Skip to main content

Αναθεώρηση του Συντάγματος: Το τέλος στα κόλπα πολιτικής επιβίωσης

Η ευθύνη του Αλέξη Τσίπρα και του Κυριάκου Μητσοτάκη για να αλλάξει το καλούπι που διαμορφώνει το πολιτικό προσωπικό. Άρθρο του Δημήτρη Γαλαμάτη.

του Δημήτρη Γαλαμάτη*

Η καθεστηκυία τάξη του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης, απλωμένη σε όλο το φάσμα των κομματικών σχηματισμών, έδειξε αδύναμη και απρόθυμη να ανακόψει την προϊούσα φθορά της, που προήλθε είτε λόγω της πολυετούς επικράτησής της, είτε και λόγω λαθών και αβελτηρίας της. Αντίθετα ενισχύοντας τα ανακλαστικά αυτοσυντήρησης της, τόσο πριν, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της κρίσης, έδειξε να επιλέγει τεχνικές και μέσα, που κυρίως εξυπηρετούσαν την παράταση της δική της παραμονής στα δημόσια πράγματα, παρά πολιτικές και αποφάσεις, που θα θεράπευαν τις παθογένειες και θα έβαζαν φρένο στην παρακμιακή της διαδρομή.

Το θεσμικό κέλυφος της χώρας, κυρίως δε το εν ισχύ Σύνταγμα, λειτούργησε ως σύμμαχος σε αυτήν την επιλογή. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η αναθεωρήσεις βασικών προβλέψεων του Συντάγματος, παραμένουν εδώ και δεκαετίες κενό γράμμα και διανθίζουν απλά πομπώδεις εξαγγελίες και δήθεν αγνές δηλώσεις προθέσεων κομμάτων και πολιτικών προσώπων.

Ένα από τα κόλπα που ως μέσο αυτοσυντήρησης χρησιμοποιήθηκαν στα χρόνια της κρίσης, είναι η εισαγωγή στην πολιτική προσώπων, που εισερχόμενα επαίρονται ότι… «δεν έχουν σχέση με την πολιτική», που δηλώνουν περήφανα, ακόμη κι όταν κατέχουν ένα δημόσιο αξίωμα «εγώ δεν είμαι πολιτικός», που προέρχονται από το χώρο της τεχνοκρατίας, του πολιτισμού και εν γένει του θεάματος. Οι περισσότερες των περιπτώσεων δεν εισήλθαν με δική τους απόφαση, αλλά λανσαρίστηκαν από το ίδιο αυτό τμήμα του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού, ως δήθεν φορείς ανανέωσης και αναγέννησης του πολιτικού συστήματος. Οι ίδιοι που οδήγησαν στη φθορά και την παρακμή το πολιτικό σύστημα, γίνονται ατζέντηδες προσώπων, που θα αντιστρέψουν τάχα την κατωφερή του πορεία και που δεν παύουν βέβαια να κουβαλούν τη βαριά υποχρέωση, καθώς και τις ανάλογες δεσμεύσεις, έναντι αυτών που τους προώθησαν, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζουν έτι περαιτέρω την παραμονή τους στα δημόσια πράγματα.

Πώς όμως ένα πρόσωπο εκτός πολιτικής φέρει αξιωματικά το τεκμήριο της αξιοσύνης και τα εχέγγυα της επιτυχίας όταν εισέλθει σε αυτή, σε αντίθεση με κάποιον που εισέρχεται μέσα από την ενασχόληση με αυτή καθεαυτή την πολιτική, σε διάφορα επίπεδα, στους χώρους σπουδών ή δουλειάς, στην αυτοδιοίκηση, στους κοινωνικούς φορείς; Πόσο καλός πολιτικός μπορεί να είναι ένας άριστος και εξειδικευμένος σε κάποιο τομέα τεχνοκράτης, όταν δεν έχει θέσει τις γνώσεις του και τις ιδέες που ενδεχομένως αυτές γεννούν, σε κανένα ακροατήριο προκειμένου αυτό να τις κρίνει; Τι είναι αυτό που διασφαλίζει την ορθότητα των αποφάσεων για τις ζωές των πολλών, ενός πετυχημένου ανθρώπου, με καλό βιογραφικό, που οι μόνες αποφάσεις που έλαβε, μέχρι τη στιγμή εισόδου του στην πολιτική, αφορούσαν το ατομικό του μέλλον ή στην καλύτερη περίπτωση τις προοπτικές των κοντινών του προσώπων;

Ένα άλλο κόλπο, που μεθοδικά χρησιμοποιήθηκε, σχετίζεται με την άποψη, πως κάποιος με μεγάλη περιουσία, όταν εισέρχεται στην πολιτική, καθώς είναι χορτάτος, δεν θα μπει στον πειρασμό να βάλει το δάχτυλο στο μέλι και θα ασχοληθεί ανεπηρέαστος από τέτοιους πειρασμούς, με την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος! Μπα! Πού βασίζεται ο ισχυρισμός ότι ένας πλούσιος άνθρωπος είναι κατά τεκμήριο και έντιμος, άρα δεν θα έχει λόγο να κλέψει μέσα από την πολιτική, ενώ ένας άλλος, με μικρότερη οικονομική επιφάνεια, εάν εισέλθει στην πολιτική, είναι πιο πιθανόν να αξιοποιήσει την ισχύ του, για να πλουτίσει μέσα από το δημόσιο χρήμα; Πού είναι γραμμένο ότι κοστολογείται η εντιμότητα και η ηθική συγκρότηση;

Τελικά όμως το περίτεχνο μπόλιασμα των δογμάτων αυτών έπιασε, δημιούργησε ακροατήριο, που φαίνεται μάλιστα ότι δεν είναι μικρό και άρα πέτυχε. Πέτυχε παράλληλα κι ακόμη ένα στόχο: μείωσε τον αριθμό και στέρεψε ακόμη περισσότερο τη δεξαμενή των ανθρώπων, που δυνητικά θα είχαν την αρχική διάθεση, αλλά πιθανόν και τις ικανότητες, να προσφέρουν στα δημόσια πράγματα, μειώνοντας κατά συνέπεια τις προκλήσεις και τις δυσκολίες του ανταγωνισμού και διευκολύνοντας την μακροημέρευση, είτε των ιδίων βασικών πρωταγωνιστών του τμήματος αυτού του μεταπολιτευτικού πολιτικού προσωπικού της χώρας, είτε συγγενών ή συνεργατών τους.

Κι αυτό γιατί τα κόλπα αυτά, αφενός εμπέδωσαν σε πολλούς ένα αίσθημα κατωτερότητας και μειονεξίας, καθώς τρόμαξαν και αισθάνθηκαν λίγοι, μπροστά στα προβαλλόμενα προσόντα , τις διαδρομές , τις επιτυχίες, τις γνώσεις, τις σπουδές, των νεόφερτων πολιτικών αναγεννητών και αφετέρου αποτέλεσαν τροχοπέδη και ισχυρή αιτία αποτροπής ενασχόλησης με τα κοινά για ανθρώπους της λεγόμενης μεσαίας ή και ακόμη φτωχότερων τάξεων, καθώς κανείς νοήμων και ενάρετος άνθρωπος, δεν θα ρισκάρει αυτήν την εμπλοκή, όταν θα έχει αντιληφθεί, πως θα είναι από τους πρώτους που θα δείξουν σε κάποια περίπτωση διασπάθισης , υπεξαίρεσης ή κάθε άλλης μορφής οικονομικού εγκλήματος στο δημόσιο χώρο. Κι έτσι κόπηκαν τα φτερά ανθρώπων που είχαν το μεράκι να προσφέρουν στο κοινό καλό, οι οποίοι επέλεξαν τελικά να… καθίσουν στα αυγά τους.

Η παραπάνω ανάλυση ασφαλώς και δεν αφορά το σύνολο του πολιτικού συστήματος, ούτε καν την πλειοψηφία του. Στην ουσία αφορά καμιά εκατοστή πρόσωπα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο πολιτικοί, αλλά και κάποιοι αφανείς εταίροι, «διανοούμενοι», αρθρογράφοι, επιχειρηματίες, κλπ, που έχουν… καθίσει στο σβέρκο της χώρας εδώ και δεκαετίες, εκτείνονται σε όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα και δεν εννοούν να πιστέψουν ότι, τόσο η πολιτική, όσο και –κυρίως- η χώρα, μπορούν να υπάρξουν και χωρίς αυτούς. Είναι σημαντικό επίσης το γεγονός ότι ενώ πρόκειται για ετερόκλητα, κατά τεκμήριο, υποκείμενα μεταξύ τους, με πολλά πράγματα να τους χωρίζουν, σε αυτή τη στρατηγική πολιτικής επιβίωσης παραμένουν συμπαγής ομάδα. Στην περίπτωση αυτή διαγράφεται κάθε κόκκινη γραμμή και θυσιάζεται κάθε δόγμα, στο βωμό του υπέρτατου δόγματος, τη λειτουργική και οργανική σχέση με τις δομές της εξουσίας.

Σε αυτή ακριβώς την ιστορική καμπή για τη χώρα, η ευθύνη των δύο ηγετών των κομμάτων που συγκροτούν την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας είναι μεγάλη. Ο Τσίπρας κι ο Μητσοτάκης μπορεί σε πολλά πράγματα, ιδέες, απόψεις, θεωρίες, διαδρομές να έχουν μεγάλες διαφορές. Καθώς όμως είναι νεώτερης γενιάς και φιλόδοξοι πολιτικοί, οφείλουν έναντι και της υστεροφημίας τους, να λειτουργήσουν από κοινού, προκειμένου να θεραπευτεί άπαξ και δια παντός αυτή η παθογένεια, με το να σβηστούν από τον πολιτικό χάρτη όλα εκείνα τα πρόσωπα, μα κυρίως η νοοτροπία τους, που για πολλά χρόνια την συντηρούν.

Η αναθεώρηση του Συντάγματος, κυρίως στα σκέλη εκείνα που λειτουργούν προστατευτικά ή και ενισχυτικά στο να παραμένει αυτή η στρεβλή κατάσταση, μπορεί να είναι ένα βασικό σημείο σύγκλισής τους, αλλάζοντας στην πράξη το «καλούπι» που διαμορφώνει το πολιτικό προσωπικό και αφαιρώντας κάθε δυνατότητα αξιοποίησης του από όλους αυτούς, που επί δεκαετίες το χρησιμοποίησαν για να παραμένουν γαντζωμένοι στα δημόσια πράγματα, να κινούν τα νήματα της πολιτικής, αλλά και να καθορίζουν τις ζωές μας.

Αν δεν το πράξουν, τότε μοιραία θα συμπεριλάβουν και τους εαυτούς τους στην παραπάνω κατηγορία του πολιτικού προσωπικού και οι όποιες ορθές για την ώρα επιλογές τους όπως, από τη μια του πρωθυπουργού, για πλήρωση των κυβερνητικών θέσεων (γενικοί γραμματείς, ειδικοί γραμματείς, πρόεδροι ΝΠΔΔ, κλπ) μέσω αξιοκρατικών διαδικασιών ΑΣΕΠ και από την άλλη του Κυριάκου Μητσοτάκη με την αξιοποίηση του μητρώου στελεχών, θα φανούν στα μάτια του κόσμου μόνο ως ένα ακόμη κόλπο, ως μια ακόμη τεχνική πολιτικής επιβίωσης κάποιων ίδιων και λίγων…

*ο Δημήτρης Γαλαμάτης είναι πρώην βουλευτής, μέλος της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας