Skip to main content

Ανυπόμονοι οι δελφίνοι στη Νέα Δημοκρατία, μετά τη νέα ήττα

Οι προεκλογικές εκκλήσεις του Β.Μεϊμαράκη προς τον ΣΥΡΙΖΑ, για να υπάρξει κοινή κυβέρνηση των δύο κομμάτων, μάλλον έβλαψε το κόμμα.

Ένα από πλεονεκτήματα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ως προέδρου της Ν.Δ., είναι ότι συσπείρωσε τους οπαδούς της, και σταμάτησε με την παρουσία του την εσωστρέφεια στο κόμμα. Δεν γνωρίζω αν αυτό οφείλεται στην αναγνώριση από τους άλλους ότι είναι ο καταλληλότερος να οδηγήσει τη Ν.Δ., ή ότι έχων τον τίτλο του προσωρινού, δόθηκε μια αναστολή στις ανταγωνιστικές προσπάθειες των δελφίνων.

Οφείλω πάντως να σημειώσω, όπως το έπραξα και προεκλογικώς, ότι οι επανειλημμένες εκκλήσεις του προς τον ΣΥΡΙΖΑ να υπάρξει κοινή κυβέρνηση των δύο κομμάτων, μάλλον έβλαψε, επειδή ξέφυγε του μέτρου.

Ναι μεν, καταγράφεται ως θετική η πρόθεση -που είναι και απαίτηση της πλειονότητας των πολιτών- να παραμερίσουν τις διαφορές τους τα κόμματα, και από κοινού να αντιμετωπίσουν την κρίση, όμως ο κ. Μεϊμαράκης αποκάλυψε δημοσίως, αυτό που πολλοί φοβόνταν. Ότι ο κ. Τσίπρας ως αντιπολίτευση θα ενδυόταν τον αντιμνημονιακό μανδύα, εμποδίζοντας την ψήφιση των ήδη αποφασισθέντων και υπ’ αυτού, μέτρων.

Όμως, η επιμονή του κ. Μεϊμαράκη, να αναφέρεται στην αναγκαιότητα αυτής της συνεργασίας σε κάθε δήλωσή του, δημιούργησε και αρνητικές εικόνες, αφενός πως η Ν.Δ. δεν μπορεί να κυβερνήσει χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ και αφετέρου την αποκάλυψη ότι ως αντιπολίτευση ο κ. Τσίπρας «θα πετροβολά». Αυτό είναι αληθές, αλλά όταν το διαβεβαιώνει ο πρόεδρος της Ν.Δ., είναι σα να διαβεβαιώνει ταυτοχρόνως πως κάθε προσπάθεια χωρίς τον κ. Τσίπρα θα είναι αποτυχημένη.

Με δεδομένο όμως ότι ο κ. Τσίπρας -ορθώς επικοινωνιακά-, σε κάθε ευκαιρία δήλωνε πως δεν θα συνεργαστεί με τη Ν.Δ., οδηγούσε στο συμπέρασμα πως μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να εφαρμόσει τα μέτρα του Μνημονίου (που δεν είναι ψέμα, άλλωστε), γιατί επομένως να μη αναλάβει αυτός την διακυβέρνηση; Αλλιώς θα ήταν τα πράγματα, αν ο κ. Μεϊμαράκης υποστήριζε μεν την αναγκαιότητα συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι όμως ως την αποκλειστική περίπτωση, αλλά εξηγώντας πως υπάρχουν και άλλες λύσεις συνεργασίας. Και μάλιστα, ότι ήταν αποφασισμένος να μη αφήσει τον κ. Τσίπρα «να πετροβολά».

Υποθέτω, πως και αυτό το γεγονός, της ομολογίας ουσιαστικώς ότι η Ν.Δ. δεν μπορεί να κυβερνήσει χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ, προοπτική όμως που ο κ. Τσίπρας δεν δεχόταν, δεν έφερε καινούργιους ψηφοφόρους στη Ν.Δ. Χωρίς να γνωρίζω τη σύνθεση του σώματος των απεχόντων (πρωτοφανή για την μεταπολεμική Ελλάδα ποσοστά), μάλλον για αστούς ψηφοφόρους πρόκειται κατά πλειονότητα, με δεδομένο ότι οι αριστεροί, εθισμένοι σε κινητοποιήσεις, «θα αναβάλουν και την κηδεία τους, προκειμένου να ψηφίσουν», όπως είχε ειπωθεί κάποτε. Οι παραλίες ήσαν γεμάτες από νέους, που θέλησαν να εκμεταλλευθούν την τελευταία Κυριακή με λιακάδα.

Τώρα, ο μεν κ. Κ. Μητσοτάκης ερωτηθείς είπε ότι δεν είναι ώρα για συζήτηση περί αλλαγής προέδρου (που σημαίνει ότι θα υπάρξει άλλη ώρα), οι δε κ.κ. Μ. Βορίδης και Α. Γεωργιάδης, επέλεξαν το «γοργόν και χάριν έχει», αντί του «σπεύδε βραδέως» και φρόντισαν να καταστήσουν σαφείς τις προθέσεις τους.

Είναι προφανές πως δεν θα δεχθούν τον ισχυρισμό του κ. Μεϊμαράκη, πως «η ΝΔ αύξησε το ποσοστό της» [ισχυρισμό που είχε προβάλει και ο κ. Σαμαράς τον Ιανουάριο του 2015], επειδή ο κ. Μ. Βορίδης έσπευσε να δηλώσει ότι αφού υπάρχει ένας νικητής των εκλογών, υπάρχει και ένας ηττημένος. Κι αυτός είναι η Ν.Δ.

Στη Ν.Δ. διαμορφώνονται δύο ρεύματα. Το ένα εκφράσθηκε δημοσίως από τον κ. Δένδια, που δεν έκρυψε την επιθυμία του να είναι υποψήφιος πρόεδρος, και ο οποίος είχε δηλώσει πως είναι ικανοποιημένος με την πολιτική Μεϊμαράκη, επειδή «είχαμε μπατάρει προς τα δεξιά, είχαμε απολέσει το στόχο μας», είπε.

Στον αντίποδα βρίσκεται ο κ. Βορίδης, αν και δεν έχει ξεκαθαριστεί απολύτως, εάν ενδιαφέρεται δι’ εαυτόν ή για τον κ. Α. Σαμαρά, που πληροφορίες τον φέρουν να επιθυμεί την επιστροφή του στην ηγεσία. Άφησε σαφείς αιχμές κατά της ηγεσίας, δηλώνοντας πως κατά την προεκλογική περίοδο η καμπάνια της Νέας Δημοκρατίας παρήγαγε πολιτική νομιμοποίηση στον ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, σημείωσε με νόημα «αγαπηθήκαμε πολύ με τον ΣΥΡΙΖΑ τελευταία, τώρα ξεπαρεού».

Ο δε κ. Α. Γεωργιάδης σχολίασε ότι «Ο κ. Μεϊμαράκης εφήρμοσε απαλή μουσική», επισημαίνοντας ότι, αν ψήφιζαν τη ΝΔ οι ίδιοι που την ψήφισαν τον Ιανουάριο, θα είχε σήμερα ποσοστό 34%.
«Χρειάζεται νέα στρατηγική και όχι να φοβάσαι μην σε πουν ακροδεξιό ή φασίστα. Να αποκτήσει η ΝΔ κινηματικά χαρακτηριστικά. Να έρθει η νεολαία μαζί μας δεν φτάνει μόνο το 10% που μας ψήφισε και στα πανεπιστήμια να παίρνουμε 40%, χρειάζονται κινηματικά χαρακτηριστικά» είπε.

Αιχμές για τον κ. Μεϊμαράκη άφησε και η κ. Μισέλ Ασημακοπούλου, της εμπιστοσύνης του κ. Α. Σαμαρά, λέγοντας χαρακτηριστικά: «πιστεύω ότι δημιούργησε μια σύγχυση στο μυαλό του κόσμου το γεγονός ότι λέγαμε από τη μία πως ο κ. Τσίπρας έφερε την καταστροφή και από την άλλη του ζητούσαμε συνεργασία».

Σημειώνω, για την ιστορία, πως η κ. Μπακογιάννη φάνηκε απόλυτη, δηλώνοντας πως δεν τίθεται θέμα αλλαγής του προέδρου.

Ανεξαρτήτως όλων αυτών, σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις θα παίξει η στάση του κ. Κ. Καραμανλή, που δείχνει να εμπιστεύεται τον κ. Μεϊμαράκη, ως τον μόνο που μπορεί να διατηρήσει την ενότητα του κόμματος (ίσως και να κρατήσει την θέση για τον εξάδελφο;).

Ο Μακεδών