Skip to main content

Αν θέλουμε επενδύσεις στη Β. Ελλάδα, ας τις υποστηρίξουμε στην πράξη

Αναγκαίες οι ιδιωτικοποιήσεις με όρους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, καθώς το κράτος απέτυχε σαν επενδυτής και επιχειρηματίας.

Τελικά σε αυτή τη χώρα μάς είναι αδύνατο να μιλήσουμε τη γλώσσα της κοινής λογικής. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των ιδιωτικοποιήσεων, αποκρατικοποιήσεων ή όπως αλλιώς θέλουμε να τις χαρακτηρίζουμε. Των επενδύσεων γενικότερα, αν θέλουμε να μιλήσουμε πρακτικά. Διότι αυτό που πραγματικά ενοχλεί είναι οι επενδύσεις κι ας έχουν αναγνωριστεί ως εθνική ανάγκη εδώ και πολύ καιρό, ειδικά μέσα στην κρίση.

Είναι μάλλον ζήτημα ψυχιατρικής έρευνας η απέχθεια που έχουμε (κι ας δείχνουμε ή λέμε το αντίθετο) απέναντι στις επενδύσεις. Υπάρχει ένας διάχυτος φόβος να πάρουμε θέση υπέρ μιας επένδυσης.

Φόβος, ο οποίος έχει πολλές ερμηνείες και πηγές. Αντί να ψάχνουμε αυτές το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να πάρουμε σαφή θέση στο ερώτημα: Θέλουμε ή όχι επενδύσεις;

Η ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης μπορεί να είναι το παράδειγμα για να δώσουμε τελικά την απάντηση στο ερώτημα.

Μια περιοχή όπου η αποβιομηχάνιση, η συρρίκνωση της βιοτεχνίας, ο αφανισμός του κατασκευαστικού τομέα και η ανυπαρξία επενδύσεων αποτέλεσαν κύριο χαρακτηριστικό των τελευταίων ετών, φαίνεται ότι ακόμη δεν έχει πιάσει... πάτο.

Το βαρέλι έχει και παρακάτω, όσο κι αν κάποιοι επιχειρούν να δώσουν μια άλλη εικόνα. Μια βόλτα στη Βιομηχανική Περιοχή στη Σίνδο, μια βόλτα στο εμπορικό κέντρο της πόλης ακόμη, πείθουν τον καθένα για την πλήρη επιχειρηματική αποσάθρωση της περιοχής.

Για να έρθουν οι πρώτες επενδύσεις και να αναστραφεί το κλίμα είναι δεδομένο ότι η αρχή θα γίνει από τα λεγόμενα «φιλέτα», για να συμπαρασύρουν (όπως συνήθως γίνεται παγκοσμίως) και άλλες επενδύσεις.

Υπάρχει και το κομμάτι των υποδομών, που επίσης προοιωνίζεται ανάπτυξη, αλλά για ποιες υποδομές να μιλήσουμε, όταν η χώρα έχει ένα πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων για γέλια, όλες οι υποδομές χρηματοδοτούνται από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, το τρέχον ΕΣΠΑ απλώς θα αποπληρώσει έργα που έχουν γίνει ή ολοκληρώνονται και το νέο ΕΣΠΑ δεν έχει αρχίσει καν... Και οι επενδύσεις, δηλαδή η ανάπτυξη, δεν μπορούν να περιμένουν.

Τα «φιλέτα» είναι στα χέρια του ελληνικού δημοσίου. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το αεροδρόμιο «Μακεδονία», ο ορυκτός πλούτος, οι παραλίες κτλ. Συνεπώς υπάρχουν δυο κύριοι τρόποι για να γίνει η αρχή των επενδύσεων. Ή να αξιοποιήσει η Πολιτεία αυτόν τον πλούτο ή να τον παραχωρήσει (με κάποιο τρόπο) σε ιδιώτες, για να τον αξιοποιήσουν (και να τον εκμεταλλευτούν) αυτοί.

Σέβομαι εκείνους που ιδεολογικά και πολιτικά στέκονται απέναντι στις ιδιωτικές επενδύσεις. Που παίρνουν θέση υπέρ της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας από το ίδιο το δημόσιο, στη λογική ότι μπορεί να διογκώνεται ο δημόσιος τομέας, αλλά παράγει ικανό πλούτο για να καλύψει οικονομικά αυτή τη γιγάντωση και να μείνει κέρδος στο κράτος. Είναι μια λογική, με σοβαρή επιχειρηματολογία, ασχέτως αν κάποιος την ασπάζεται ή όχι. Όσοι την υιοθετούν μπορούν να αντιτίθενται σε κάθε ιδιωτική επένδυση, πολύ δε περισσότερο σε κάθε είσοδο ιδιωτών στην περιουσία του δημοσίου, με οποιονδήποτε τρόπο.

Πρόκειται όμως για μια άποψη που μάλλον είναι μειοψηφική (τοπικά μπορεί να είναι και πλειοψηφική αναλόγως της περίπτωσης).

Ωστόσο, υπάρχουν και εκείνοι που βλέπουν ότι το κράτος – επιχειρηματίας όχι μόνο δε λειτούργησε, αλλά αποτέλεσε έναν από τους άξονες πάνω στον οποίο κινήθηκε το τρένο της κρίσης. Κι αυτοί είναι οι περισσότεροι. Πολιτικά είναι η ευδιάκριτη πλειοψηφία (στα λόγια).

Θέλουν όμως τελικά την είσοδο των ιδιωτικών κεφαλαίων ή στο πίσω μέρος του μυαλού τους είναι η ταμπέλα «ξεπούλημα» (είτε ως ενοχή, είτε ως στόχος);

Ένας ιδιώτης θα βάλει για να κερδίσει. Νόμος. Το ζήτημα όμως είναι να κερδίσει από την επένδυση και η τοπική και η εθνική οικονομία και να προκύψει η μικρότερη δυνατή βλάβη. Ας μη φοβόμαστε να το πούμε. Από τις επενδύσεις κι από την επιχειρηματικότητα, εκτός από οφέλη υπάρχουν και ζημιές. Μια σοβαρή κοινωνία τις σταθμίζει και αποφασίζει. Εμείς εδώ προτιμάμε να την ακυρώνουμε με τρόπο. Με έναν τρόπο που κερδίζει πάντα. Στανταράκι. Δε λέμε ούτε το ένα, ούτε το άλλο, δεν παίρνουμε ποτέ μια τελική απόφαση, δημιουργούμε ένα κλίμα αποτροπής και τελικά ακυρώνουμε κάθε επένδυση.

Τα παραδείγματα μιλούν από μόνα τους. Ένα λιμάνι που δεν έχει καμιά νέα σοβαρή υποδομή ανάπτυξης, παραμένει καθηλωμένο, εξαιτίας μιας άγονης ιδεολογικής κόντρας και λόγω της αδυναμίας να σπάσουν κάποιοι αβγά. Ε, ομελέτα δε θα γίνει ποτέ.

Αν το λιμάνι της Θεσσαλονίκης παραμείνει ως έχει υπάρχει περίπτωση να γίνει ο έκτος προβλήτας; Μπορεί υπό τον κρατικό έλεγχο να αναπτυχθεί με σύγχρονες υποδομές; Τα χρήματα για να γίνουν επενδύσεις, ώστε να προσελκύσει κρουαζιέρα, να αποκτήσει ακτοπλοϊκή σύνδεση με επιβατηγά πλοία, να φιλοξενήσει περισσότερο εμπορικό φορτίο και μεγαλύτερα σκάφη, υπάρχουν;

Όχι. Η απάντηση είναι όχι. Άρα εφόσον παραμείνει ως έχει η κατάσταση το λιμάνι αντί να είναι πόλος ανάπτυξης θα χάσει κάθε ευκαιρία ανταγωνιστικότητας και θα απαξιωθεί. Δεν έχει συνδεθεί ακόμη με το σιδηρόδρομο (θα είναι το πρώτο έργο, σύμφωνα με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, που θα ενταχθεί στο νέο ΕΣΠΑ). Δεν έχει συνδεθεί ακόμη με τον ΠΑΘΕ (η γέφυρα σύνδεσης κατασκευάζεται εδώ και πολλά πολλά χρόνια κι ακόμη δεν ολοκληρώθηκε).

Με αυτούς τους ρυθμούς όταν γίνουν οι υποδομές (αν γίνουν) από το δημόσιο, το λιμάνι θα είναι μόνο για να ψαρεύουμε. Χρειάζεται το ιδιωτικό κεφάλαιο. Ναι, να μην παραχωρηθούν εννοείται τα δίκτυα, να μην ιδιωτικοποιηθεί πλήρως, να μη χαθεί ο δημόσιος χαρακτήρας και έλεγχος. Αν δε δώσεις όμως κανένα κίνητρο κέρδους στον ιδιώτη κανείς δε θα ενδιαφερθεί. Επενδυτής χρειάζεται, ο οποίος θα βάλει τα λεφτά του για να εκσυγχρονιστεί το λιμάνι και θα κερδίσει από τη χρήση του. Και θα κερδίσει και το ελληνικό δημόσιο και η τοπική οικονομία.

Στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» η ίδια εικόνα. Οι εκκρεμότητες πολλές και τα λεφτά για να καλυφθούν ανύπαρκτα. Αν είναι καλοί οι όροι αποκρατικοποίησής του να το δούμε. Κανείς δε θέλει ξεπούλημα για ένα κομμάτι ψωμί. Ποιος όμως θέλει την απαξίωση και τη στασιμότητα;

Οι επενδύσεις εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου σε Χαλκιδική, Κιλκίς και λοιπές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας είναι ένα ακόμη παράδειγμα. Θέλουμε την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου ή όχι; Είναι βέβαιο ότι μια τέτοια δραστηριότητα έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις και μάλιστα σοβαρές. Δεν μπορούμε να βάλουμε αυστηρούς όρους στην εκμετάλλευση και να ελέγχουμε εάν ο ιδιώτης τις τηρεί; Για να καλμάρουμε τη δικαιολογημένη αγωνία ορισμένων η μόνη λύση είναι να κλείσει η επένδυση; Μέση λύση δεν υπάρχει;

Τα κάμπινγκ, τα παραθαλάσσια ακίνητα του δημοσίου λειτουργούν και δεν το ξέρουμε; Να παραμείνουν δηλαδή ρημάδια αρκεί να είναι του δημοσίου; Δεν μπορεί να παραχωρηθεί η χρήση τους σε ιδιώτες για να τα εκμεταλλευτούν κι από όλη αυτή τη διαδικασία να εισπράττει το κράτος;

Ο παραλογισμός αυτός πρέπει να σταματήσει. Έχει δημιουργηθεί πλέον η εικόνα ότι η χώρα μας και οι πολίτες της είναι εχθρικοί προς τις ιδιωτικές επενδύσεις. Και όσο αφήνουμε αυτό το κλίμα να σκεπάζει τα πάντα επένδυση δε θα δούμε. Κάποιοι οφείλουν να πάρουν θέση και να πουν τα πράγματα με το όνομά τους.

Ιδιωτικές επενδύσεις, με αυστηρό έλεγχο τήρησης της νομιμότητας. Όχι ξεπούλημα, όχι κράτος – επενδυτή (γιατί είναι αποδεδειγμένα αποτυχημένος). Ναι στο κράτος – ιδιοκτήτη, ναι στο κράτος που είναι συνεπές στις υποχρεώσεις του, διευκολύνει τις επενδύσεις και τις ελέγχει αυστηρά, κερδίζοντας σε όφελος των πολιτών. Δαιμονοποιούμε το ιδιωτικό κέρδος και θέλουμε κράτος επιχειρηματία, που να κερδίζει από τον ιδιώτη που διώχνουμε. Κάτι δεν καταλαβαίνω...