Skip to main content

Ανάπτυξη 2,5% το 2017 εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος

Η ισχυροποίηση της οικονομίας και η εδραίωση της ανάπτυξης εδράζεται στην άνοδο των επενδύσεων, αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος.

Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,5% το 2017 αναμένει η Τράπεζα της Ελλάδος. Για το 2016, η εκτίμηση είναι για οριακή αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,1%, ενώ για τα έτη 2018 - 2019 εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 3%.

Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ για τη νομισματική πολιτική, η οποία κατατέθηκε σήμερα, Παρασκευή, στη Βουλή, η ισχυροποίηση της οικονομίας και η εδραίωση της ανάπτυξης εδράζεται στην άνοδο των επενδύσεων, τη βελτίωση της κατανάλωσης και την ανάκαμψη των εξαγωγών.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η κεντρική τράπεζα καθιστά αναγκαία την προσήλωση στους στόχους τους προγράμματος και την επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων.

«Οι όποιες διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών, πρέπει να εξομαλυνθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σε πνεύμα καλής συνεργασίας με τους θεσμούς και τους εταίρους» επισημαίνει.

Κίνδυνοι από τα μέτρα

Κινδύνους από τα μέτρα για τους συνταξιούχους και τον ΦΠΑ στα νησιά που εξήγγειλε η Κυβέρνηση διαβλέπει η ΤτΕ.

Οπως αναφέρεται η επίτευξη του δημοσιονομικού αποτελέσματος του 2016 υπόκειται σε επισφάλειες, που συνδέονται με τις παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής χαλάρωσης ύψους περίπου 0,4% του ΑΕΠ που εξήγγειλε η κυβέρνηση στις 8 Δεκεμβρίου του 2016. Οι παρεμβάσεις αυτές, μειώνουν σημαντικά το εκτιμώμενο περιθώριο ασφαλείας στην επίτευξη του στόχου του 2016. Παράλληλα, η εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2016 δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και το τελικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης για το 2016 δεν έχει οριστικοποιηθεί.

Επιπροσθέτως, η  ενδεχόμενη αναβολή των αποφάσεων για τη διατύπωση συγκεκριμένων μέτρων με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, εκ μέρους των εταίρων, θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη βελτίωση των οικονομικών και επενδυτικών προοπτικών της χώρας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και κατ' επέκταση τις προοπτικές οριστικής εξόδου από την κρίση.

Η ΤτΕ διαβλέπει ότι στο εσωτερικό εξακολουθούν να υφίστανται πολλά εμπόδια που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση επενδύσεων. Ορισμένα από αυτά τα οποία αν  δεν αντιμετωπιστούν, τότε οι προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας μπορεί να μην επιβεβαιωθούν, καθώς ένας από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα χρόνια είναι η προσδοκώμενη άνοδος των επενδύσεων.

Στο δημοσιονομικό σκέλος η ΤτΕ επισημαίνει ότι με δεδομένο ότι ή προσαρμογή στηρίζεται ως επί το πλείστον σε μέτρα από την πλευρά των εσόδων, υπάρχει ο κίνδυνος η αυξημένη φορολόγηση να έχει μεγαλύτερες του αναμενομένου αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Συνεπώς, θα ήταν ευκταία η βελτίωση του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής.

Τέλος όσον αφορά στα κόκκινα δάνεια η ΤτΕ εκτιμά ότι υπάρχουν ακόμη ορισμένα κενά στο νομοθετικό πλαίσιο για το δραστικό περιορισμό του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις.

Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω κίνδυνοι, να διορθωθούν προηγούμενες αποκλίσεις και να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2017, απαιτούνται συγκεκριμένες και συντονισμένες ενέργειες.
 Καταρχάς βασική προυπόθεση αποτελεί η έγκαιρη κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος.
Επιπλέον, απαιτείται επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Η κυβέρνηση θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στην έγκαιρη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Γι' αυτό θα πρέπει να αρθούν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν ακόμη και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί.

Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Το μέγεθος του προβλήματος δεν έχει επιτρέψει σημαντική ενίσχυση της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τη στήριξη με ικανή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Συνεπώς, πέρα από τις έως τώρα προσπάθειες των τραπεζών και τις αλλαγές στο νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που έχουν ήδη δρομολογηθεί, απαιτούνται μεταξύ άλλων η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων κατά την εξυγίανση επιχειρήσεων.

Τέλος απαιτείται η αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους Η ΤτΕ εκτιμά ότι είναι η  εφικτή η μείωση του δημοσιονομικού στόχου από το 2018 και έπειτα σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%). Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις για την μείωση της φορολογίας.