνδυνο συνιστά από μόνη της η αδύναμη ανάκαμψη της εσωτερικής ζήτησης λόγω του υψηλού χρέους και των επιπτώσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής, που βασίστηκε στην πλευρά των εσόδων. Η αδύναμη εσωτερική ζήτηση υπονομεύει την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, περιπλέκοντας την ελάφρυνση του χρέους.
Όλα τα παραπάνω – και όχι μόνο – συνιστούν την σύγκλιση της Ελλάδας με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Οπως υπολογίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με ρυθμό ανάπτυξης 1% μακροπρόθεσμα σε σχέση με 1,3% στην Ευρωζώνη, το επίπεδο ζωής στην Ελλάδα θα ανέρχεται μόλις στο 63% της Ευρωζώνης το 2040, χαμηλότερα από τα επίπεδα που βρισκόταν το 2006. Στο απαισιόδοξο σενάριο, μάλιστα, το επίπεδο ζωής θα είναι ακόμη χαμηλότερο, στο 55%. Και κάπως έτσι, ο αποκλεισμός από την υπόλοιπη Ευρωζώνη θα έχει... διασφαλισθεί de facto.
Υψηλό κίνδυνο συνιστά από μόνη της η αδύναμη ανάκαμψη της εσωτερικής ζήτησης λόγω του υψηλού χρέους και των επιπτώσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής.