Skip to main content

Ιστορίες γραφειοκρατικής τρέλας και στην παραχώρηση του «Μακεδονία»

Τα παραδείγματα είναι πολλά και εξηγούν όχι μόνο το πώς φτάσαμε ως εδώ, αλλά κυρίως το γιατί δεν μπορούμε επτά χρόνια τώρα να ξεκολλήσουμε...

Πριν από λίγα χρόνια ένας Έλληνας δημοσιογράφος συμμετείχε σε μια πολυεθνική αποστολή που είχε οργανώσει το γερμανικό κράτος με θέμα τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Σε πέντε – έξι ημέρες δημοσιογράφοι, αλλά και δημόσιοι λειτουργοί που εργάζονταν στο συγκεκριμένο αντικείμενο επισκέφθηκαν λειτουργούσες εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών και ανεμογεννήτριες, εργοστάσια παραγωγής των υλικών και των εξαρτημάτων που χρειάζονται στις ΑΠΕ, καθώς και τις αρμόδιες διευθύνσεις των υπουργείων που εμπλέκονται στην αδειοδότηση και στη λειτουργία των ΑΠΕ. Στην ερώτηση «πόσα υπουργεία εμπλέκονται στο θέμα;» η απάντηση ήταν απογοητευτική ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα. «Τουλάχιστον έξι» είπε ο Γερμανός επικεφαλής της ομάδας ενημέρωσης. Στη δεύτερη, όμως, αυτονόητη ερώτηση «πόσος χρόνος χρειάζεται να επικοινωνήσουν αυτά τα υπουργεία για να διευθετήσουν ένα θέμα ή για να λύσουν ένα πρόβλημα που μπορεί να δημιουργηθεί;» η απάντηση ακούστηκε μελαγχολική στον Έλληνα δημοσιογράφο, αλλά και στον διευθυντή του ελληνικού υπουργείου Περιβάλλοντος που συμμετείχε στην αποστολή. «Γύρω στα 40 με 50 λεπτά, αφού τα αρμόδια στελέχη έχουν δικαιοδοσία να αποφασίζουν και να υπογράφουν, ενώ υπάρχει και το ίντερνετ!».

Η ιστορία αυτή που ο Έλληνας δημοσιογράφος έχει κατ’ επανάληψη διηγηθεί με διάφορες γραφειοκρατικές ευκαιρίες που έτσι κι αλλιώς δίνει απλόχερα το ελληνικό σύστημα (sic) γίνεται για άλλη μια φορά επίκαιρη με αφορμή την υπόθεση της ανάληψης της διαχείρισης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων –μεταξύ των οποίων και του αεροδρομίου «Μακεδονία»- από την γερμανοελληνική κοινοπραξία της Fraport. Η συγκεκριμένη παραχώρηση που έκλεισε με τα χίλια ζόρια από την προηγούμενη κυβέρνηση και υπογράφηκε με ακόμη περισσότερα δάκρια από τη σημερινή, επρόκειτο να ολοκληρωθεί στις 31 Ιανουαρίου 2017. Τελικά η μεταβίβαση της… εξουσίας θα πραγματοποιηθεί στα μέσα Μαρτίου, χωρίς να αποκλείεται ένα είδος συνδιαχείρισης Fraport – Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας μέχρι το φθινόπωρο. Η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε κάτι σημαντικό, όπως θα ήταν –για παράδειγμα- η αδυναμία των επενδυτών να καταβάλουν στο ελληνικό κράτος εφάπαξ το 1,23 δισ. ευρώ του τιμήματος –πλέον  των 23 εκατ. ετήσιου ενοικίου επί 40 χρόνια και επενδύσεων άνω των 600 εκατ. ευρώ-, αλλά στο γεγονός ότι δεν έχουν ολοκληρωθεί οι γραφειοκρατικές διαδικασίες με όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές του δημοσίου. Από την Πυροσβεστική και το ΕΚΑΒ, μέχρι τις Ένοπλες Δυνάμεις και φυσικά την ΥΠΑ. Αν –ειδικά για τη Θεσσαλονίκη- προσθέσει κανείς και το φιάσκο με τις ημερομηνίες των έργων για το νέο διάδρομο προσγείωσης – απογείωσης, που θα κρατήσουν επί πέντε μήνες το αεροδρόμιο κλειστό κατά το ήμισυ, αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση είναι κατά το κοινώς λεγόμενο «χύμα στο κύμα».

Ασφαλώς για όλους όσους παρακολουθούν τα ελληνικά πράγματα συστηματικά και με προσοχή η εικόνα αυτή είναι αναμενόμενη και πάντως δεν συνιστά έκπληξη. Το ελληνικό κράτος αποφασίζει κεντρικά να αξιοποιήσει με συγκεκριμένο τρόπο ένα περιουσιακό του στοιχείο, αλλά τα επί μέρους «κρατίδια» που το απαρτίζουν και το συντηρούν –ίσως και να το ελέγχουν- έχουν τους δικούς τους ρυθμούς και τις δικές τους προτεραιότητες. Η προμετωπίδα των δικαιολογιών είναι πάντοτε η ίδια και έχει στον πυρήνα της δύο έννοιες εντελώς ασαφείς στην ελληνική γλώσσα: τη διασφάλιση αφενός της ασφάλειας –γενικά κι αόριστα- και αφετέρου του εθνικού συμφέροντος –επίσης γενικά κι αόριστα. Ανάμεσα σε αυτές τις γραμμές και τις λέξεις εμφιλοχωρούν συμφέροντα –μικρά, μεγαλύτερα, ιδιωτικά, συνδικαλιστικά κ.λπ.-, τα οποία έχουν σχέση με τους εμπλεκόμενους, αλλά όχι με την ασφάλεια ή το εθνικό συμφέρον, όπως τουλάχιστον αντιλαμβάνονται τις συγκεκριμένες έννοιες οι πολίτες που διαθέτουν απλή λογική και κοινή αίσθηση. Αρκεί ο χρόνος να περνάει. Αρκεί να κερδηθούν έστω κάποιοι μήνες, ακόμη και σε μια δουλειά τελειωμένη σε επίπεδο εθνικού κοινοβουλίου. Δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που γίνεται κάτι τέτοιο. Καθυστερήσεις επί καθυστερήσεων έχουν οδηγήσει ακόμη και σε ματαιώσεις ψηφισμένων αποφάσεων. Ποιος δεν θυμάται τους Καναδούς της TVX, που στα μέσα της δεκαετίας του 1990 αγόρασαν από το ελληνικό δημόσιο τα μεταλλεία Χαλκιδικής με την ψήφο του 95% των Ελλήνων βουλευτών –μόνο το ΚΚΕ είχε ψηφίσει αρνητικά από πάγια θέση κόντρα στις ιδιωτικοποιήσεις-, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να βγάλουν τις απαραίτητες άδειες από το ίδιο δημόσιο κι έφυγαν φτωχότεροι και σαν κυνηγημένοι;  Ή ποιος ξεχνάει την πρώτη απόπειρα παραχώρησης της διακίνησης κοντέινερς στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το 2008, που τελικά ναυάγησε λόγω των συστηματικών κωλυσιεργιών από διάφορες πλευρές (δημόσιο, κόμματα, εργαζόμενοι κ.λπ.), παρά το ότι υπήρχε αξιόπιστος πλειοδότης, που είχε κάνει μια κατά γενική ομολογία απολύτως ικανοποιητική δεσμευτική προσφορά;

Τα παραδείγματα είναι πολλά και εξηγούν πολλά. Όχι μόνο το πώς φτάσαμε ως εδώ. Κυρίως το γιατί δεν μπορούμε επτά χρόνια τώρα να ξεκολλήσουμε, ενώ υποτίθεται ότι έχουμε αναγνωρίσει λάθη και αδυναμίες. Εξηγούν επίσης το γιατί πιθανότατα θα επιβεβαιωθούν όσοι εκτιμούν ότι η ανηφόρα για την Ελλάδα είναι μεγάλη και ο λασπωμένος δρόμος δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την πορεία, που θα κρατήσει για πολύ ακόμα.