Skip to main content

Ανοίγει ο δρόμος για μειώσεις επιτοκίων από ΕΚΤ και Fed

Οι εκτιμήσεις οικονομολόγων για τις επόμενες κινήσεις των δύο τραπεζών

Όλα δείχνουν πως οι δύο μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες, η ΕΚΤ και η αμερικανική Federal Reserve, έχουν ολοκληρώσει τον γύρο των επιθετικών αυξήσεων των επιτοκίων που εγκαινίασαν μέσα στο 2022 και δεδομένου ότι αποκλιμακώνεται ο πληθωρισμός στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, εύλογα θα πρέπει να προχωρήσουν σε μειώσεις του κόστους δανεισμού. Οι δύο κεντρικές τράπεζες δεν βιάζονται, όμως, να προχωρήσουν σε μειώσεις, όπως άλλωστε έχουν καταστήσει σαφές οι επικεφαλής τους, Κριστίν Λαγκάρντ και Τζερόμ Πάουελ, αλλά και όπως εκτιμούν οι οικονομολόγοι. Και αυτό σημαίνει πως το κόστος δανεισμού θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για αρκετό καιρό ακόμη.

Από σχετική δημοσκόπηση που διεξήγαγαν μεταξύ οικονομολόγων οι Financial Times, προκύπτει πως στην πλειονότητά τους δεν βλέπουν την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ να προχωρεί σε μείωση του κόστους δανεισμού πριν από τον Ιούλιο του επόμενου έτους. Σχεδόν τα 2/3 των ερωτηθέντων εξέφρασαν την εκτίμηση ότι η Fed θα διατηρήσει τα επιτόκια του δολαρίου στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 22 ετών για μεγάλο μέρος του επόμενου έτους και θα αρχίσει να χαλαρώνει τη νομισματική πολιτική της το συντομότερο μέσα στο τρίτο τρίμηνο του 2024 και πιθανώς αργότερα.

Και το σημαντικότερο ότι τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων εκτιμούν πως η όποια μείωση γίνει μέσα στο επόμενο έτος δεν θα υπερβαίνει τη μισή εκατοστιαία μονάδα στην καλύτερη περίπτωση. Οπως επισημαίνει η βρετανική εφημερίδα, αν κρίνει κανείς από τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων, τα στοιχήματα της Wall Street είναι υπεραισιόδοξα καθώς πολλά από αυτά ποντάρουν σε μια πρώτη μείωση τον Μάρτιο, με το ύψος των επιτοκίων να περιορίζεται στο 4% στα τέλη του επόμενου έτους, δηλαδή σε επίπεδα κατά μία και πλέον εκατοστιαία μονάδα χαμηλότερα από τα υφιστάμενα. Σημειωτέον ότι η πλειονότητα των οικονομολόγων εκτιμά πως ο πληθωρισμός στην υπερδύναμη θα υπερβαίνει μεν τον στόχο του 2% σε ένα χρόνο από τώρα, αλλά θα κυμαίνεται σε επίπεδα κάτω του 3% και θα έχει υποχωρήσει από το 3,5% στο οποίο βρισκόταν τον Οκτώβριο.

Οι γνώμες διχάζονται σε ό,τι αφορά το τι πρόκειται να κάνει η ΕΚΤ, με αναλυτές της Pictet Asset Management να εκτιμούν πως τα επιτόκια του ευρώ θα παραμείνουν στα υφιστάμενα επίπεδα μέχρι το τελευταίο τρίμηνο του 2024, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν ισχυρές στην Ευρωζώνη. Μιλώντας στο Bloomberg η Σαμπρίνα Κάνιτσε, οικονομολόγος της Pictet, επισημαίνει πως ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης έχει μεν αποκλιμακωθεί, αλλά αναμένεται να επιταχυνθεί εκ νέου στο εγγύς μέλλον αναγκάζοντας την ΕΚΤ να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού. Η ίδια εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα καθυστερήσει αρκετά τη μείωση των επιτοκίων προκειμένου να είναι σαφές ότι υποχωρεί ο πληθωρισμός και ότι η μείωσή του «είναι αξιοσημείωτη». Τα στοιχήματα στην αγορά δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα, καθώς χθες προεξοφλούσαν αλλεπάλληλες και πιθανώς έξι μειώσεις επιτοκίων μέσα στο επόμενο έτος, κάθε φορά από 25 μονάδες βάσης, που έτσι θα μειώσουν τα επιτόκια του ευρώ συνολικά κατά 150 μ.β. στο 2,5%.

Παράλληλα, είναι πολλά τα στοιχήματα σε μια μείωση των επιτοκίων του ευρώ μέσα στο πρώτο τρίμηνο του νέου έτους. Αν δικαιωθούν αυτές οι εκτιμήσεις, τότε η ΕΚΤ θα είναι η πρώτη από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο που θα μειώσει το κόστος δανεισμού και θα υιοθετήσει επιθετική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της. Σημειωτέον ότι τα στοιχεία του Νοεμβρίου φέρουν τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης να έχει αποκλιμακωθεί στο 2,4% σε ετήσια βάση και να είναι εν ολίγοις πολύ κοντά στον στόχο του 2%.

Τα στελέχη της ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένης και της προέδρου, έχουν επανειλημμένως τονίσει πως δεν έχει εκλείψει ο κίνδυνος επιτάχυνσης του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, αλλά έχουν παραδεχθεί πως είναι απίθανο να χρειαστεί νέα αύξηση των επιτοκίων πάνω από το 4%. Τώρα τα βλέμματα είναι στραμμένα στη συνεδρίαση της επόμενης εβδομάδας και όλοι αναμένουν να δουν κατά πόσον η Κριστίν Λαγκάρντ θα αντικρούσει τις προσδοκίες της αγοράς για μειώσεις στο κόστος δανεισμού.

Πηγή: Καθημερινή, Bloomberg, Financial Times