Skip to main content

Αμανατίδης: Συνεχίζουμε ενωμένοι τον αγώνα για τη δικαίωση των Ποντίων

Ο υφυπουργός Εξωτερικών ανατρέχοντας στο δράμα του ξεριζωμού των Ποντίων αναφέρθηκε στη μεγάλη σημασία της αναγνώρισης της γενοκτονίας

Τον θλιβερό απολογισμό της θηριωδίας που συντελέσθηκε στη γη του Πόντου υπενθύμισε ο υφυπουργός Εξωτερικών, Γιάννης Αμανατίδης, από το βήμα της Βουλής, 19 Μαΐου, Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, υπογραμμίζοντας τη σημασία της δικαίωσης της ιστορικής μνήμης, 98 χρόνια μετά.

Μια θηριωδία για την αναγνώριση της οποίας ζητούν δικαίωση οι 353.000 Πόντιοι που εξολοθρεύτηκαν, οι περισσότεροι από 400 χιλιάδες ξεριζωμένοι που πήραν το δρόμο για την Ελλάδα αφήνοντας πίσω τους έναν πολιτισμό τριών χιλιετιών και μια καμένη γη: 815 χωριά ανασκαμμένα, 1.134 εκκλησίες κατεστραμμένες, 960 σχολεία γκρεμισμένα.

«Η 19η Μαΐου δίνει την αφορμή, ιδιαίτερα σε εμάς τους Πόντιους» είπε ο κ. Αμανατίδης «να ανασύρουμε μνήμες και να αναλογιστούμε το χρέος μας απέναντι στα θύματα της γενοκτονίας, τους συγγενείς μας και τους σύγχρονους Πόντιους: Οφείλουμε να γνωρίζουμε και να τιμούμε την ιστορία μας, οφείλουμε να συνεχίσουμε ενωμένοι να δίνουμε τον αγώνα μας για την επιβίωση της ιστορικής μνήμης, απαλλαγμένοι όμως από αισθήματα προκατάληψης και μισαλλοδοξίας απέναντι στους υπεύθυνους της γενοκτονίας».
Βεβαίως όμως, όπως διαμήνυσε ο υφυπουργός Εξωτερικών απευθυνόμενος στις Ποντιακές Ομοσπονδίες που δεν κατόρθωσαν να κάνουν κοινές κεντρικές εκδηλώσεις, εκφράζοντας τη λύπη του, «χρειάζονται βήματα ενότητας. Σε αυτά τα βήματα ενότητας του ποντιακού κινήματος πρέπει όλοι να συνεισφέρουμε. Αυτή είναι η δύναμή μας άλλωστε. Οι Πόντιοι να είμαστε ενωμένοι». Διότι, πρόσθεσε, «το να προωθηθούν ακόμη πιο αποτελεσματικά τα αιτήματα του ποντιακού κινήματος, προϋποθέτει την ενότητα».

Ο υφυπουργός Εξωτερικών ανατρέχοντας στο δράμα του ξεριζωμού των Ποντίων, αλλά και των δυσκολιών που αντιμετώπισαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, τις οποίες κατάφεραν να ξεπεράσουν με την εργατικότητα, τη θέληση και τη δύναμη της ψυχής τους και να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία συμβάλλοντας τα μέγιστα στην ανάπτυξη και την πρόοδο της Ελλάδας σε όλα τα επίπεδα, αναφέρθηκε στη μεγάλη σημασία της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ελλήνων Ποντίων.

«Γενοκτονία», είπε ο Γιάννης Αμανατίδης «σημαίνει μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα και στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί».

Και πρόσθεσε ότι παρόλα αυτά, σε αντίθεση με τη γενοκτονία των Εβραίων «η αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων προχώρησε με αργά, αμφιταλαντευόμενα κάποτε βήματα και μόνο τα τελευταία χρόνια καταγράφεται σημαντική πρόοδος στην ανάπτυξη παγκόσμιας συνείδησης για τη γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής».

Μετά την αναγνώριση της από τη Βουλή των Ελλήνων το 1994, με ομόφωνη απόφαση, η οποία έγινε νόμος του κράτους (N. 2193/1994), καθιερώνοντας τη 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο» που δικαίωσε ηθικά τον ποντιακό ελληνισμό μετά από 70 χρόνια, ακολούθησε η Κύπρος, την ίδια ημέρα, η Σουηδία το 2010, η Αρμενία το 2015, μαζί με τη γενοκτονία των Ασσυρίων, την ίδια χρονιά και η Ολλανδία, μαζί με τη γενοκτονία των Αρμενίων και Ασσυρίων, αλλά και πολλές πολιτείες των ΗΠΑ και της Αυστραλίας.

Iδιαίτερα όμως ξεχωριστή στιγμή για την παγκόσμια ακαδημαϊκή, επιστημονική και ερευνητική κοινότητα αποτελεί το ψήφισμα της Διεθνούς Ενώσεως Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (I.A.G.S.), με το οποίο αναγνωρίζεται η γενοκτονία Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων (Ποντίων, Θρακών, Ιώνων). Το ψήφισμα εκδόθηκε στις 16.12.2007 με τη συντριπτική πλειοψηφία του 83% των ψήφων.

Όμως, πρόσθεσε ο κ. Αμανατίδης, «οι εικόνες του ξεριζωμού και της βίας δεν έχουν εκλείψει από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Το Ορθόδοξο Χριστιανικό -και όχι μόνο βέβαια- στοιχείο στις εστίες εμπόλεμης σύρραξης χρήζει της αρωγής και της προσοχής μας. Η χώρα μας μπορεί να υπερηφανεύεται για τη συμπόνια και τον αλτρουισμό που συνεχίζει να επιδεικνύει προς επίρρωση της σύνδεσης των σύγχρονων Ελλήνων με την ιστορική τους μνήμη. Η ιστορία μας- του Ελληνισμού- είναι πρωτίστως ιστορία επιβίωσης και διάκρισης, προσφοράς και ευθύνης, αλλά και τόλμης και εθνικής ομοψυχίας απέναντι σε κινδύνους και προκλήσεις».

Λόγος για τον οποίον, όπως εξήγησε, «πρέπει να γίνει περισσότερο γνωστή στους νέους η Οδύσσεια του Ποντιακού Ελληνισμού, για το πώς οι Πόντιοι κράτησαν άσβεστο το πανάρχαιο λυχνάρι του ελληνισμού, θησαυρίζοντάς το με το λάδι των Ποντιακών Αγώνων, για το πώς διατήρησαν τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, για το πώς οι Πόντιοι είχαμε και έχουμε στο αίμα μας την αυτοθυσία».

Ιδιαίτερη μνεία έκανε ο κ. Αμανατίδης στα βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα: τη δημιουργία Μουσείου αφιερωμένου στον Ποντιακό και Μικρασιατικό Ελληνισμό στον χώρο που παραχωρήθηκε στον δήμο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, μαζί με το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, όπως ανακοινώθηκε από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.

Παράλληλα, κατέθεσε την πρόταση του απευθυνόμενος στο υπουργείο Παιδείας, να φτιάξει ένα φάκελο με τις γενοκτονίες του 20ού αιώνα και του ελληνισμού της Ανατολής, καθώς, όπως εξήγησε, πέρα από τις δραστηριότητες και τις ομιλίες στα σχολεία θα μπορούσε να υπάρχει και ένας υποστηρικτικός φάκελος για όλα τα παιδιά μας με πιο οργανωμένο τρόπο ώστε να μπορούν να τα διδάσκονται στο μάθημα της ιστορίας.

Ως ιδιαίτερης σημασίας ο κύριος Αμανατίδης προέταξε «το δύσκολο έργο του τερματισμού της μη αποδοχής της ιστορικής αλήθειας από τη γείτονα χώρα, η οποία θα πρέπει αναμφισβήτητα να συμπορευτεί με τη συγχώρεση», επισημαίνοντας ότι «θα πρέπει να αναλάβουν οι ίδιες οι κοινωνίες σε απευθείας γόνιμο και εποικοδομητικό διάλογο, ώστε μια τέτοια ειλικρινής προσέγγιση να αποκλείσει το ενδεχόμενο να επαναληφθούν παρόμοιες αποτρόπαιες πράξεις, οπουδήποτε στον κόσμο».

«Ο διάλογος αυτός» σημείωσε «σε συνδυασμό με την αναγνώριση και εξάλειψη του ταμπού για την ποντιακή γενοκτονία θα συμβάλλουν στην αυγή μιας νέας εποχής και όπως ο Κ. Παλαμάς έγραψε 100 χρόνια πριν: "Πλατιά είν' η γη μας για το τράνεμα όλων. Δόξα σ' αυτόν που το χέρι σήκωσε πρώτος όχι για φοβέρα, μα το αντίμαχο χέρι για να σφίξει"».